Ένα μεστό σε νοηματικό περιεχόμενο άρθρο για τον ΔΟΛ του εκλεκτού συνεργάτη των «Νέων» κ. Α. Λυκαύγη...
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Μήπως η πτώση του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη (ΔΟΛ) είναι ταυτοχρόνως και κατάπτωση της δημοκρατίας; Αυτό είναι το μείζον ερώτημα στο οποίο καλούνται να απαντήσουν πολιτικοί, τραπεζίτες, επιχειρηματίες, διανοούμενοι, δημοσιογράφοι, αλλά και απλοί πολίτες –στο μέτρο που διαθέτουν τα απαραίτητα πνευματικά και γνωστικά ερείσματα, υποβοηθητικά μίας απάντησης χωρίς φόβο και πάθος.
Και, από την άποψη αυτή, ο διαπρεπής Κύπριος δημοσιογράφος και ποιητής και Άνθος Λυκαύγης, σε άψογα ελληνικά που βρίθουν νοηματικού περιεχομένου, υπό τον τίτλο Η Πτώση και η Κατάπτωση, στην στήλη Αιχμές της γνωστής εφημερίδας, γράφει τα ακόλουθα:
«Το διαλεκτικώς απλό: Εκεί που κλείνει μία εφημερίδα, κλείνει αυτόματα και ένας πυλώνας της δημοκρατίας. Όταν μάλιστα η εφημερίδα είναι ομήλικη γεγονότων που συνιστούν σπονδύλους της ιστορικής μνήμης. Ως συνεκτικός κρίκος και ταυτόχρονα η αρχειοθέτησή της. Όταν ακριβώς πρόκειται για “ιστορικά φύλλα”, σύμφυτα με την παράδοση, το ποιοι, πώς και πόσο ευθύνονται δεν έχει τόση σημασία, όσο η συνέπεια της αγγελλόμενης τελευτής. Γιατί ακόμα και ο υπερθετικός βαθμός των ευθυνών δεν εξισώνεται (και δεν εξισορροπεί) το μέγεθος αυτού που χάνεται για την χώρα και την κοινωνία.
Ως εν πολλοίς ακρωτηριασμός του εθνικού γίγνεσθαι. Όπως και αν ιδωθεί. Και όπως και αν εκτιμηθεί. Από φίλους ή αντιπάλους. Δεν έχει σημασία. Γιατί το διαλέγεσθαι και το δημοκρατικώς ανατάσσεσθαι δεν έχει παραταξιακή ταυτότητα και κομματική καταβολή. Αυτά είναι παρεμπίπτοντα ως προς την ουσία της ύπαρξης, αφενός, και της παραγωγής, αφετέρου, αυτού που προσδιορίζεται ως Τύπος και καταξιώνεται ως ελευθεροτυπία.
»Αλλά η ελευθεροτυπία είναι συναρτημένη περισσότερο προς την δυνατότητα να εκφέρεται δημόσιος λόγος. Και φυσικά στην κατοχυρωμένη του έκφραση. Με πρωτολάτες τους συνειδητούς λειτουργούς του. Που δεν σχετίζονται με τις τραπεζικές δανειοδοτήσεις και τις διακομματικές απόπειρες ελέγχου της ελεύθερης γλώσσας. Όταν αυτή εκ παραδόσεως είναι υπεύθυνη, μεστή, πεπαιδευμένη κι εύτολμη. Αυστηρή οπωσδήποτε. Κι αιχμηρή ενδεχομένως. Αλλά τεταγμένη πάντοτε στους κανόνες δεδομένης δεοντολογίας.
»Ακόμη όμως και λάθη και ολισθήματα εάν καταλογισθούν (καλόβουλα ή κακοβούλως) εκεί που ένα ιστορικό έντυπο φθάνει (και κατ’ ακρίβειαν οδηγείται) σε αδόκητο ή αναμενόμενο επίλογο, εκείνη που διαβρώνεται είναι μόνο η δημοκρατία. Στον βαθμό που το εκτόπισμα του δημοσιογραφικού λόγου τη συνδράμει. Και στην προκειμένη περίπτωση, τα τεκμήρια είναι κραυγαλέα για το πώς και πόσο και γιατί.
Γιατί; Δεν θα μπορούσε κανένας και με τίποτα να αναμετρηθεί με δεκαετίες ημερήσιας (και θαρραλέας) εκφοράς δημοκρατικού λόγου χωρίς να απαξιωθεί. Αλλά να πέσει μαχόμενος, για λόγους άσχετους προς αυτό προς το οποίο και μόνον όφειλε να αντεπεξέλθει. Ως δυναμική πολιτικής ευθύνης. Και κοινωνική αντίληψη. Και ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω…».
Πολύ φοβούμεθα ότι, στους χαλεπούς καιρούς μας, το δίδυμο έλλειμμα «ακοής» και «οράσεως» στην Ελλάδα συνιστά μία από τις ύπατες αιτίες μιας κατάπτωσης συνολικής, με βαθύτερες προεκτάσεις από αυτές που γίνονται αντιληπτές. Εξ ου και η καταστροφική πλέον μονιμοποίηση της παρακμιακής κρίσης.