Ολοκληρώθηκε νωρίς το απόγευμα της Τρίτης η πρώτη κατάθεση της 34χρονης στους αστυνομικούς που την επισκέφτηκαν στο Θριάσιο νοσοκομείο, με σκοπό αποσπάσουν στοιχεία που θα τους βοηθήσουν να σχηματίσουν το προφίλ της δράστιδος και την διαδρομή που ακολούθησε το βιτριόλι, μέχρι να φτάσει στα χέρια της.
Οι τρεις αστυνομικοί βρέθηκαν στο νοσοκομείο για αρκετές ώρες, ωστόσο η συνομιλία τους με την άτυχη 34χρονη δεν κράτησε πάνω από 30 λεπτά, λόγω της ιδιαίτερης κατάστασης στην οποία βρίσκεται η νεαρή γυναίκα.
Σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά, η 34χρονη περιέγραψε με λεπτομέρειες το συμβάν στην Καλλιθέα, αναφέροντας μεταξύ άλλων πως «πήγα στη δουλειά μου, όπως κάθε πρωί και τότε είδα μια γυναίκα να κατεβαίνει από τα σκαλοπάτια του κτιρίου, να μου πετά το υγρό και να εξαφανίζεται». Όταν, ωστόσο, ρωτήθηκε για το αν η δράστις της θύμισε κάτι, εκείνη απάντησε πως «δεν ήταν γνωστή μου, δεν μου θύμισε κάτι», επιμένοντας στα αρχικά στοιχεία που είχε δώσει μετά το περιστατικό.
Παρά τις αρκετές ερωτήσεις που της έκαναν, οι αστυνομικοί δεν κατάφεραν να αποσπάσουν χρήσιμες πληροφορίες που θα τους βοηθήσουν να φτάσουν στην ταυτότητα της δράστιδος. Σε αυτό το πλαίσιο, θα επισκεφτούν κι άλλες φορές τις επόμενες μέρες την 34χρονη, ελπίζοντας πως οι καταθέσεις που θα ακολουθήσουν, θα τους οδηγήσουν στη διαλεύκανση της υπόθεσης.
Μελετούν τα βίντεο
Την ίδια ώρα, σαρώνουν τα βίντεο, με το υλικό που ξεπερνά τις δώδεκα ώρες για να «ακτινογραφήσουν» τη φιγούρα της γυναίκας με τη μάσκα. Μέχρι στιγμής, έχουν εντοπίσει «ύποπτα» φωτογραφικά καρέ, τα οποία όμως δεν είναι αξιοποιήσιμα ελπίζοντας μετά την επεξεργασία από τα Εγκληματολογικά Εργαστήρια της ΕΛ.ΑΣ να αποκαλυφθούν πρόσωπα.
Ακόμη, αυτό που ψάχνουν είναι η διαδρομή του θειικού οξέος. Πώς δηλαδή έφθασε το βιτριόλι στα χέρια της δράστιδος και αν υπάρχει κάποιο πρόσωπο που έχει πρόσβασή στο καυστικό υγρό που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία και της το προμήθευσε.
Αξίζει να επισημανθεί ότι μέχρι το τέλος της εβδομάδας ίσως η ΕΛ.ΑΣ πάρει το πράσινο φως από την Εισαγγελία για την άρση του απορρήτου και τη μετατροπή του αδικήματος σε απόπειρα ανθρωποκτονίας για να έχει τη δυνατότητα να «σαρώσει» όλες τις επαφές του θύματος.