Ο Joseph Stiglitz είναι Αμερικανός οικονομολόγος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Columbia. Το 2001 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών για την έρευνα του στην ανάλυση των αγορών που χαρακτηρίζονται από ασύμμετρη πληροφόρηση, την οποία διδαχθήκαμε απο τα βιβλία του, οσοι επιλέξαμε την Μακροοικονομία και την Δημοσιονομική Πολιτική στο πανεπιστήμιο.
Του Ηλία Καραβόλια
Διετέλεσε άτυπος σύμβουλος της κυβέρνησης Γ.Παπανδρεόυ 2009-2012. Στο νέο του βιβλίο (που θα κυκλοφορήσει την επόμενη εβδομάδα και στην Ελλάδα) »Ευρώ: Πώς ένα κοινό νόμισμα απειλεί το μέλλον της Ευρώπης», γράφει ότι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η Ελλάδα είναι εμβληματικός της αποτυχίας του ευρώ. «Τα κατασκευαστικά λάθη του μοιάζουν αξεπέραστα. Είναι καιρός να σκεφτεί κανείς την κατάργησή του» συμπεραίνει ο ίδιος, καθιστώντας υπεύθυνη τη Γερμανία και τονίζοντας ότι η ΕΚΤ δημιουργήθηκε κατά το πρότυπο της γερμανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας η οποία ασχολείται μόνο με την καταπολέμηση του πληθωρισμού και όχι με την ανάπτυξη.
»Εάν η νομισματική ένωση συνεχίσει να υπάρχει με τη σημερινή της μορφή θα έχει απώλειες της τάξεως των 200 τρισεκατομμύριων ευρώ» λέει σε κάποιο μέρος του βιβλίου. Επίσης,τονίζει πως η απόφαση να δημιουργηθεί ένα ενιαίο νόμισμα χωρίς την ύπαρξη των κατάλληλων θεσμών ήταν «μοιραία» για τη ζώνη του Ευρώ γι’ αυτό, όπως σημειώνει, «η Ευρωζώνη πρέπει να το ξεφορτωθεί τώρα».
Σύμφωνα με τον Stiglitz η Ευρωζώνη ήταν καταδικασμένη να καταρρεύσει ήδη από την γέννησή της και όπως υποστηρίζει, ο μόνος τρόπος για να σωθεί, είναι να γίνουν άμεσα τεράστιες αλλαγές όσον αφορά στο νόμισμά της. Aσκεί δε έντονη κριτική και στους ηγέτες της Ευρωζώνης για τους οποίους γράφει ότι δεν κατάφεραν να κατανοήσουν τι σημαίνει «νομισματική ένωση» καθώς σύμφωνα με τον ίδιο, η Ευρωζώνη δεν είχε σχεδιαστεί για να προωθήσει την ανάπτυξη, την απασχόληση και την σταθερότητα.
Προτείνει ένα «ευέλικτο» ευρώ που θα μπορούσε να βοηθήσει τον ευρωπαϊκό νότο να εξάγει περισσότερο και να εισάγει λιγότερο, συμβάλλοντας στη επίτευξη του εμπορικού ισοζυγίου και την πλήρη απασχόληση.
Πολλοί εξ ημών θα βιαστούν,με βάση της απόψεις του νομπελίστα Stiglitz, να αποδώσουν ευθύνες στο ευρώ για την κατάντια της χώρας μας σήμερα( και φυσικά θα αναρωτηθούν πώς και δεν τα έλεγε όταν ήταν σύμβουλος του Παπανδρέου στην αρχή των μνημονίων….)
Η αλήθεια είναι ότι όλες οι πολιτικές λιτότητας που επέβαλαν οι ελληνικές κυβερνήσεις, από τη δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα, παρουσιάστηκαν ως «μεταρρυθμίσεις» για το «καλό της χώρας» και φτιάχτηκε ένα ερμηνευτικό σχήμα με κεντρικό ζητούμενο την βελτίωση της χώρας απέναντι στους διεθνείς ανταγωνιστές της, ως προϋπόθεση για να βελτιωθεί κατόπιν και η θέση ημών των πολιτών της (το περίφημο σύνθημα Σημίτη : ισχυρή Ελλάδα σημαίνει ισχυρή Οικονομία). Και γι’ αυτό πήγαμε με τους τότε ισχυρούς, δηλαδή τους Ευρωπαίους.
Σήμερα, 6 χρόνια μετά τα μνημόνια, η εθνική λύση που προτείνεται από αρκετούς συμπυκνώνεται στο σύνθημα «έξω από το ευρώ».
Ποιά είναι τα επιχειρήματα τους;
– Η ένταξη στην ΕΕ και ιδίως στο ευρώ ζημίωσε τη «χώρα». Αυτό αποδεικνύεται κυρίως από τη διεύρυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
– Με την έξοδο από το ευρώ και την υιοθέτηση δικού μας νομίσματος, η χώρα θα αποκτήσει ανεξάρτητη νομισματική πολιτική: Η νέα δραχμή θα υποτιμηθεί και έτσι θα αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα των εγχωρίως παραγόμενων εμπορευμάτων, οι εξαγωγές θα αυξηθούν και οι εισαγωγές θα μειωθούν, θα υπάρξουν υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, οι οποίοι θα επιτρέψουν και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. Παράλληλα θα καταστεί απαραίτητο να κρατικοποιηθούν οι τράπεζες και να τεθούν περιορισμοί και αυστηροί έλεγχοι στις διεθνείς κινήσεις κεφαλαίου.
Αυτή η αφήγηση συσκοτίζει και σχεδόν καλύπτει την πραγματικότητα.Πριν την εισαγωγή του ευρώ, η ελληνική οικονομία, παρά την κατάργηση κάθε προστατευτικού μέτρου, πέτυχε ρυθμούς μεγέθυνσης σημαντικά ψηλότερους από το μέσο όρο της ΕΕ και της Ευρωζώνης, ως αποτέλεσμα υψηλών ρυθμών κερδοφορίας των επιχειρήσεών της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα αφενός τη μείωση της αναπτυξιακής ψαλίδας με τις περισσότερο αναπτυγμένες χώρες της Ευρωζώνης (φθάνοντας στο 95% του μέσου όρου). Ας δούμε τι έλεγε το Οικονομικό Δελτίο της Alpha Bank, Ιούνιο του 2010
«Το επιχείρημα ότι η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από μειωμένη διεθνή ανταγωνιστικότητα είναι έωλο, αφού, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (3ο τρίμηνο 2009), η ανταγωνιστική θέση της Ελλάδος εξελίχθηκε στη δεκαετία του 2000 πολύ πιο ευνοϊκά από τις περισσότερες άλλες χώρες της ΕΕ-27. Η μέση ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ της Ελλάδος στην 15ετή περίοδο 1995-2009 υπερέβη κατά 1,6 % την μέση ετήσια αύξηση των χωρών της ΕΕ-16.
Ο ρυθμός αυξήσεως της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα (κατά 2,3% ετησίως στη δεκαετία του 2000) ήταν κατά πολύ υψηλότερος από τον αντίστοιχο ρυθμό των χωρών της ΕΕ-16. Ο ισχυρισμός ορισμένων αναλυτών, ότι η εντυπωσιακή ανάπτυξη της Ελλάδος για μία ολόκληρη 15ετία οφείλεται στην υψηλή αύξηση της εγχώριας ζητήσεως και τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και ότι συνέβη παρά την μειωμένη ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, οφείλεται προφανώς στην άγνοια των πραγματικών δεδομένων και στη μεγάλη σύγχυση που υπάρχει μεταξύ των διεθνών αναλυτών σχετικά με την έννοια της ανταγωνιστικότητας (με βάση το κόστος εργασίας) και τη σχέση της με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της κάθε χώρας».
Αυτά που ορθώς περιέγραφε η μελέτη της Alpha Bank είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της αναπτυξιακής ψαλίδας με τις περισσότερο αναπτυγμένες χώρες της Ευρωζώνης (φθάνοντας στο 95% του μέσου όρου). Η άποψη λοιπόν ότι η ελληνική οικονομία υποβαθμίστηκε εντός Ευρωζώνης, επειδή αυξήθηκε το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, αγνοεί ότι οι σύγχρονες οικονομίες είναι πλέον οικονομίες του ‘χρήματος’, στις οποίες κάθε οικονομική διαδικασία αποτελεί απλώς μέσο, ώστε «το χρήμα να παράγει διαρκώς περισσότερο χρήμα»!
Να το δούμε πιο απλά: Το ευρώ ευνόησε τους δυναμικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας (τράπεζες, εφοπλισμός, τρόφιμα, χημικά – φάρμακα κ.λπ.) στη διεθνή τους οικονομική επέκταση και σήμερα αυτοί οι κλάδοι έρχονται αντιμέτωποι με το προφανές: Η υποτίμηση του ευρώ από τη μια μεριά αυξάνει τη διεθνή του ανταγωνιστικότητα, από την άλλη όμως μειώνει τη διεθνή αγοραστική ισχύ του και απαξιώνει τα περιουσιακά του στοιχεία και την επενδυτική του δυνατότητα (πολιτική σκληρού νομίσματος).
Κανείς δεν μπορεί ν’ αποκλείσει απολύτως το ενδεχόμενο μερικής (τουλάχιστον) διάλυσης της Ευρωζώνης, εάν η παρούσα κρίση βαθύνει, οπότε και θα συμφωνήσουμε με τις απόψεις Stiglitz που ορθώς επισημαίνει τα κατασκευαστικά λάθη του ευρώ και ορθώς μιλάει για »μαλακό» ευρώ. Σε μια τέτοια περίπτωση όμως και με δεδομένους τους σημερινούς κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς ισχύος η νέα εσωτερική υποτίμηση που θα προκύψει για εμάς, αναγκαστικά θα απορροφηθεί από τους συνήθες ύποπτους: την μισθωτή εργασία, κατά κύριο λόγο, και τις πιο αδύναμες οικονομικές ομάδες του πληθυσμού.
Ας μην γελιόμαστε λοιπόν. Το ευρώ, όπως και στο παρελθόν η «σκληρή δραχμή», χρησιμοποιήθηκε ως «εργαλείο» για την προώθηση επιθετικής κερδοφορίας έναντι της εργασίας, παντού σε όλη την Ευρωζώνη. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πειστικά ότι τα πράγματα θα ήταν οπωσδήποτε καλύτερα για μισθωτούς και μικροεπιχειρηματίες, στην περίπτωση που δεν είχε υιοθετηθεί ως εθνικό νόμισμα. Και σίγουρα δεν θα είναι καλύτερα τα πράγματα, αν τελικά απεγκλωβιστούμε από την σωσίβια λέμβο του που μας πνίγει (διότι περί αυτού πρόκειται..)