Τις προτάσεις της για ένα δίκαιο και σταθερό φορολογικό πλαίσιο καταθέτει στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης η ΕΣΕΕ, ενόψει της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης.
Παραθέτει μία από σειρά από στοιχεία, που αποκαλύπτουν τα αυξανόμενα και συχνά δυσβάσταχτα, όπως λέει, φορολογικά βάρη για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Η Ελλάδα κατατάσσεται και φέτος στους πρωταθλητές υπερφορολόγησης των επιχειρήσεων και πρώτη, μετά τη Μάλτα, χώρα στην Ευρωζώνη σε αναλογία εσόδων κεντρικής Κυβέρνησης προς το ΑΕΠ με 35,3% έναντι 20,4% στην Ευρωζώνη, αναφέρει το protothema.
Παραταύτα, η βαριά και μη ανταγωνιστική φορολογία, εξαιτίας των υψηλών συντελεστών που επιβάλει, δεν της εξασφαλίζουν περισσότερα έσοδα από τις άλλες χώρες ή ακόμα και από τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών, που διατηρούν χαμηλότερους συντελεστές
Στην ελληνική αγορά και σε ένα δείγμα περίπου 250.000 επιχειρήσεων το 80% εξ' αυτών έχει ζημιές και μηδενικά αποτελέσματα, αφού 4 στις 10 είναι ζημιογόνες, 5 στις 10 έχουν μηδενικά ή οριακά κέρδη και μόνο 1 στις 10 έχει κέρδη άνω των 60.000 ευρώ.
Οι βεβαιωμένοι φόροι των επιχειρήσεων (ΦΕΝΠ) εκτιμάται πως θα ανέλθουν στα 4,8 δισ ευρώ (εκτίμηση φορολογικού έτους 2017), η συνολική φορολογητέα ύλη/εισοδήματα 2017 είναι φέτος μειωμένη κατά περίπου 2 δις ευρώ σε σχέση με τα εισοδήματα του 2016, με εκείνη των αυτοαπασχολουμένων να υπολείπεται κατά περίπου 0,4 δις ευρώ και τα νέα ληξιπρόθεσμα των βεβαιωμένων φόρων στην εφορία ξεπέρασαν τα 5,1 δισ. ευρώ το α' εξάμηνο.
Σημειώνει ακόμη ότι με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του ΕΦΚΑ (ΑΠΔ/ΙΚΑ) τον Φεβρουάριο του 2018 ο μέσος μισθός στην Ελλάδα πλήρους & μερικής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα ανέρχεται στα 929 ευρώ και στο Δημόσιο 1.075 ευρώ (β΄ τριμ. 2017), όταν το μέσο νοικοκυριό έχει εισόδημα 1.104 ευρώ τον μήνα και όταν η μέση σύνταξη εκτιμάται στα 897 ευρώ (μέσο εισόδημα από κύριες και επικουρικές), τότε «ασύμμετρα» ο μέσος φόρος του Έλληνα για τα εισοδήματα του 2017 ανέρχεται στα 1.342 ευρώ.
Οι προτάσεις της είναι οι ακόλουθες:
1. Άμεση εφαρμογή του «Ειδικού επιχειρηματικού Λογαριασμού», ενός μέτρου που ενώ προβλέπεται ρητά στο νόμο 4446/2016, εντούτοις δεν έχει ακόμη τεθεί σε ισχύ. Δυστυχώς, η υποχρεωτική δήλωση ενός επαγγελματικού λογαριασμού στις φορολογικές αρχές, αποσκοπεί αποκλειστικά και μόνο στη διασταύρωση των φορολογικών στοιχείων και των συναλλαγών των επιχειρήσεων, για τον εντοπισμό περιπτώσεων φοροδιαφυγής. Κάλλιστα, ο συγκεκριμένος λογαριασμός θα μπορούσε να αποτελέσει έναν «τροφοδότη λογαριασμού» των εξόδων (λειτουργικών) της επιχείρησης, με πρόβλεψη ειδικού προστατευτικού καθεστώτος έναντι των κατασχέσεων. Η κατάσχεση για οφειλές σε Εφορίες, Ασφαλιστικά Ταμεία ή για την εξόφληση δανείων, ουσιαστικά συντελεί στην εκμηδένιση της ρευστότητας της επιχείρησης και οδηγεί εν τέλει στην αδυναμία λειτουργίας της. Περαιτέρω και στο πλαίσιο της ισότιμης μεταχείρισης των φορολογουμένων, θα πρέπει να εφαρμοστεί η επέκταση του μέτρου που ισχύει σήμερα για τους ιδιώτες και στους ασκούντες εμπορική και επιχειρηματική δραστηριότητα (είτε ως φυσικά είτε ως νομικά πρόσωπα). Ο συγκεκριμένος λογαριασμός θα συνδέεται με τις εισπράξεις της επιχείρησης από πιστωτικές, χρεωστικές και προπληρωμένες κάρτες μέσω της χρήσης τερματικών μηχανημάτων αποδοχής ηλεκτρονικών πληρωμών (POS), ενώ το ύψος του προστατευτικού ορίου να καθορίζεται βάσει των απολογιστικών δεδομένων της οικονομικής λειτουργίας κάθε επιχείρησης. Η ΕΣΕΕ προτείνει το 50% του υπόλοιπου να μπορεί να διατίθεται για πληρωμή των υποχρεώσεων.
2. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη διαμόρφωση ενός δίκαιου φορολογικού συστήματος αποτελεί ο εξορθολογισμός του ΦΕΦΠ (Φόρος Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων) μέσω της θέσπισης αφορολόγητου ορίου και για τους ελεύθερους επαγγελματίες και η διασύνδεσή του με την πραγματοποίηση αγορών μέσω πλαστικού χρήματος/ηλεκτρονικές αποδείξεις (ισχύει μόνο για μισθωτούς, συνταξιούχους). Η μη ισχύς του κυμαινόμενου, αναλόγως των τέκνων, έμμεσου αφορολόγητου ορίου για τους ελεύθερους επαγγελματίες δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού και προνομιακής μεταχείρισης. Η καθολική εφαρμογή του προαναφερθέντος προστατευτικού ορίου αποτελεί πάγιο αίτημα του επιχειρηματικού κόσμου, στο πλαίσιο αποκατάστασης των αδικιών που έχουν επιβαρύνει υπέρμετρα μικρομεσαίες επιχειρήσεις και επιτηδευματίες.