Το 1981 με το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση και τον λαό στην εξουσία, ξεκίνησε ένα όργιο σπατάλης από το οποίο η χώρα δεν έχει ακόμη συνέλθει.
Στα 25 χρόνια που ακολούθησαν μέχρι την εμφάνιση των πρώτων ενδείξεων της κρίσης, μία ολόκληρη γενιά γαλουχήθηκε με την έννοια του τζάμπα.
Του Αντώνη Κεφαλά
Το κράτος από «νυχτοφύλακας», όπως το είχε εύστοχα χαρακτηρίσει ο αείμνηστος Θανάσης Κανελλόπουλος, εξελίχθηκε σε «πατερούλη» όλων, σε «κράτος- νονό», ουσιαστικά πατώντας πάνω στην κρατικίστικη φυσιογνωμία του μοντέλου εξουσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Η χρηματοδότηση του Πασοκικού εγχειρήματος της απεξάρτησης των Ελλήνων από την οικονομική πραγματικότητα στηρίχτηκε στα δανεικά από τις διεθνείς αγορές και στις επιδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Με την πρωτόγνωρη απήχηση του στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο (μέρος της οποίας οφειλόταν στην επίσης πρωτόγνωρη για την Ελλάδα κομματική οργάνωση του) το ΠΑΣΟΚ παρέσυρε και τα άλλα κόμματα στο δρόμο της λαϊκής πλειοδοσίας. Για να φτάσουμε, με ευθύνη όλων, στην κρίση του 2010 –που υπόβοσκε από το 1999.
Με άρθρα μας στον Οικονομικό Ταχυδρόμο (υπό τη διεύθυνση του Γιάννη Μαρίνου) πολλοί συνάδελφοι είχαμε επισημάνει την ύπαρξη της και προδιαγράψει την πορεία της — από τότε, πριν καν την ένταξη στην ευρωζώνη.
Θα περίμενε κανείς ότι μετά από οκτώ χρόνια βαθιάς κρίσης που κινδυνεύει να μετατρέψει την Ελλάδα σε «αποτυχημένο κράτος» (failed state) και να διαλύσει τελείως τον κοινωνικό ιστό, καταστρέφοντας τους συνδετικούς κρίκους της αλληλεγγύης και της συναίνεσης, της συνεργασίας και της συσπείρωσης, του ρεαλισμού και της αυτοθυσίας, η ελληνική κοινωνία θα είχε υιοθετήσει βήματα για να σηκώσει το πέπλος της εθελοτυφλίας απέναντι σ’ έναν κόσμο που αλλάζει με ραγδαίους (και συχνά συγκρουσιακούς) ρυθμούς. Δυστυχώς – όχι.
Παρακολουθούσα σήμερα το πρωί συμπαθέστατη δημοσιογράφο σε τηλεοπτικό κανάλι να ρωτά εκπρόσωπο της Νέας Δημοκρατίας: τι θα μας πει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη ΔΕΘ; Θα μας πει για μείωση φορολογίας; Για ανάπτυξη; Δεν υποβαθμίζω το τεράστιο βάρος της υπερφορολόγησης και τις καταστρεπτικές συνέπειες της στις οικογένειες και την παραγωγή.
Αλλά, η ερώτηση επιδεικνύει μία απίστευτη έλλειψη κατανόησης της έκτασης και της μορφής της κρίσης. Αλήθεια πιστεύει κανείς πως υπάρχουν μαγικές και ανώδυνες λύσεις στο ελληνικό πρόβλημα; Από το 1981 αυτό μας υπόσχονται όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις με αποκορύφωμα παραπληροφόρησης τις υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ – όπου το χάσμα με την πραγματικότητα ξεπέρασε κάθε προηγούμενο.
Κι όμως, δεν μαθαίνουμε. Συνολικά, ως κοινωνία ακόμη περιμένουμε τον σωσία. Ενδόμυχα ακόμη ελπίζουμε ότι θα ξαναγυρίσουμε στην εποχή της αστακομακαρονάδας, των δανείων που δεν ξεπληρώνονται, των επιδοτήσεων που κατασπαταλούνται, του άκοπου κέρδους, της λογιστικής αύξησης των εισοδημάτων, της διαβίωσης ως βασιλιάδες — ενώ είμαστε πένητες.
Οκτώ χρόνια τώρα, αρνούμενοι να αλλάξουμε και ελπίζοντας παρά κάθε ελπίδα, κατρακυλάμε ακόμη βαθύτερα στην κρίση. Δεν μπορούμε, ίσως επειδή δεν θέλουμε, να μάθουμε από τα παθήματα μας. Η ιστορία τιμωρεί, όμως, σκληρά τους απροσάρμοστους.
Ο νομοτελειακός πλέον κίνδυνος της οριστικής αποβιομηχάνισης, της μόνιμα υψηλής ανεργίας, της μαζικής μετανάστευσης, της τεχνολογικής οπισθοδρόμησης, του αφελληνισμού του παραγωγικού ιστού και των υποδομών και, τέλος, της εγκαθίδρυσης μίας οικονομίας φτηνού τουρισμού και υποβαθμισμένων υπηρεσιών είναι άμεσα υπαρκτός και ξεκάθαρα ορατός.
Για να ξεφύγουμε από την μόνιμη παγίδα της υπανάπτυξης και της εποπτείας που είναι συνακόλουθο της, απαιτούνται δύο βασικές αλλαγές.
Και οι δύο είναι πολύ πιο δύσκολες να εφαρμοστούν και πολύ πιο επώδυνες στις επιπτώσεις τους, σε σύγκριση με τις άχρωμες, μεσοβέζικες, αμφίρροπες και αμφιλεγόμενες μεταρρυθμίσεις – δήθεν μεταρρυθμίσεις – που δήθεν υλοποιούμε με σχεδιασμό άλλων.
Πρώτον απαιτείται αλλαγή νοοτροπίας εκ μέρους του κοινωνικού συνόλου, με στροφή στην σκληρή δουλειά έστω κι αν αμείβεται λίγο, στην αποταμίευση έστω κι αν είναι το υστέρημα, στην υιοθέτηση της αλλαγής έστω και ενάντια στα άμεσα προσωπικά μας συμφέροντα.
Όσο η πίτα μεγάλωνε οι ομάδες συμφερόντων που απαρτίζουν το κατακερματισμένο κοινωνικό σύνολο έτρωγαν όλες με χρυσά κουτάλια και ήταν όλες ευχαριστημένες. Σήμερα που η πίτα έχει μειωθεί δραματικά και δεν μεγαλώνει πια, οι ομάδες συμφερόντων αντιμάχονται η μία την άλλη. Αν δεν αποκηρύξουμε στην πράξη τα 25 (χαμένα) χρόνια της ψεύτικης ευημερίας, η καταδίκη στη μόνιμη φτώχεια θα είναι νομοτελειακή. Χρειαζόμαστε ένα νέο σύστημα αξιών, μία νέα ηθική πυξίδα που να προσομοιάζει στο Προτεσταντικό Ήθος, για να απαλλαχθούμε ως κοινωνία από την κρίση.
Η δεύτερη μεγάλη αλλαγή απαιτεί την… αυτοχειρία. Η πελατειακή σχέση μεταξύ πολίτη και πολιτευόμενου, ο κρατικός –και όχι μόνο– εργατοπατερισμός, η χειραγώγηση της τοπικής αυτοδιοίκησης και τα συνεπακόλουθα τους της διαφθοράς και της γραφειοκρατίας, έχουν δημιουργήσει ένα πλέγμα συμφερόντων που μας καθιστά μία κοινωνία κλειστή, συγκεντρωτική, αφυδατωμένη, στερημένη από νέες ιδέες και νέους ανθρώπους.
Απαιτείται η αυτοθυσία του πολιτικού κόσμου να κόψει το βολικό κλαδί των πελατειακών σχέσεων πάνω στο οποίο κάθεται για να μπορέσει αυτή η κοινωνία να αποκτήσει εξωστρέφεια και δυναμισμό, να ασπαστεί το νέο και το σύγχρονο, να προσφέρει ελπίδα και προοπτική.
Η κομματική ετυμηγορία δεν αποτελεί απάντηση στην ανεξάρτητη σκέψη. Οι φλογερές ανακοινώσεις δεν αντικαθιστούν την πρωτοβουλία και την πράξη. Η επιστροφή στο παρελθόν με ένα γαϊτανάκι μόνιμης μετάθεσης ευθυνών σ’ αυτό, δεν συνάδει με την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος.
Η πολιτική υστερία είναι κίνδυνος για τη δημοκρατία – όπως είναι και οι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις.
Ας σταματήσουν οι κομματικές ηγεσίες να επαίρονται για τα ποσοστά τους στα γκάλοπ κι ας εμβαθύνουν στα αίτια για το μόνιμα υψηλό ποσοστό των αναποφάσιστων. Το πολιτικό σκηνικό σαπίζει, ο λαός απαθής παρακολουθεί και η χώρα παραμένει παγιδευμένη σε αδιέξοδα.
Όπως είπε ο Pogo, στο περίφημο καρτούν «είδα τον εχθρό και τρόμαξα: ο εχθρός είμαστε εμείς.»