Δυστυχώς, δέκα σχεδόν χρόνια μετά από την έναρξη της κρίσης συνεχίζουμε ως κοινωνία να ζούμε υπό το κράτος συλλογικών παραισθήσεων.
Πολλοί θεωρούν ως κατάλυση της εθνικής κυριαρχίας το γεγονός ότι οι εταίροι, προκειμένου να συνδράμουν στην προσπάθεια σωτηρίας της χώρας από την πλήρη καταστροφή της, ζήτησαν –επί παραδείγματι– να μετρήσει τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων που μισθοδοτούνται ή να περιορίσει την φαρμακευτική δαπάνη που ήταν, κατά κεφαλήν, από τις υψηλότερες στον κόσμο, πλουτίζοντας κυρίως τις ξένες φαρμακευτικές εταιρείες.
Των Κωνσταντίνου Γάτσιου και Δημήτρη Α. Ιωάννου*
Οι λογικοί πολίτες, βεβαίως, κατανοούν ότι, στην πραγματικότητα, αυτά δε συνιστούσαν κατάλυση της εθνικής κυριαρχίας. Η εθνική κυριαρχία απειλείται σε άλλες περιπτώσεις. Όταν, επί παραδείγματι, μία παραλυμένη κοινωνία δεν έχει την δυνατότητα να υπερασπίσει την εδαφική της ακεραιότητα απέναντι σε πραγματικές εξωτερικές επιβουλές.
Η δημόσια συζήτηση, όμως, δείχνει καθαρά ότι στην παρούσα ιστορική στιγμή η κοινωνία μας, μην έχοντας το κριτήριο να ξεχωρίσει το φαιδρό από το τραγικό, δεν έχει την δυνατότητα επίσης να ξεχωρίσει την πραγματική απειλή από τη φανταστική.
Στην επόμενη χρονική περίοδο η Ελλάδα θα βρεθεί αντιμέτωπη με δύο κινδύνους: με μία ευθεία απειλή εναντίον της εθνικής της υπόστασης, καθώς επίσης και με ένα ενδεχόμενο οικονομικής και κοινωνικής κατάρρευσης.
Οι δύο αυτοί κίνδυνοι όχι μόνο δεν είναι ασύνδετοι μεταξύ τους αλλά, αντιθέτως, συσχετίζονται άμεσα, με τρόπο που δεν είναι καν προσθετικός αλλά πολλαπλασιαστικός: η τυχόν ανάφλεξη του ενός προβλήματος θα συνεπιφέρει και την άμεση επιδείνωση του άλλου, κάτι που δυνητικά μπορεί να οδηγήσει σε μία ολική καταστροφή.
Η εμπλοκή τής Ελλάδας σε έναν αγώνα υπεράσπισης της εθνικής της ακεραιότητας θα είχε σοβαρότατες επιπτώσεις στην εθνική της οικονομία. Αντίστροφα, μία τυχόν νέα πτώχευση της χώρας με την κοινωνικο-οικονομική κατάρρευση που θα την ακολουθούσε, θα λειτουργούσε σαν ανοικτή πρόκληση για τον διαμελισμό της. Για τον λόγο αυτό, αποτελεί ανάγκη για την εθνική επιβίωση οι δύο αυτοί κίνδυνοι να απεμπλακούν και να αποσυνδεθούν.
Δυστυχώς, όσον αφορά την γεωπολιτική απειλή, η Ελλάδα δεν μπορεί να περιμένει ουσιαστική βοήθεια έξωθεν. Θα πρέπει να την αντιμετωπίσει μόνη της, επιστρατεύοντας όλες τις στρατιωτικές, διπλωματικές, οικονομικές και πολιτισμικές, ακόμη, δυνάμεις της. Ευτυχώς, δεν ισχύει το ίδιο και για τον οικονομικό κίνδυνο.
Με σύνεση και λογική, η Ελλάδα μπορεί να εξασφαλίσει συνδρομή στην προσπάθεια να αποφύγει την πτώχευση, την έξοδο από την ευρωζώνη και την κοινωνικο-οικονομική κατάρρευση που αναπόφευκτα θα επερχόταν. Πλην όμως, η αποφυγή της καταστροφής απαιτεί ορισμένα στοιχεία που φαίνεται ότι λείπουν από την κοινωνία μας.
Ενώ ακροπατάμε στον γκρεμό, ταυτοχρόνως συζητούμε μεταξύ μας απίστευτες φαιδρότητες. Παρ’ ότι χρεοκόπησε όταν το δημόσιο χρέος της ήταν λίγο περισσότερο από το 100% του ΑΕΠ της, συζητούμε σήμερα στα σοβαρά, με χρέος που αντιστοιχεί πλέον στο 180% του ΑΕΠ, ότι η χώρα, οπλισμένη με ένα γλίσχρο «απόθεμα ασφαλείας» 18 δισεκατομμυρίων ευρώ, (τα οποία προς το παρόν δεν διαθέτει και δεν ξέρουμε αν τελικά θα καταφέρει να αποκτήσει), μπορεί να εξέλθει στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου και να αναχρηματοδοτεί και να εξυπηρετεί στο μέλλον το χρέος της κανονικά!
Πρόκειται για έναν εγκληματικά ανεύθυνο παραλογισμό. Εάν η εθνική οικονομία οδηγηθεί χωρίς προστασία στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου, η Ελλάδα διατρέχει τον θανάσιμο κίνδυνο να μην μπορέσει να αποφύγει τη χρεοκοπία και τα εφιαλτικά παρεπόμενά της. Η μόνη ελπίδα σωτηρίας και απώθησης του θανάσιμου οικονομικού κινδύνου βρίσκεται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση.
Η χώρα θα πρέπει να διεκδικήσει από τους Ευρωπαίους εταίρους όχι μόνο μία προληπτική πιστοληπτική γραμμή στήριξης για ένα ή δύο χρόνια –γιατί και αυτή δεν είναι βέβαιο ότι θα επαρκέσει– αλλά κάτι πολύ περισσότερο: την στεγανοποίηση της ελληνικής οικονομίας από τις αναταραχές των διεθνών αγορών για μία περίοδο επτά με δέκα ετών, στην οποία το ελληνικό χρέος, χωρίς να αυξάνεται, εφ’ όσον οι τόκοι θα εξυπηρετούνται κανονικά από τα πρωτογενή πλεονάσματα που εμείς οι ίδιοι θα δημιουργούμε, θα αναχρηματοδοτείται από τον ESM με τα χαμηλότοκα «ευρωομόλογα» που εκδίδει.
Η συζήτηση αυτή όφειλε και οφείλει να αναπτυχθεί κατά τις διαπραγματεύσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους και, για να αποφευχθεί η λαϊκή αντίδραση στις χώρες των εταίρων, μπορεί να χρησιμοποιηθούν προς τον σκοπό αυτό τα περίπου 40 από τα 86 δισεκατομμύρια ευρώ του τρίτου μνημονίου που παραμένουν αδιάθετα.
Αυτό το ποσό πρέπει να αποτελέσει την βάση τής ασπίδας τής οικονομίας μας απέναντι στις αναταραχές των αγορών.
Όχι για να προστεθεί στο χρέος –το επαναλαμβάνουμε– αλλά για να το αναχρηματοδοτεί χαμηλότοκα. Άλλωστε, ακόμη κι αν η χώρα ήθελε να κάνει παράλληλη χρήση της δυνατότητας προσφυγής στις αγορές, η ύπαρξη μίας παρόμοιας ρύθμισης θα της επέτρεπε να χρηματοδοτείται με χαμηλά επιτόκια.
Βεβαίως, είναι γνωστό ότι κάποιοι εταίροι δεν προθυμοποιούνται ούτε καν την προληπτική πιστοληπτική γραμμή να προσφέρουν και επιθυμούν να απαλλαγούν, πλέον, από το ελληνικό άχθος. Αυτή, εξάλλου, είναι όλη η ουσία τής «καθαρής εξόδου»: μια διευκόλυνση προς τους εταίρους, όχι μια υπηρεσία προς τη χώρα.
Πλην όμως, θα πρέπει οι δανειστές μας να κατανοήσουν ότι η στάση τους συνιστά στρουθοκαμηλισμό: δεν μπορούν να απαλλαγούν από την Ελλάδα, γιατί κινδυνεύουν να χάσουν όσα της έχουν δανείσει.
Η μόνη λογική και αμοιβαία επωφελής λύση είναι η διεκδικούσα Ελλάδα να τους καθησυχάσει, προτείνοντας η ίδια ένα εθνικό πρόγραμμα ριζικών μεταρρυθμίσεων (σαν αυτές που πεισμόνως αρνήθηκε να υλοποιήσει επί μία δεκαετία), το οποίο στο τέλος της περιόδου θα έχει μετατρέψει την παρασιτική και αρχαϊκή οικονομία της σε σύγχρονη και ανταγωνιστική. Οι εταίροι θα πρέπει να πιεσθούν από τις ελληνικές κυβερνήσεις μέχρις εσχάτων και οφείλουν να δεχθούν το αίτημα της Ελλάδας.
Αν μη τι άλλο γιατί, όπως έχουμε γράψει στο παρελθόν, η χώρα μας, το 2010, λόγω της μη αναδιάρθρωσης του χρέους της, ουσιαστικά επωμίσθηκε, όπως και οι δανειστές πια δημόσια ομολογούν, το βάρος της σωτηρίας των ευρωπαϊκών τραπεζών αλλά και του συνόλου της ευρωπαϊκής οικονομίας.
*Ο Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι τέως πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και ο Δημήτρης Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος.