Στο παρά πέντε αποφεύχθηκε ένα μείζον ελληνοτουρκικό διπλωματικό επεισόδιο, το οποίο θα μπορούσε να προκαλέσει απροσδιόριστες εξελίξεις και σοβαρές περιπλοκές στις ήδη διαταραγμένες σχέσεις Αθήνας-Άγκυρας.
Η τουρκική προεδρία, σύμφωνα με πληροφορίες, είχε προσκαλέσει και τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στη σημερινή τελετή που διοργανώθηκε στα Ύψαλα για τα εγκαίνια του αγωγού TANAP.
Στην εκδήλωση αυτή, εκτός του Ταγίπ Ερντογάν έδωσαν το παρών ηγέτες μιας σειράς χωρών της περιοχής όπως ο πρωθυπουργός της Βουλγαρίας Μπόικο Μπορίσοφ.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στις αρχές της εβδομάδας συζήτησε με στενούς του συνεργάτες το ενδεχόμενο να ταξιδέψει στα Ύψαλα και τελικώς έλαβε την απόφαση να μην παραστεί στα εγκαίνια του αγωγού TANAP.
Το βασικό επιχείρημα του πρωθυπουργού -σύμφωνα με τις ίδιες αξιόπιστες πληροφορίες- ήταν ότι η Αθήνα έπρεπε να στείλει στην Άγκυρα ένα σαφές μήνυμα δυσαρέσκειας, κυρίως για την ακολουθούμενη τουρκική πολιτική ανοιχτών θυρών στο μεταναστευτικό.
Συνομιλητές του κ. Μητσοτάκη εξηγούν ότι η ελληνική πλευρά θέλει να καταστήσει σαφές στην ηγεσία της γειτονικής χώρας ότι με τις ακολουθούμενες τακτικές δεν έχει νόημα να συζητείται το ενδεχόμενο για «business as usual».
Επιπλέον, ο Έλληνας πρωθυπουργός -αφού στάθμισε όλα τα δεδομένα- θεώρησε ότι σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να επισημοποιήσει με την παρουσία του μια τελετή στην οποία οι Τούρκοι ήθελαν να χρησιμοποιήσουν περίπου σαν... ντεκόρ τους ηγέτες των χωρών της περιοχής.
Η απόφαση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη να μην παραστεί στα εγκαίνια του αγωγού TANAP είχε μεταφερθεί στην τουρκική πλευρά προτού γίνει γνωστή η υπογραφή της, απειλητικής για την ελληνική κυριαρχία στη θαλάσσια περιοχή νότια της Κρήτης, συμφωνίας του Ταγίπ Ερντογάν με την κυβέρνηση της Τρίπολης.
Μάλιστα, η Αθήνα ενημέρωσε ότι η ελληνική κυβέρνηση θα εκπροσωπηθεί από τον υφυπουργό Περιβάλλοντος Δημήτρη Οικονόμου, στέλνοντας ακόμη ένα μήνυμα το οποίο είναι βέβαιον ότι έλαβαν οι Τούρκοι.
Η ορθότητα της απόφασης του πρωθυπουργού επιβεβαιώθηκε την Πέμπτη, όταν έγινε γνωστή η σοβαρή πρόκληση της Άγκυρας που υπέγραψε μνημόνιο για τις θαλάσσιες ζώνες με την κυβέρνηση της Τρίπολης.
Ακόμη περισσότερο η προνοητικότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη επαληθεύτηκε από τις σημερινές δηλώσεις του προέδρου της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν, που εξώθησαν την επίσημη ελληνική αποστολή υπό τον υφυπουργό Περιβάλλοντος να αποχωρήσει από την τελετή στα Ύψαλα για τον αγωγό TANAP.
Είναι προφανές ότι σε περίπτωση που ο Έλληνας πρωθυπουργός ήταν παρών σε μια τελετή όπου ο Ταγίπ Ερντογάν είχε αποφασίσει να αναπτύξει την επιχειρηματολογία του για την προσπάθεια υφαρπαγής ελληνικής κυριαρχίας σε τμήματα της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, τα πράγματα θα οδηγούνταν στα άκρα με μια διπλωματική κρίση κορυφής.
Η απόφαση του κ. Μητσοτάκη να μην παραστεί στο σόου του κ. Ερντογάν στα Ύψαλα, θα πρέπει να θεωρηθεί προάγγελος για την σκλήρυνση της ελληνικής στάσης. «Η Αθήνα δεν θα προκαλέσει αλλά είναι βέβαιον ότι δεν μπορεί να υποχωρήσει από τη δεδομένη εθνική κόκκινη γραμμή» εξηγούσε νωρίτερα το Σάββατο κυβερνητικό στέλεχος που γνωρίζει τις κινήσεις του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη.
Με τα τελευταία δεδομένα, μια συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ταγίπ Ερντογάν στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Λονδίνο, το διήμερο 3 και 4 Δεκεμβρίου, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν ένα απίθανο ενδεχόμενο.
Η ελληνική κυβέρνηση, που τις πρώτες εβδομάδες της θητείας της το καλοκαίρι του 2019 είχε δείξει τη διάθεσή της για συνεργασία και συνεννόηση με την τουρκική πλευρά, φαίνεται ότι αναθεωρεί τη στάση της και αναπροσαρμόζει την στρατηγική της, όχι μόνο λόγω της ανοικτής πληγής με το μεταναστευτικό, αλλά κυρίως λόγω των εξελίξεων στην κυπριακή ΑΟΖ, την ανατολική Μεσόγειο και την τελευταία απειλητική συμφωνία της Άγκυρας με την κυβέρνηση της Τρίπολης, η οποία εκπροσωπεί μέρος του λαού της Λιβύης.
Η αυριανή επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια στο Κάιρο και η συνάντησή του με τον Αιγύπτιο ομόλογό του Sameh Shoukry στέλνει το μήνυμα σε όλους ότι η Αθήνα δεν θα καθίσει με σταυρωμένα τα χέρια να παρακολουθεί τους τουρκικούς παλλικαρισμούς αλλά θα επιδιώξει ισχυρές συμφωνίες και συμμαχίες με τις χώρες της περιοχής που πλήττονται από τους τσαμπουκάδες της Άγκυρας και την προσπάθεια του Ταγίπ Ερντογάν να επαναχαράξει τα σύνορα της περιοχής, όχι με γνώμονα το διεθνές δίκαιο, αλλά με βάση το νόμο του ισχυρού.