Τη σκιά της ελληνικής οικονομίας ή ορθότερα της ανορθόδοξης πολιτικής που ασκείται στη χώρα μας μπορεί να δει κάποιος στην έκθεση Fiscal Monitor του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), η οποία ασχολείται φέτος με την ολέθρια σχέση μεταξύ φορολόγησης και παραγωγικότητας τόσο μίας οικονομίας όσο και των επιμέρους επιχειρηματικών κλάδων.
Το ΔΝΤ, όπως έχει τονίσει επανειλλημένα και για την ελληνική περίπτωση, το πρώτο που συστήνει είνα να υπάρξει σημαντική μείωση των φορολογικών βαρών για τις επιχειρήσεις, με ταυτόχρονη απελευθέρωση των αγορών ή έστω άρση αρκετών εμποδίων που καθιστούν αυτήν την απελευθέρωση αδύνατη.
Όπως αναφέρουν οι αναλυτές του Ταμείου, άρση των εμποδίων που πλήττουν την παραγωγικότητα στις υγιείς επιχειρήσεις μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση κατά 1% του ΑΕΠ μίας χώρας σε διάστημα είκοσι ετών.
«Οι χώρες μπορούν να αυξήσουν σημαντικά την παραγωγικότητά μειώνοντας τα εμπόδια που εμποδίζουν τις παραγωγικές επιχειρήσεις να λειτουργήσουν με τον ορθό τρόπο. Σε αυτά τα εμπόδια περιλαμβάνονται η εφαρμογή λανθασμένα σχεδιασμένων οικονομικών πολιτικών ή αγορών οι οποίες λειτουργούν με μη ορθό τρόπο», τονίζεται χαρακτηριστικά στην έκθεση του Ταμείου.
Παράλληλα τονίζεται ότι αρκετές κυβερνήσεις εφαρμόζουν λανθασμένη φορολογική πολιτική, καθιστώντας μη ανταγωνιστικό το οικονομικό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις, ευνοώντας συχνά ορισμένους κλάδους (οι οποίοι δεν είναι απαραιτήτως και οι πιο παραγωγικοί ή αυτοί που συμβάλλουν περισσότερο στην ανάπτυξη της οκονομίας), ενώ με την υπερφορολόγηση πλήττουν τη λειτουργία άλλων τομέων του επιχειρείν.
Ένα ακόμη πρόβλημα που πλήττει τόσο την παραγωγικότητα όσο και εν γένει την οικονομική δραστηριότητα -και αποτελεί καθημερινό φαινόμενο αλλά και δυσεπίλητο γρίφο εδώ και αρκετές δεκαετίες για την Ελλάδα- είναι η εκτεταμένη φοροδιαφυγή.
Πολύ συχνά, όπως αναφέρει η έκθεση του Ταμείου, οι «παράνομοι» κερδίζουν, εις βάρος των νόμιμων, μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά, οδηγώντας και άλλους να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους.