Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας αφορά την αγορά ομολόγων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Ευρωπαϊκή κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Συγκεκριμένα, αφορά ένα μέρος από το Πρόγραμμα Αγοράς Ομολόγων (Asset Purchase Program) και συγκεκριμένα το PSPP – δηλαδή το Πρόγραμμα Αγοράς Ομολόγων του Δημόσιου Τομέα (Public Sector Purchase Program).
Του Αντώνη Κεφαλά
Η λογική, όμως, ισχύει και για το Pandemic Emergency Purchase Program (PEPP)—δηλαδή για τα ομόλογα που θα αγοραστούν με στόχο την παροχή ρευστότητας ειδικά για την αντιμετώπιση της πανδημίας covid-19. Αυτό σημαίνει, στην ουσία, ότι το δικαστήριο της Καρλσρούης αμφισβητεί την άσκηση της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι τεράστιες αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ παραβαίνουν την αρχή της αναλογικότητας (proportionality)—με την έννοια πως δεν διασφαλίζουν ότι δεν επηρεάζεται η επίτευξη άλλων κρίσιμων στόχων—πρωταρχικά της συγκράτησης του πληθωρισμού στο 2%.
Έδωσε διορία τριών μηνών στην Bundesbank να σταματήσει να συμμετέχει στο πρόγραμμα – έμμεσα, όμως, δίνει διορία και στην ΕΚΤ να αποδείξει ότι το πρόγραμμα δεν παραβαίνει την αρχή της αναλογικότητας.
Η απόφαση αυτή έχει και μία δεύτερη κρίσιμη διάσταση. Το θέμα είχε ήδη αχθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (European Court of Justice) που είχε αποφανθεί αντίθετα με την Καρλσρούη.
Προκύπτει, έτσι, το τεράστιο πρόβλημα όπου ένα εθνικό δικαστήριο ακυρώνει απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, που σύμφωνα με τις Συνθήκες της Ευρωπαϊκή Ένωση έχει την υπέρτατη δικαστική εξουσία.
Σύμφωνα με τον καθηγητή συνταγματικού δικαίου F. Mayer, που έχει διατελέσει σύμβουλος της ΕΚΤ, πρόκειται για δικαστική διαμάχη που ανάγεται αφενός μεν στην έπαρση των Γερμανών δικαστών (fight of egos) αφετέρου δε στην διαφορετική οπτική γωνία.
Η μεν Καρλσρούη αντιμετωπίζει το θέμα με βάση το Γερμανικό Σύνταγμα το δε Ε.Δ. με βάση τις Συνθήκες της Ε.Ε. Το πρόβλημα είναι ότι ούτε το Γερμανικό Σύνταγμα μπορεί να αλλάξει ούτε οι Συνθήκες μπορούν να προσαρμοστούν.
Είναι σαφές ότι, αν θέλουμε να υπάρξει ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική και υλοποίηση του προγράμματος των 750 δισ. ευρώ για την αντιμετώπιση της πανδημίας, μέσα στο επόμενο τρίμηνο η ΕΚΤ θα πρέπει να σχεδιάσει τα προγράμματα της με τρόπο που να ικανοποιούν τα κριτήρια της Καρλσρούης.
Όχι για πρώτη φορά η δικαστική εξουσία εμπλέκεται στα πόδια των οικονομολόγων και μάλιστα με τρόπο τόσο καθοριστικό που ακυρώνει την οικονομική πολιτική. Και οι δικαστές έχουν ένα σημαντικό πλεονέκτημα: αναφέρονται σε απόλυτα συγκεκριμένα στοιχεία, εδάφια, νόμους κλπ. Η ερμηνεία μπορεί να αμφισβητείται αλλά οι νόμοι όχι.
Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο με τους επιδημιολόγους.
Επιδημιολόγοι και Οικονομολόγοι
Σε πρόσφατη τοποθέτηση της, η διευθύνουσα σύμβουλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) Kristalina Georgieva, τόνισε ότι θα είναι πλέον απαραίτητη η συνεργασία των μακρο-οικονομολόγων με τους επιδημιολόγους. Κι αυτό ήδη γίνεται, καθώς οι πολιτικοί ακούνε τις απόψεις και των δύο πλευρών προκειμένου να λάβουν μέτρα σχετικά με την πανδημία.
Το πρόβλημα είναι ότι, σε αντίθεση με τους δικηγόρους, και οι οικονομολόγοι και οι επιδημιολόγοι κινούνται με βάση αβέβαια, συχνά μεταβαλλόμενα και σχεδόν πάντα εκ των υστέρων αναθεωρούμενα, στοιχεία. Και οι δύο βράζουν στο ίδιο καζάνι της άλογης ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Η σύγκρουση είναι οξεία: στην προσπάθεια πολιτειών των ΗΠΑ να επιταχύνουν την άρση της καραντίνας (lockdown) ο Anthony Fauci (ο αντίστοιχος Σωτήρης Τσιόδρας) έθεσε το ερώτημα: Πόσο πόνο είσαστε διατεθειμένοι να αντέξετε; Από τη μία πλευρά ο πόνος του γρήγορου φυσικού θανάτου και από την άλλη ο πόνος του αργού οικονομικού θανάτου.
Κι αν η επιλογή ήταν τόσο ξεκάθαρη τότε η απάντηση θα ήταν πιο εύκολη. Όταν, όμως, οι προβλέψεις των επιδημιολόγων στηρίζονται σε τεράστια έλλειψη γνώσης για τον συγκεκριμένο κορωνοϊό, κι αυτές των οικονομολόγων σε αβέβαια αλλά πάντως πολύ πιο απτά στοιχεία, τότε η τελική απόφαση είναι εξαιρετικά δύσκολη.
Ζούμε, το πρόβλημα αυτό σήμερα στην Ελλάδα. Είναι σαφές ότι οι επιδημιολόγοι ακολουθούν μία εξαιρετικά συντηρητική πολιτική που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως σχεδόν «μηδενικού ρίσκου». Αλλά, πέρα από το γεγονός ότι «μηδέν ρίσκο» δεν υπάρχει ποτέ και πουθενά, η γραμμή από την πλευρά της υγείας έρχεται σε άμεση σύγκρουση με τις ανάγκες της οικονομίας, της παιδείας και της κοινωνικής συνοχής και ψυχολογίας.
Το μηδέν ρίσκο στην υγεία συνεπάγεται τεράστιο οικονομικό, προσωπικό και οικογενειακό κόστος στην οικονομία.
Μία ένδειξη για την μερική τουλάχιστον επίλυση του προβλήματος, μπορεί να δοθεί από τις προοπτικές που διαφαίνονται –με μεγάλη αβεβαιότητα ακόμη, όμως. Φαίνεται, όμως, πως η προοπτική που περιγράφει το πανεπιστήμιο της Minnesota τυγχάνει σταδιακά ολοένα και μεγαλύτερης αποδοχής. Η αναφορά είναι σε τρία σενάρια για το μέλλον της covid-19:
· Ένα μεγάλο κύμα θα έρθει το φθινόπωρο και τότε θα απαιτηθούν και πάλι μέτρα καραντίνας
· Διαδοχικά, μικρά κύματα, που θα κρατήσουν 1-2 χρόνια και θα απαιτήσουν περιορισμένα μέτρα καραντίνας
· «Εισβολή» του κορωνοϊού στην κοινωνία, με διαρκή παρουσία του και χωρίς να απαιτούνται περιοριστικά μέτρα, αλλά με θανάτους.
Αν δεχτούμε αυτά τα τρία σενάρια – όπως είναι η σημερινή επιστημονική τάση
—τότε η συνηγορία είναι για ένα πιο γρήγορο άνοιγμα από αυτό που ακολουθούμε σήμερα.
Η λογική είναι η ακόλουθη:
· Αν έρθει το μεγάλο κύμα η οικονομία θα υποφέρει τα πάνδεινα. Καλύτερα να της δώσουμε, λοιπόν, τώρα μία ώθηση, όσο έχουμε τα περιθώρια, για να ελαχιστοποιήσουμε τις ζημιές.
· Αν έρθουν διαδοχικά κύματα, τότε δεν κάνει διαφορά αν θα ανοίξουμε τώρα πιο σιγά. Απεναντίας, έχει σημασία και πάλι να δώσουμε έστω και προσωρινή ώθηση στην οικονομία, τώρα που μπορούμε. Αυτό θα μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε καλύτερα τα επερχόμενα κύματα – καθώς η οικονομία δεν μπορεί να κλείσει επ’ αόριστο.
· Αν επικρατήσει το τρίτο σενάριο, τότε το γρήγορο άνοιγμα τώρα, υποδεικνύεται-- με έμφαση μάλιστα. Η πανδημία θα υπάρχει, θα είναι «αναπόφευκτη» και θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτήν.
Που θα στηριχτούμε;
Είναι σαφές ότι ο διεθνής τουρισμός θα αργήσει να επανακάμψει. Είναι επίσης σαφές ότι η αναταραχή στις διεθνείς αλυσίδες αξίας (παραγωγής και διανομής) θα συνεχιστεί και μάλιστα με αναδιαρθρώσεις όπου θα επιδιώκεται η εθνική αυτάρκεια σε ορισμένους στρατηγικούς (για την κάθε χώρα) τομείς.
Στην Ελλάδα, η γεωργία θα πρέπει να ανακηρυχθεί σε στρατηγικό τομέα, καθώς εκτιμάται ότι η διεθνής αλυσίδα τροφίμων θα επηρεαστεί, ενώ η ζήτηση θα παραμείνει ανελαστική. Για εμάς, είναι μοναδική ευκαιρία να στρέψουμε την προσοχή μας και να προσδώσουμε οικονομική και κοινωνική αξία στην σύγχρονη γεωργική παραγωγή.
Όσο για τις επενδύσεις στις υποδομές, απλά θα παρατηρήσω ότι η δημιουργία επιτροπής που θα μελετήσει το θέμα, όταν το σπίτι μας καίγεται, δεν δημιουργεί αίσθημα αποτελεσματικότητας και ασφάλειας.
Ας υπάρξει η επιτροπή αλλά ας υπάρξει και η δέσμευση ότι η κυβέρνηση θα έχει νομοθετήσει νέο πλαίσιο για τα δημόσια έργα μέσα σε ένα μήνα από σήμερα.
Πέντε βήματα και πέντε αποφάσεις: επενδύσεις στις υποδομές και στο σύστημα υγείας. Κίνητρα για σύγχρονη γεωργία και εναλλακτικό τουρισμό.
Νέο επενδυτικό πλαίσιο για την ελαφρά βιομηχανία.
Κλείνω με ένα θέμα που μπορεί να θεωρηθεί άσχετο αλλά είναι ότι το πιο σχετικό. Αν η κυβέρνηση δεν κόψει τα πόδια στους εκπαιδευτικούς που αρνούνται την ζωντανή μετάδοση των μαθημάτων, τότε ας μην προσπαθήσει ούτε για τα… άλλα.
Θα έχει χάσει το παιγνίδι. Οι καιροί είναι ανατρεπτικοί. Απαιτούνται, λοιπόν, πολύ γρήγορες και απόλυτα ανατρεπτικές αποφάσεις.