Ιδιαίτερα έντονη στην περίοδο της πανδημίας του κορωνοϊού (Covid-19) είναι η δημόσια αναφορά στην ενσυναίσθηση των πολιτών ως απαραίτητου εργαλείου για την αλληλοστήριξη και αλληλοβοήθεια, ώστε να υπάρξει κοινωνική ενεργοποίηση για την παροχή βοήθειας σε αδύναμες κοινωνικές ομάδες, όπως είναι οι ηλικιωμένοι ή οι πάσχοντες συμπολίτες.
Του Χρίστου Αλεξόπουλου
Αυτό το φαινόμενο είναι αρκετά έντονο στις τοπικές κοινωνίες και αναφέρεται στους πολίτες ως άτομα. Ουσιαστικά επιχειρείται η ενεργοποίηση της ικανότητας και προθυμίας του πολίτη να προσεγγίζει, να κατανοεί και να συναισθάνεται τα αισθήματα, τις σκέψεις, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, τα αίτια της συμπεριφοράς και στάσης, καθώς και την αίσθηση για την πραγματικότητα, που βιώνουν οι συνάνθρωποι και συμπολίτες του, με στόχο την παροχή βοήθειας.
Βέβαια η προώθηση της ενσυναίσθησης στο πλαίσιο της πολιτικής λειτουργίας στηρίζεται, κατά κύριο λόγο, στην ενεργοποίηση του συναισθήματος και σε μια εξιδανικευτική οπτική της πραγματικότητας και του ανθρώπινου παράγοντα, με αποτέλεσμα η ισχύς της να μην αποκτά χαρακτηριστικά κοινωνικής αξίας και θεσμική έκφραση.
Δεν αξιοποιείται η ορθολογική της διάσταση, η οποία προσδιορίζεται από την αποδοχή της διαφορετικότητας του άλλου και του δικαιώματος όλων στην ευημερία και στην ασφαλή διαβίωση ανεξάρτητα από τις ιδιαιτερότητες, που μπορεί να έχει το κάθε άτομο.
Γι΄ αυτό δεν αποκτά και θεσμική μορφή ούτε συστημική αναφορά. Ειδάλλως θα έπρεπε να καλλιεργείται συστηματικά από την πολιτεία και το πολιτικό σύστημα με την κάλυψη συγκεκριμένων προϋποθέσεων.
Κατ΄ αρχήν θα έπρεπε να αποτελεί βασική παράμετρο του εκπαιδευτικού συστήματος, διότι η καλύτερη περίοδος για την ένταξη της ενσυναίσθησης στην ανθρώπινη στάση είναι η παιδική ηλικία. Παράλληλα σημαντικό ρόλο για την ολοκλήρωση αυτής της οπτικής παίζουν η ύπαρξη ευαισθησίας, συναισθηματικής ισορροπίας, κοινωνικής ασφάλειας και αυτοπεποίθησης στο ατομικό επίπεδο.
Εάν πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις, τότε η ενσυναίσθηση οδηγεί και στην αλληλεγγύη στο μέτρο, που υπερβαίνει τα διαπροσωπικά όρια και ταυτοχρόνως δημιουργεί το ανάλογο κοινωνικό κλίμα. Σε αυτή την περίπτωση λειτουργεί ως κοινωνική αξία.
Όμως στην πραγματικότητα, που διαμορφώνουν οι σύγχρονες μαζοποιημένες κοινωνίες στο πλαίσιο του ισχύοντος μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης αυτό είναι ανέφικτο.
Το πιστοποιούν με τον καλύτερο τρόπο δύο πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα. Σύμφωνα με επιστημονική επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης το 2018 στην Ευρώπη 15.310 άτομα ήταν θύματα του εμπορίου ανθρώπων, ενώ το 2015 δεν υπερέβησαν τα 10.598.
Τα περισσότερα θύματα είναι γυναίκες, οι οποίες υφίστανται σεξουαλική εκμετάλλευση.
Η ενσυναίσθηση με συναισθηματικό κυρίως φορτίο στο ατομικό επίπεδο δεν αρκεί για την αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου. Είναι απαραίτητο να αποκτήσει θεσμικό χαρακτήρα και να μετατραπεί σε πολιτική, ώστε να διασφαλισθεί η λειτουργία της ως δομικού στοιχείου του μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από το δεύτερο παράδειγμα και συγκεκριμένα από την γενική διευθύντρια της UNESCO Audrey Azoulay, η οποία με αφορμή την πανδημία του κορωνοϊού ζήτησε (στις 7.4.2020) να πρυτανεύσει η «συλλογική ευθύνη» για την προστασία των ευπαθών ανθρώπων και επεσήμανε «Σε αυτή την περίοδο αβεβαιότητας, που οι κοινωνίες σε όλο τον κόσμο λαμβάνουν με μεγάλη ταχύτητα ριζικά μέτρα κατά της πανδημίας, ανησυχώ για τις δυνητικές απειλές, που μπορεί να πλήξουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ιδιωτική ζωή και τους ηθικούς κανόνες ιδιαιτέρως σε σχέση με τους περισσότερο ευπαθείς. Αυτή η κρίση απαιτεί το καλύτερο, που υπάρχει στην ανθρωπότητα, με πυξίδα τις ηθικές αρχές».
Με αυτή την τοποθέτηση ουσιαστικά τίθενται στον δημόσιο διάλογο για προβληματισμό το θέμα του περιεχομένου και της κατεύθυνσης της ενσυναίσθησης τόσο στο θεσμικό και κατ’ επέκταση πολιτικό πεδίο όσο και στο κοινωνικό.
Η σχέση πολιτικής και ενσυναίσθησης είναι προβληματική. Η μεταξύ τους απόσταση είναι μεγάλη. Κατ΄ αρχήν η πολιτική διαπερνάται από την λογική του συστημικού πραγματισμού (προτεραιότητα έχουν η λειτουργικότητα και η οικονομική απόδοση των κοινωνικών συστημάτων), ενώ η ενσυναίσθηση οικοδομείται με βάση το ανθρώπινο συμφέρον και ηθικό πλαίσιο, το οποίο δεν συμπορεύεται με την λογική της εργαλειοποίησης του ανθρώπου, αλλά στηρίζεται στην συλλογική ευθύνη των κοινωνιών για την λειτουργία των πολιτών ως ατομικών υποκειμένων.
Γι΄ αυτό η εργαλειοποίηση του ανθρώπου και η δραστηριοποίηση του για την προώθηση της λειτουργικότητας και οικονομικής απόδοσης των κοινωνικών συστημάτων δεν επιτρέπει την πρόσδωση ουσιαστικού ρόλου στην ενσυναίσθηση, ως μέσου διαχείρισης της πραγματικότητας στο θεσμικό και πολιτικό επίπεδο.
Παράλληλα ο χρόνος δεν αξιοποιείται και για την ενασχόληση με τις επιπτώσεις των πολιτικών αποφάσεων στην ανθρώπινη οντότητα, διότι η πραγματικότητα εξελίσσεται με πολύ μεγάλη ταχύτητα και οι παρενέργειες της στον άνθρωπο δεν προσεγγίζονται σε πραγματικό χρόνο αλλά στο μέλλον, όταν ήδη θα έχουν διαμορφωθεί οι κοινωνικές συνθήκες και το γενικότερο περιβαλλοντικό πλαίσιο, στο οποίο ζει και δραστηριοποιείται η ανθρωπότητα. Τότε είναι βέβαια αργά.
Πολύ χαρακτηριστικές είναι οι επιπτώσεις του κορωνοϊού και της κλιματικής αλλαγής στην ανθρώπινη οντότητα λόγω της κατεύθυνσης της πολιτικής διαχείρισης της δυναμικής της εξέλιξης και των ανθρώπινων παρεμβάσεων στο οικοσύστημα.
Στο κοινωνικό πεδίο η κατάσταση σε σχέση με την ενσυναίσθηση ως μέσου διαχείρισης της πραγματικότητας είναι επίσης προβληματική, διότι στις σύγχρονες μαζοποιημένες μονοδιάστατα καταναλωτικές κοινωνίες, οι οποίες δεν στηρίζονται σε κοινωνικές αξίες, που παράγονται στις τοπικές κοινωνίες και είναι αποτέλεσμα της κοινής ζωής και των ανθρώπινων αναγκών, αλλά σε υπερεθνικής εμβέλειας καταναλωτικά πρότυπα στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος, η αποξένωση και αποστασιοποίηση των πολιτών από τους συνανθρώπους τους διαμορφώνουν αρνητικές προϋποθέσεις.
Αυτές οι συνθήκες είναι δύσκολα ανατρέψιμες στο πλαίσιο του ισχύοντος μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης.
Ίσως θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης για τις αναγκαίες αλλαγές η κοινωνία πολιτών, εάν καταστεί εφικτή η δραστηριοποίηση της ως συλλογικού υποκειμένου, το οποίο εκφράζει το ανθρώπινο και το κοινωνικό συμφέρον.
Αυτό μπορεί να γίνει, διότι οι δομές της συμμετέχουν ενεργά στην καθημερινότητα της τοπικής κοινωνίας γνωρίζοντας τις συνθήκες βίωσης της πραγματικότητας από τους πολίτες και θα μπορούσαν να τους ενεργοποιήσουν για την αντιμετώπιση των προβλημάτων με λογική ενσυναίσθησης.
Εάν εκφράζουν το κοινωνικό συμφέρον, θα έχουν την στήριξη και την εμπιστοσύνη των πολιτών, οπότε με την αξιοποίηση της ενσυναίσθησης θα μπορούσαν να διαμορφώσουν γενικευμένο κοινωνικό κλίμα για την επίλυση των προβλημάτων.
Παράλληλα διευκολύνεται η άσκηση επιρροής, τόσο στο πολιτικό σύστημα γενικά όσο και στην τοπική αυτοδιοίκηση ειδικά, για τον σχεδιασμό και την πραγμάτωση πολιτικών με φορτίο ενσυναίσθησης.
Ως δομικό στοιχείο της ατομικής στάσης και συμπεριφοράς η ενσυναίσθηση θα συνέβαλλε σίγουρα και στην ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικής ευθύνης τόσο των πολιτών όσο και των κομμάτων στο πλαίσιο της πολιτικής λειτουργίας.
Δεν πρέπει όμως να προωθείται η περιστασιακή αξιοποίηση της σε ατομικό επίπεδο, αλλά η οικοδόμηση θεσμών και ο σχεδιασμός πολιτικών, που την εντάσσουν στην δομή τους ως βασική συνιστώσα και μέσο με ηθικές διαστάσεις για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων.
Σε αυτό το πλαίσιο είναι εφικτή η ενεργοποίηση της συλλογικής ευθύνης, που πρέπει να διαπερνά την κοινωνική πραγματικότητα, ώστε να διασφαλίζονται το ανθρώπινο συμφέρον και λειτουργικές και βιώσιμες ισορροπίες στο πλανητικό φυσικό περιβάλλον.