Οι ίδιοι που λέγανε μέχρι χθες ότι το χρέος δεν είναι εξυπηρετήσιμο, τώρα μας λένε ότι θα «βγούμε στις αγορές» για να το εξυπηρετούμε!
Του Δημήτρη Ιωάννου
Σε όλες τις αναπτυγμένες οικονομίες τα ομόλογα που εκδίδονται από τις επιχειρήσεις έχουν υψηλότερες αποδόσεις από τα ομόλογα που εκδίδει το κράτος.
Ο λόγος είναι προφανής: οι αγοραστές των ομολόγων θεωρούν ότι είναι πιο πιθανόν να αθετήσει την υπόσχεση που συμπεριλαμβάνεται στο ομόλογό που έχει εκδώσει, (δηλαδή να χρεοκοπήσει), μία ιδιωτική εταιρεία παρά το κράτος.
Έτσι, για να δανείσουν τα λεφτά τους στην εταιρεία αγοράζοντας το ομόλογο, οι επενδυτές ζητούν υψηλότερη απόδοση που θα τους καλύψει τον μεγαλύτερο κίνδυνο που αναλαμβάνουν.
Εν τούτοις, υπάρχει και μία χώρα όπου τα εταιρικά ομόλογα έχουν μικρότερες αποδόσεις από τα κρατικά. Η χώρα αυτή φυσικά είναι η Ελλάδα, όπου το πενταετές ομόλογο μίας ιδιωτικής εταιρείας μπορεί να έχει από 1 έως 1,5% χαμηλότερη απόδοση από το πενταετές ομόλογο του ελληνικού Δημοσίου (όσο καλά χορογραφημένη και αν είναι η έκδοση του τελευταίου.
Εάν δεν ήταν, άλλωστε, η απόδοσή του θα ήταν πολύ υψηλότερη). Όσοι δεν είναι και πολύ εξοικειωμένοι με όλα αυτά ας λάβουν υπ’ όψιν τους πως όσο μεγαλύτερη απόδοση έχει το ομόλογο που εκδίδει μία οικονομική οντότητα, τόσο πιο δύσκολα είναι τα πράγματα γι’ αυτήν (Γιατί η υψηλή απόδοση αφ’ ενός σημαίνει ότι οι επενδυτές δεν της έχουν και πολύ εμπιστοσύνη, αφ’ ετέρου συνεπάγεται πως θα πρέπει να διαθέτει μεγαλύτερο ποσοστό από τα μελλοντικά της έσοδά για να πληρώνει τα τοκομερίδια των ομολόγων που έχει εκδώσει).
Στην Ελλάδα, συνεπώς, έχουμε τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, ή τουλάχιστον τις μεγάλες επιχειρήσεις, (διότι σε κανένα μέρος του κόσμου τα σουβλατζίδικα της γειτονιάς δεν εκδίδουν ομόλογα), να θεωρούνται πιο αξιόπιστες από το κράτος, ή μάλλον να αντιμετωπίζονται από τους επενδυτές με βάση την εταιρική τους αξιοπιστία, χωρίς αναγωγή στα προβλήματα του ελληνικού Δημοσίου (παρά μόνο οριακά).
Γιατί συμβαίνει αυτό; Συμβαίνει διότι, παρά το γεγονός πως το ελληνικό Δημόσιο βαρύνεται με ένα «εξαιρετικά μη βιώσιμο» χρέος, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν ουσιαστικά στεγανοποιήσει την ελληνική οικονομία, μεσοπρόθεσμα τουλάχιστον, από το πρόβλημα του δημοσίου χρέους, εμποδίζοντάς το να επιδρά αρνητικά επάνω στην καθημερινή λειτουργία του ιδιωτικού τομέα.
Βέβαια ο ιδιωτικός τομέας έχει και άλλα προβλήματα να αντιμετωπίσει, σοβαρότερα, όπως την απονέκρωση του τραπεζικού συστήματος, αλλά αυτό είναι κάτι για το οποίο όλοι ξέρουμε ποιος ευθύνεται.
Οι τράπεζες θα μπορούσαν να είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση σήμερα, παρά το ότι το δημόσιο χρέος θα ήταν σε παρεμφερές επίπεδο, εάν δεν είχαν συμβεί όσα συνέβησαν το 2015. Θα ήταν δε και σε ακόμη καλύτερη κατάσταση εάν κάποια κυβέρνηση από όσες πέρασαν από το 2010 μέχρι σήμερα είχε το θάρρος να λύσει το πρόβλημα των «μη εξυπηρετουμένων δανείων», δηλαδή το σοβαρότερο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας.
Φαίνεται, όμως, πως αυτή η κατάσταση, δηλαδή το να είναι σχετικά «στεγανοποιημένος» ο ιδιωτικός τομέας από τα προβλήματα του δημοσίου χρέους, είναι κάτι που δεν μας αρέσει. Και γι’ αυτό θέλουμε, ντε και καλά, να ξαναμπλέξουμε τα προβλήματα των δύο τομέων, ώστε να φέρουμε τον ιδιωτικό στο ίδιο χάλι με τον δημόσιο, και ει δυνατόν να τον διαλύσουμε και τελείως, σκορπίζοντας οριστικά και κάθε ελπίδα για ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Διότι μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί η κατεπείγουσα ανάγκη της κυβέρνησης, της αντιπολίτευσης, των θεσμικών οργάνων της οικονομίας και των οικονομολογούντων, «να βγούμε στις αγορές».
Όλοι αυτοί, κατά δήλωσή τους, θέλουν να δημιουργήσουν μία «καμπύλη αποδόσεων» (yield curve) της ελληνικής οικονομίας που θα στηρίζεται στα ομόλογα που θα εκδώσει στις αγορές το ελληνικό Δημόσιο!
Η «καμπύλη αποδόσεων» των κρατικών ομολόγων είναι ένα μέτρο με βάση το οποίο καθορίζονται τα επιτόκια του ιδιωτικού τομέα ανάλογα με το είδος και την διάρκεια του δανείου. (Όταν, δηλαδή, ξέρεις πόσο είναι η, εξασφαλισμένη, απόδοση των κρατικών ομολόγων για μία ορισμένη χρονική διάρκεια, μπορείς να υπολογίσεις πόσο μεγαλύτερη απόδοση, αναλόγως του ειδικού κινδύνου, θα πρέπει να έχει ένα ιδιωτικό δάνειο αντίστοιχης διάρκειας).
Μόνο που οι επιτυχημένες πρόσφατες εκδόσεις των εταιρικών ομολόγων δείχνουν ότι και τώρα η ελληνική οικονομία έχει μία νοητή «καμπύλη αποδόσεων», η οποία, προφανώς δεν είναι άλλη από εκείνη των επιτοκίων με τα οποία, αφ’ ενός, δανείζει την χώρα το ESM-έστω και αν ο Έλληνας πολίτης δεν μπορεί να τοποθετήσει, ούτε εμμέσως, τα λεφτά του στα ομόλογα του οργανισμού λόγω των «κεφαλαιακών περιορισμών»- και, αφ’ ετέρου, δανείζει τις ελληνικές τράπεζες η ΕΚΤ.
Το ερώτημα είναι πως θα γίνει η «καμπύλη των αποδόσεων» όταν το ελληνικό Δημόσιο αρχίσει «να βγαίνει στις αγορές» και σταδιακά να αυξάνει το μέσο επιτόκιο του χρέους του, που σήμερα είναι κάτω από το 2% λόγω της γενναιοδωρίας των «τοκογλύφων», ανεβάζοντάς το προς το 3% και το 4%.
Επίσης το ερώτημα είναι πως θα γίνει η «καμπύλη των αποδόσεων» όταν αύριο το ελληνικό Δημόσιο προσπαθήσει να εκδώσει ένα δεκαετές ομόλογο, (γιατί πρέπει να εκδώσει και δεκαετές ομόλογο), και -όπως είναι το πιθανότερο- δεν εμφανισθεί κανένας υποψήφιος αγοραστής.
Το σημαντικό ερώτημα, δηλαδή, είναι το εξής: τι θα γίνει η «καμπύλη των αποδόσεων» όταν κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, το ελληνικό Δημόσιο δεν θα μπορεί να αναχρηματοδοτήσει το χρέος του, εάν μάλιστα έχει εξαντλήσει και το απόθεμα ασφαλείας με το οποίο θα το προικοδοτήσουν οι «τοκογλύφοι» μετά το τέλος των Μνημονίων;
Τι θα συμβεί, με άλλα λόγια, στην ιδιωτική οικονομία στην σχεδόν βέβαιη περίπτωση που το ελληνικό Δημόσιο θα βρεθεί, και πάλι, μπροστά στον γκρεμό; Διότι δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως αυτό θα γίνει αργά ή γρήγορα, και αν δεν γίνει το 2019 θα γίνει το 2021 ή το 2023, ας πούμε.
Ένα χρέος από μόνο του δεν είναι ούτε «εξαιρετικά μη εξυπηρετήσιμο», (αυτός είναι ο σωστός όρος), «ούτε εξαιρετικά εξυπηρετήσιμο»: τα πάντα εξαρτώνται από τις ειδικές συνθήκες. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, εάν είναι εξαιρετικά υψηλό σε απόλυτα και σχετικά μεγέθη (ως προς το ΑΕΠ), για να αποφευχθεί μία παταγώδης χρεοκοπία θα πρέπει, κάποια στιγμή, να αρχίσει να μειώνεται.
Όμως για να μειώνεται διαχρονικά πρέπει η οικονομική οντότητα (η χώρα Ελλάδα στην περίπτωσή μας) που το έχει επωμισθεί είτε να επιτυγχάνει ρυθμούς ανάπτυξης εξαιρετικά υψηλούς, είτε να επιτυγχάνει να δανείζεται με χαμηλό επιτόκιο, είτε να έχει επαρκή πρωτογενή πλεονάσματα, είτε να συνδυάζει και τα τρία σε έναν ικανοποιητικό βαθμό.
Τα δύο πρώτα εξ αυτών, όμως, είναι πολύ δύσκολο να τα πετύχει με τα σημερινά της μυαλά η χώρα, ενώ το τρίτο προσπαθεί να το αποφύγει.
Το τρίτο, άλλωστε, (δηλαδή τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα), είναι και ο ένας από τους δύο λόγους που η απίστευτη σημερινή κυβέρνηση θέλει «να βγει στις αγορές»: θεωρεί ότι αυτό είναι κάτι αντίστοιχο του να βγεις κλέφτης στο κλαρί, και ότι η ανεξαρτησία που θα της χαρίσουν οι αγορές θα της επιτρέψει να αποσείσει τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει έναντι των εταίρων και να βαδίσει τον δικό της δρόμο! (Ο δεύτερος λόγος, φυσικά, είναι να έχει μία «διήγηση» για τους δυνητικούς ψηφοφόρους της: έβγαλε την χώρα από τα Μνημόνια!).
Αλλά και η αντιπολίτευση, με την σειρά της, δεν πάει πίσω σε αερολογία, δοθέντος ότι στηρίζει το δικό της υποτιθέμενο πρόγραμμα στην εκτίμηση ότι θα πετύχει μέσο όρο ετήσιας ανάπτυξης 4%-όχι σε μία ή δύο χρονιές, αλλά μέσο όρο σε μία σειρά ετών-κάτι, δηλαδή, που είναι αδύνατον να συμβεί.
Με τέτοιες, λοιπόν, αερολογίες πορευόμαστε, ακούγοντας την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση να λένε πράγματα που δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την πραγματικότητα, προσπαθώντας αμφότερες, επιμελώς, να κρύψουν την αλήθεια από τους ψηφοφόρους τους, μιας και είναι γεγονός αναντίρρητο -βεβαίως- ότι ο ψηφοφόρος δεν ψηφίζει ποτέ αυτόν που του λέει την αλήθεια.
«Και τι άλλο θα μπορούσε να γίνει;» θα ρωτούσε κάποιος. Υπάρχει μήπως κανένας που θέλει να μας καλύψει τα έξοδα για να μην κινδυνεύσουμε με καταστροφή «βγαίνοντας στις αγορές»; Όχι δεν υπάρχει, και οι Ευρωπαίοι δεν έχουν δείξει τέτοια διάθεση.
Ούτε έχουν αναλάβει κάποια τέτοια δέσμευση, εκτός από κάτι «προληπτικές γραμμές πίστωσης» που ήθελαν να μας δώσουν το 2014, αλλά η τότε κυβέρνησή μας, που έσκιζε τα Μνημόνια φύλλο-φύλλο, δεν την ήθελε ούτε κι αυτή! (Για να ξέρουμε, δηλαδή, ποιους ψηφίζουμε διαχρονικά για να μας κυβερνάνε).
Όμως, αντί να πηγαίνουμε γυρεύοντας στο στόμα του λύκου με την γελοία ψευδαίσθηση ότι μόλις λήξουν τα Μνημόνια θα αρχίσουμε πάλι τις πελατειακές κραιπάλες και τις κομματικές αρπαχτές, θα έπρεπε εμείς οι ίδιοι να πιέσουμε τους Ευρωπαίους εταίρους να συνεχίσουν να μας διατηρούν σε αποστειρωμένο περιβάλλον δανεισμού, αναχρηματοδοτώντας χαμηλότοκα το δημόσιο χρέος μας μέσω των «ευρωομολόγων» του ESM (γιατί στην πραγματικότητα ευρωομόλογα εκδίδει, προς χάριν μας, κυρίως, ο οργανισμός αυτός), για μία τουλάχιστον δεκαετία ακόμη, μέχρι να ανατάξουμε και να εκσυγχρονίσουμε πραγματικά την οικονομία μας.
Πείθοντάς τους να το πράξουν αυτό, χωρίς δυσφορία των εκλογέων τους, αφού θα δεσμευθούμε ότι το ονομαστικό χρέος μας δεν θα αυξηθεί, καθότι θα καταβάλουμε τους τόκους εξυπηρέτησής του εξ ίδιων, μέσω των πρωτογενών πλεονασμάτων που θα υποσχεθούμε να υλοποιούμε, ενώ παράλληλα θα εκσυγχρονίσουμε την ελληνική οικονομία εκ βάθρων, με ένα σαρωτικό πρόγραμμα αν όχι δικής μας εμπνεύσεως, σε κάθε περίπτωση δικής μας «ιδιοκτησίας» (ένα πρόγραμμα δηλαδή το οποίο θα το έχουμε ενστερνισθεί, για να το πούμε στα ελληνικά).
Με οιαδήποτε άλλη επιλογή εθελοτυφλούμε συλλογικά καθώς η χώρα οδηγείται προς τον γκρεμό, τον οποίον δεν θα μπορούσε να αποφύγει παρά μόνο αποφασίζοντας να προχωρήσει σε δύσκολες και επώδυνες επιλογές, που είναι, εν τούτοις, απολύτως απαραίτητες.
Βεβαίως, όμως, δεν πρόκειται να κάνουμε τέτοιες ενέργειες ούτε να ζητήσουμε τέτοια πράγματα από τους εταίρους μας. Επειδή δεν έχουμε καταλάβει τίποτα από την κρίση, και δεν έχουμε μάθει τίποτα από αυτήν, θέλουμε τα εξής: να μας χαριστεί το χρέος (που δεν θα μας χαριστεί), να μην έχουμε μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα γιατί δεν βολευόμαστε, και να μην κάνουμε άλλες μεταρρυθμίσεις διότι δεν είναι ευχάριστες και αποδεκτές από τους ψηφοφόρους.
Δηλαδή δεν θέλουμε να κάνουμε τίποτα απ’ ότι είναι απαραίτητο για να σωθούμε από την καταστροφή, γιατί δεν μας αρέσουν οι δυσκολίες-και το έχουμε αποδείξει.
Έτσι, οι ίδιοι που λέγανε μέχρι χθες ότι το χρέος δεν είναι εξυπηρετήσιμο, τώρα μας λένε ότι θα «βγούμε στις αγορές» για να το εξυπηρετούμε! Με πραγματικό κίνητρο την βλακώδη αυτοκτονική ιδέα να αποφύγουμε τις πιέσεις των ξένων που ζητούν από μας να κάνουμε τα δύσκολα πράγματα που χρειάζονται για να επιβιώσουμε-και θα έπρεπε να τα είχαμε κάνει μόνοι μας χωρίς να μας το πει κανείς!
Και όλοι συμφωνούν σε αυτόν τον απόλυτο παραλογισμό, ενώ κατά βάθος όλοι επίσης γνωρίζουν ότι σε τρία-τέσσερα χρόνια θα είμαστε πάλι γονατισμένοι μπροστά στους εταίρους και θα τους παρακαλάμε να μας σώσουν από την νέα καταστροφή που θα μας απειλεί.
Μόνο που ακόμη κι αν μας σώσουν, (κάτι που δεν είναι καθόλου εξασφαλισμένο ότι θα συμβεί), από την καταστροφή ενώπιον της οποίας θα έχουμε οδηγηθεί εθελοντικά λόγω πνευματικής ευήθειας και διανοητικής οκνηρίας, θα έχουμε χάσει εξαιρετικά πολύτιμο χρόνο σε ονειροφαντασίες και αυταπάτες, έχοντας ίσως στερήσει και την τελευταία ελπίδα από την χώρα να ξεφύγει από την οδό της παρακμής επάνω στην οποία κινείται ταχέως.
ΠΗΓΗ: ATHEN’S VOICE