Οι πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία και η συγκρότηση κυβέρνησης από δύο κόμματα, τα οποία διέπονται από την οπτική του εθνικισμού και του λαϊκισμού ως προς την πολιτική διαχείριση της πραγματικότητας τόσο σε ιταλικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, λειτούργησαν καταλυτικά για την ανάπτυξη προβληματισμού για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εκείνο που δεν γίνεται και είναι πολύ αρνητικό, αφορά στην αναζήτηση των αιτίων της ανάπτυξης του ευρωσκεπτικισμού και στην αντιμετώπιση τους. Η απάντηση σε αυτό δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στα εθνικά όρια των κρατών-μελών και στις επιμέρους πολιτικές εξελίξεις σε αυτά, αλλά εκτείνεται στην συνολική προσέγγιση του περιεχομένου του ευρωπαϊκού οράματος και στην διαχείριση του από τις κυβερνήσεις και γενικότερα το πολιτικό σύστημα των χωρών, που συγκροτούν την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Του Χρίστου Αλεξόπουλου
Η επικράτηση των κομμάτων Movimento 5 Stelle και Lega Nord στην Ιταλία και η συγκρότηση κυβέρνησης με έντονο εθνικιστικό προσανατολισμό δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της εσωτερικής κατάστασης στον οικονομικό τομέα, αλλά έχει σχέση με τα γενικότερα ισχύοντα χαρακτηριστικά της αντιμετώπισης της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το σύνολο των κυβερνήσεων των κρατών-μελών και ιδιαιτέρως αυτών, που παίζουν ηγετικό ρόλο, όπως είναι η γερμανική κυβέρνηση.
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι προτάσεις της γερμανίδας καγκελαρίου Angela Merkel για την πορεία της Ένωσης μετά την σχετική τοποθέτηση του προέδρου της Γαλλίας Emmanuel Macron, οι οποίες ουσιαστικά αντιμετωπίζουν την Ευρωπαϊκή Ένωση ως οικονομική παράμετρο της γερμανικής πολιτικής.
Συγκεκριμένα η γερμανική κυβέρνηση δια της καγκελαρίου συμφωνεί να δημιουργηθεί επενδυτικός προϋπολογισμός, ο οποίος, υποτίθεται, θα συμβάλλει στην αποκατάσταση πιο λειτουργικών ισορροπιών μεταξύ των κρατών-μελών ως προς την ανάπτυξη. Όμως δεν πρέπει να υπερβαίνει διψήφιο ποσό δισεκατομμυρίων, ούτε να είναι ποσοστό επί του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επίσης γνωστοποιείται η σύμφωνη γνώμη της γερμανικής πλευράς για την δημιουργία Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου (μετεξέλιξη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας), το οποίο όμως θα ελέγχεται από τα εθνικά κοινοβούλια (δηλαδή τις εθνικές κυβερνήσεις) και όχι από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή το Ευρωκοινοβούλιο.
Με αυτό τον τρόπο θα συνεχίσει η Γερμανία να επιβάλλει την δική της οπτική για την Ευρώπη, η οποία δεν προωθεί την πολυδιάστατη ολοκλήρωση της, αλλά περιορίζεται στην αργή μετατροπή της σε φόρουμ εθνικών οντοτήτων, οι οποίες συνεργάζονται χωρίς προοπτική υπέρβασης των αδυναμιών, που προκύπτουν από τις ανάγκες της παγκοσμιοποίησης για υπερεθνική διακυβέρνηση.
Ακόμη η γερμανίδα καγκελάριος εξέφρασε την σύμφωνη γνώμη για την δημιουργία ευρωπαϊκής αμυντικής δύναμης.
Γενικά πρέπει να επισημανθεί, ότι τόσο η Γερμανία όσο και τα υπόλοιπα κράτη-μέλη διαχειρίζονται πολύ αργά τον χρόνο, με αποτέλεσμα η Ευρωπαϊκή Ένωση να έπεται των εξελίξεων σε πλανητικό επίπεδο.
Είναι δε σχήμα οξύμωρο να γίνεται λόγος από γερμανικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης για απειλούμενες ευρωπαϊκές αξίες λόγω των εξελίξεων στην Ιταλία, όταν το πολιτικό σύστημα σε ευρωπαϊκό επίπεδο «βλέπει» την Ένωση σχεδόν μόνο ως οικονομικό μόρφωμα, το οποίο μπορεί να αποφέρει οφέλη στο εθνικό πεδίο (για άλλες χώρες μέσα από τις εμπορικές σχέσεις και για άλλες μέσα από την αξιοποίηση των διαφόρων ευρωπαϊκών πηγών χρηματοδότησης).
Μέχρι τώρα δεν δίδεται ιδιαίτερο βάρος στην διαπολιτισμική προσέγγιση, ώστε σε βάθος χρόνου να καταστεί εφικτή η διαμόρφωση ευρωπαϊκής συνείδησης και ταυτότητας και ταυτοχρόνως να αμβλυνθούν τα αρνητικά στερεότυπα της ιστορίας με την αποδυνάμωση της γενικευτικής λογικής σε σχέση με την χρησιμοποίηση ανάλογων χαρακτηρισμών για τους πολίτες άλλων κρατών-μελών (π.χ. οι Γερμανοί είναι ναζί, οι Έλληνες τεμπέληδες).
Μπορεί να ωριμάζει σιγά σιγά η αναγκαιότητα δημιουργίας ευρωπαϊκής αμυντικής δύναμης στο πολιτικό επίπεδο μετά την «αλλαγή πλεύσης» από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής στο γεωπολιτικό πεδίο, όμως οι πολίτες των κρατών-μελών στη συνείδηση τους δεν υπερβαίνουν τα εθνικά όρια σε σχέση με την αμυντική πολιτική.
Αυτή η πραγματικότητα δεν σχετίζεται μόνο με τους Ιταλούς πολίτες και την κυβέρνηση τους, αλλά με το σύνολο των ευρωπαϊκών κρατών και των πολιτών τους.
Είναι δε δείγμα του υψηλού βαθμού διακινδύνευσης, που χαρακτηρίζει την ευρωπαϊκή πορεία προς το μέλλον με την ακολουθούμενη πολιτική του «εθνικού συμφέροντος».
Κανένα κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και όχι μόνο) δεν επιβιώνει μόνο του σε βάθος χρόνου. Οι ανισορροπίες, που προκλήθηκαν από την δραστηριότητα του ανθρώπου σε πλανητικό επίπεδο, είναι παγκοσμίων διαστάσεων και θα προκαλέσουν ανάλογες αναταράξεις και ανακατατάξεις.
Για παράδειγμα η κλιματική αλλαγή θα δημιουργήσει νέες συνθήκες σε πολλά σημεία του πλανήτη (ξηρασίες και μείωση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων, αύξηση της θερμοκρασίας σε υπερβολικό βαθμό, ακραία καιρικά φαινόμενα κ.λ.π.), οι οποίες σε συνδυασμό και με την μη ύπαρξη προοπτικής οικονομικής ανάπτυξης θα τροφοδοτήσουν με μεγαλύτερη ένταση τις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών.
Μπορεί η κα. Merkel να επισημαίνει, ότι πρέπει να υπάρξει ένα νέο σχέδιο Μarshall για την Αφρική, όμως αυτό λέγεται χωρίς να έχει ίχνος ρεαλισμού, αν ληφθούν υπόψη οι μέχρι τώρα επιλογές της. Γίνεται δε φανερό, αν προσεγγίσει ακόμη και ο απλός πολίτης την πολιτική της γερμανικής κυβέρνησης για τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, οι οποίες αντιμετωπίζουν προβλήματα.
Μέχρι τώρα δεν φαίνεται να συνειδητοποιείται, ότι η ακολουθούμενη πρακτική από τα ευρωπαϊκά κράτη μεγιστοποιεί τα προβλήματα, που θα προκύψουν από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Ενώ ήδη άρχισαν να γίνονται εμφανή με τα ακραία καιρικά φαινόμενα και υπογράφονται συμφωνίες παγκόσμιας εμβέλειας για το κλίμα (Παρίσι), σχεδόν κανένα κράτος δεν τηρεί τις δεσμεύσεις του για την μείωση της εκπομπής αερίων. Απλά μεταθέτουν την αντιμετώπιση των προβλημάτων στο μέλλον. Αυτό όμως επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τις συνθήκες ζωής των μελλοντικών γενεών.
Η κατάσταση επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο από τις επιπτώσεις, που συνεπάγεται η ταχύτατη γήρανση των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Ο τρόπος ζωής (μείωση γεννήσεων από το ένα μέρος, αύξηση του προσδόκιμου ζωής από το άλλο) τροφοδοτεί αυτό το πρόβλημα με μεγαλύτερη ένταση ως προς τις επιπτώσεις του στο ασφαλιστικό σύστημα και στον τομέα της εργασίας, ο οποίος λειτουργεί ενισχυτικά σε σχέση με τις κοινωνικές ανισότητες.
Μπορεί η κάθε ευρωπαϊκή κοινωνία μόνη της να αντιμετωπίσει αυτή την μελλοντική προοπτική ή μήπως αποτελεί λύση η «αξιοποίηση» των εταίρων της για την δική της ευημερία;
Το ερώτημα είναι ρητορικό, διότι στην παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα με τις οικονομικές και εργασιακές αλληλεξαρτήσεις των κοινωνιών αλλά και τις κλιματικές συνθήκες του μέλλοντος σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις τους (μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, αλλαγές στη σύνθεση των κοινωνιών με πολυπολιτισμική κατεύθυνση κ.λ.π.) η εθνοκεντρική θεώρηση του πλανητικού γίγνεσθαι οδηγεί σε αδιέξοδες κινήσεις και επιλογές.
Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντική προϋπόθεση για την βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος η απαλλαγή των ευρωπαϊκών κοινωνιών από τις διάφορες μορφές εθνικιστικής θεώρησης της σύγχρονης πραγματικότητας και η διαμόρφωση ευρωπαϊκής συνείδησης και ταυτότητας, ώστε τόσο οι πολίτες όσο και το πολιτικό σύστημα να απαλλαγούν από την στασιμότητα, που χαρακτηρίζει αυτή την περίοδο το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
Η δυναμική της εξέλιξης είναι πολύ πιο γρήγορη από την ταχύτητα της διαχείρισης της σε ευρωπαϊκό επίπεδο και αυτό πρέπει να αλλάξει άμεσα.
Παράλληλα με την προώθηση της διαμόρφωσης ευρωπαϊκής συνείδησης και ταυτότητας πρέπει να προχωρήσει και η πολιτική ενοποίηση στην Ευρώπη με την ευρωπαϊκή διακυβέρνηση και την διαμόρφωση των θεσμικών προϋποθέσεων (ευρωπαϊκά κόμματα, ευρωπαϊκή κυβέρνηση), ώστε να είναι εφικτός ο σχεδιασμός και η πραγμάτωση ενός ευρωπαϊκού μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης.