Περισσότεροι από 12.000 κύκλοι εξωσωματικής, κυρίως σε γυναίκες ηλικίας άνω των 35 ετών, πραγματοποιούνται ετησίως στη χώρα μας, με τον έναν στους τρεις να καταλήγει σε εγκυμοσύνη.
Από αυτές τις κυήσεις, λιγότερο από 0,5% αφορούν τρίδυμα μωρά και το σχεδόν 6,5% είναι δίδυμες, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις απαιτείται μείωση των εμβρύων που κυοφορούν οι γυναίκες.
Αυτό αποκαλύπτει η Εθνική Αρχή Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (ΕΑΙΥΑ), η οποία συνέλεξε προσφάτως στατιστικά στοιχεία του έτους 2013 για τους κύκλους εξωσωματικής σε 41 (επί συνόλου 44) κέντρα υποβοηθούμενης αναπαραγωγής που λειτουργούν στη χώρα μας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, έγιναν 12.207 νέοι κύκλοι υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, οι 2.395 από τους οποίους ήταν με κλασική εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF) και οι 9.812 με μικρογονιμοποίηση ωαρίων (ICSI). Το ποσοστό επίτευξης κυήσεως ήταν συνολικά 30%, με εκείνο έπειτα από κατάψυξη να είναι 35% και με δωρεά ωαρίων 54%.
Ο αριθμός των τριδύμων κυήσεων ήταν μόλις 31, των διδύμων 408 και σε 25 περιπτώσεις έγινε μείωση στον αριθμό των εμβρύων.
Από τις χιλιάδες γυναίκες που υποβλήθηκαν σε εξωσωματική, καμία δεν εκδήλωσε σοβαρές επιπλοκές. Υπήρξαν όμως 38 περιπτώσεις συνδρόμου υπερδιέγερσης των ωοθηκών και 13 αιμορραγίες κατόπιν ωοληψίας.
«Η εξωσωματική στη χώρα μας είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική και ασφαλής μέθοδος αντιμετώπισης των προβλημάτων υπογονιμότητας. Παρ’ όλο που πολλές γυναίκες φοβούνται ότι θα έχουν παρενέργειες από τα φάρμακα που χορηγούνται για τη διέγερση των ωοθηκών, τα ελληνικά και διεθνή επιστημονικά στοιχεία αποδεικνύουν ότι είναι ασφαλή, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα» λέει ο ο μαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος Δρ. Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος, MD, MSc, ειδικός στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή και ιδρυτικό μέλος του Institute of Life-ΙΑΣΩ (www.gynecologie.gr ).
Μέχρι σήμερα, μετά από πολλαπλές έρευνες για τη σχέση ορμονικών φαρμάκων και ανάπτυξης κακοήθων νόσων δεν έχει αποδειχτεί ότι υπάρχει αιτιολογική σχέση. Σε γυναίκες χαμηλού κινδύνου, δηλαδή χωρίς ατομικό ιστορικό ή οικογενειακό ιστορικό, η χρήση ορμονικών φαρμάκων δεν σχετίζεται με πρόκληση κακοήθων νόσων. Αντίθετα, σε γυναίκες υψηλού κινδύνου, με ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό κακοήθους νόσου, μεγαλύτερης ηλικίας ή με πολλαπλές θεραπείες στο παρελθόν με ορμονικά φάρμακα συστήνεται προσοχή, καθώς η ορμονική θεραπεία μπορεί να προάγει την ανάπτυξη παθολογίας στα ορμονοευαίσθητα όργανα. Επομένως, βασικό στοιχείο ελέγχου πριν από την έναρξη της ορμονικής θεραπείας σε μία γυναίκα είναι η λεπτομερής λήψη ιστορικού, η αναγνώριση παραγόντων επικινδυνότητας και η διεξαγωγή προληπτικών ελέγχων, όπως το τεστ Παπανικολάου, ο υπέρηχος μαστού, η μαστογραφία και το υπερηχογράφημα γεννητικών οργάνων.
Σύμφωνα με την Αμερικανική Εταιρεία Αναπαραγωγικής Ιατρικής (ASRM) και με τη βρετανική Αρχή Ανθρώπινης Γονιμοποίησης & Εμβρυολογίας (HFEA), οι πιο συνηθισμένες ανεπιθύμητες ενέργειες των φαρμάκων αυτών είναι πόνος στο στομάχι, εξάψεις, διακυμάνσεις της ψυχικής διάθεσης, βαριά περίοδος, ευαισθησία στους μαστούς, αϋπνία, αυξημένη ούρηση, σπυράκια, πονοκέφαλος, αύξηση του σωματικού βάρους, ζάλη και κολπική ξηρότητα.
Ένας άλλος κίνδυνος ο οποίος, όμως, είναι σπάνιος με τη χρήση των ανταγωνιστών και την εμβρυομεταφορα σε δεύτερο χρόνο μετά από κατάψυξη των εμβρύων, είναι το σύνδρομο υπερδιέγερσης ωοθηκών, που τυπικά διαρκεί μία εβδομάδα και χαρακτηρίζεται από διόγκωση και πόνο των ωοθηκών αλλά και γενικότερα της κοιλιάς. Η γυναίκα μπορεί επίσης να έχει τυμπανισμό (φούσκωμα), ενώ μερικές φορές παρατηρούνται ναυτία, έμετος και διάρροια.
Τα νεότερα φάρμακα που έχουν αναπτυχθεί για τη θεραπεία της εξωσωματικής γονιμοποίησης επιτρέπουν την ολοκλήρωση της θεραπείας στο μισό περίπου χρονικό διάστημα συγκριτικά με τα φάρμακα της προηγούμενης γενιάς. Τα νεότερα πρωτόκολλα καθιστούν τον έλεγχο της ανταπόκρισης των ωοθηκών πιο εύκολο και επιτρέπουν την μείωση της ανάπτυξης του συνδρόμου υπερδιέγερσης των ωοθηκών. Επιπλέον, πρόσφατα ενσωματώθηκαν φάρμακα στην θεραπεία υποβοήθησης που αντικαθιστούν τις καθημερινές ενέσεις με μία εφάπαξ χρήση. Κάτι τέτοιο σημαίνει λιγότερες ενέσεις, λιγότερες ενοχλήσεις από την καθημερινή χρήση ενέσεων και μεγαλύτερη ευελιξία από την πλευρά των γυναικών που υποβάλλονται σε θεραπεία.
Έχει επίσης αποκλειστεί το ενδεχόμενο να αυξάνουν τα φάρμακα τον κίνδυνο καρκίνου στα παιδιά, όπως έδειξε και μία από τις μεγαλύτερες μελέτες του είδους που πραγματοποιήθηκε σε 106.013 παιδιά τα οποία γεννήθηκαν έπειτα από εξωσωματική γονιμοποίηση. Η μελέτη αυτή, που δημοσιεύθηκε το 2013 στο επιστημονικό περιοδικό New England Journal of Medicine, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή δεν συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου, συμπεριλαμβανομένης της λευχαιμίας και των όγκων του κεντρικού νευρικού συστήματος (εγκέφαλος, νωτιαίος μυελός). Παρότι εξάλλου κάποιες μελέτες έχουν δείξει ότι οι γενετικές ανωμαλίες είναι κάπως περισσότερες στα μωρά της εξωσωματικής, άλλες έχουν αντικρούσει αυτό το εύρημα, ενώ δεν έχει ακόμα ξεκαθαριστεί αν μια πιθανή συσχέτιση οφείλεται στα φάρμακα της εξωσωματικής ή στις αιτίες της υπογονιμότητας του ζευγαριού που το οδηγούν στη λύση της εξωσωματικής.
Επιπρόσθετα, «τα ζευγάρια πρέπει να ξέρουν πως όταν διαβάζουν κάπου ότι ο κίνδυνος μιας επιπλοκής “διπλασιάζεται με την εξωσωματική”, είναι σημαντικό να ξέρουν σε τι αναφέρεται αυτό», υπογραμμίζει ο Δρ. Βασιλόπουλος. «Άλλο είναι να διπλασιάζεται ένας κίνδυνος που από μόνος του είναι 0,001% και άλλο ένας κίνδυνος που αρχίζει από το 10%. Επομένως, να συζητούν ό,τι τους προβληματίζει με τον γιατρό τους για να εξακριβώνουν αν ο “διπλασιασμός” ισοδυναμεί με σημαντικό κλινικό κίνδυνο ή όχι».
Σε κάθε περίπτωση, «ο μεγαλύτερος κίνδυνος που συνδέεται με τις θεραπείες γονιμότητας είναι οι πολύδυμες κυήσεις γι’ αυτό και είναι θεσπισμένοι περιορισμοί στον αριθμό των εμβρύων που μπορούν να εμφυτευθούν στη γυναίκα», προσθέτει.
Οι πολύδυμες κυήσεις συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών (π.χ. πρόωρος τοκετός, αποβολή, καισαρική τομή, διαβήτης κύησης, υπέρταση κύησης, προεκλαμψία) και με αυξημένους κινδύνους για την υγεία των εμβρύων (π.χ. χαμηλό βάρος γέννησης, αναπτυξιακές δυσκολίες).
Μελέτες έχουν δείξει ότι ο κίνδυνος του μωρού να χαθεί πριν καν γεννηθεί ή μέσα στην πρώτη εβδομάδα της ζωής του είναι τετραπλάσιος για τα δίδυμα έμβρυα απ’ ό,τι για τα μονήρη, ενώ στις τρίδυμες κυήσεις ο κίνδυνος επταπλασιάζεται, σύμφωνα με την HFEA. Επίσης ο κίνδυνος εγκεφαλικής παράλυσης είναι πενταπλάσιος στις δίδυμες κυήσεις και 18 φορές μεγαλύτερος στις τρίδυμες, απ’ ό,τι στις μονήρεις.
«Για όλους αυτούς τους κινδύνους το ζευγάρι πρέπει να ενημερώνεται αναλυτικά από τον θεράποντα ιατρό, με βάση και τον Κώδικα Δεοντολογίας της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής που εξέδωσε πρόσφατα η ΕΑΙΥΑ», καταλήγει ο Δρ. Βασιλόπουλος.