Tου Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ο ΣΕΒ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για όποιους θέλουν και μπορούν να τον ακούσουν. Αποεπένδυση, για όσους διαθέτουν κόκκους φαιάς ουσίας, σημαίνει ότι ο παραγωγικός ιστός της χώρας καταρρέει –όπως μπορεί να συμβεί σε έναν άνθρωπο με την σπονδυλική του στήλη.
Και την ώρα που συμβαίνει αυτό, με ορατό τον κίνδυνο της παράλυσης ολόκληρης της κοινωνίας και των οικονομικών της αρθρώσεων, το να λέμε προς πάσα κατεύθυνση ότι ο κ. Τσίπρας τα έκανε μαντάρα είναι μεν χρήσιμο για τους ιστορικούς του μέλλοντος, αλλά όχι για την αντιμετώπιση του σημερινού οξύτατου προβλήματος.
Πρόβλημα που, όπως πολύ ορθά επισημαίνει ο ΣΕΒ, απαιτεί ενεργητικές πολιτικές για την προσέλκυση επενδύσεων ευρείας παραγωγικής επανεκκίνησης, με παράλληλη ενίσχυση δραστηριοτήτων που προάγουν την καινοτομία, την εξωστρέφεια και την ψηφιακή προσαρμογή της χώρας.
Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, και όχι μόνον, η παραγωγή βάση της χώρας πάει περίπατο. Ο σχηματισμός παγίου κεφαλαίου έχει μειωθεί 50% σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο, με αποτέλεσμα το καθαρό πάγιο κεφάλαια της ιδιωτικής οικονομίας να είναι αρνητικό.
Όταν συμβαίνει δε αυτό, οι «πολλά βαρείς» αναλυτές του εθνολαϊκισμού και της ασυναρτησίας θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η ανεργία τραβά την ανηφόρα και τα περιουσιακά στοιχεία του καθενός πάνε για βρούβες.
Η Ελλάδα είναι σήμερα μία ακραία περίπτωση αποεπένδυσης, με τις καθαρές (μετά από αποσβέσεις) επενδύσεις να διαμορφώνονται σε -6,3% του ΑΕΠ το 2014. Για την αναστροφή του κλίματος είναι βέβαιο ότι η τόνωση της εσωτερικής ζήτησης από μόνη της ούτε επαρκεί, αλλά ούτε και αποτελεί αναπτυξιακό οδηγό. Γι αυτό, είναι επείγουσα μία μεγάλη επενδυτική κινητοποίηση σε δραστηριότητες με εξωστρέφεια, καινοτομία, οικονομίες κλίμακας και νέες θέσεις εργασίας.
Με βάση μετριοπαθείς υπολογισμούς του ΣΕΒ, για να εξισορροπηθεί η αποεπένδυση που έχει υποστεί η οικονομία απαιτείται ένα επενδυτικό σοκ τουλάχιστον 100 δισεκατομμυρίων ευρώ μέχρι το 2020. Οι επενδύσεις πλέον δεν επαρκούν ούτε για την συντήρηση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, με τις περίπου -12 δισεκατομμύρια ευρώ (αρνητικές) καθαρές επενδύσεις ετησίως (στοιχεία 2014) να δυσχεραίνουν κάθε δυνατότητα στέρεας ανάκαμψης της παραγωγής.
Σε αντιδιαστολή, το νέο ΕΣΠΑ, πλην αλιείας, δεν ξεπερνά τα 15 δισεκατομμύρια ευρώ, με αποτέλεσμα να καθίσταται προφανές ότι οι δημόσιοι πόροι δεν επαρκούν για να καλυφθεί το κενό. Όταν, μάλιστα, αποτελεί κοινό τόπο ότι τα σημερινά εργαλεία ενθάρρυνσης επενδύσεων έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο τους (π.χ. «αναπτυξιακοί» νόμοι), ενώ τα κίνητρα των φορολογικών κωδικών δεν έχουν αποδώσει τα αναμενόμενα, τότε καθίσταται ακόμη πιο επείγουσα η υιοθέτηση αναπτυξιακών «αντιβάρων».
Για τον ΣΕΒ, απαιτείται αυτή την στιγμή μία βαθειά τομή στην φορολογική πολιτική, με μία νέα επενδυτική λογική σε δύο κατευθύνσεις:
*Δυναμική ενθάρρυνση δραστηριοτήτων που δημιουργούν προστιθέμενη αξία μέσα από προσέλκυση επενδύσεων ευρείας παραγωγικής επανεκκίνησης. Λόγω κλίμακας, οι δραστηριότητες αυτές αποτελούν την αιχμή της παραγωγικής ανασυγκρότησης.
*Ενεργητικές πολιτικές ενθάρρυνσης δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και καινοτομίας, που βασίζονται σε επενδύσεις βραδύτερης απόδοσης, όπου η κεφαλαιοποίηση της γνώσης είναι προϋπόθεση για νέες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες.
Με πιο απλά λόγια, η χώρα δεν έχει πλέον ανάγκη από φαιδρές διαπραγματεύσεις και σκηνοθετημένες κρίσεις. Το μέλλον της εξαρτάται άμεσα και σε συντριπτικό ποσοστό από την ταχύτητα με την οποία θα αποφασίσει να αλλάξει το παραγωγικό της μοντέλο, ρίχνοντας ειδικό βάρος στην εκπαίδευση και την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση –που είναι αυτή της γνώσης και της ψηφιακής τεχνολογίας. Οι όποιες καθυστερήσεις στα επίπεδα αυτά έχουν πλέον απαγορευτικό κόστος, τόσο σε χρήμα όσο και σε πνευματική ανάταξη.