Ο οίκος αξιολόγησης διατήρησε την Ελλάδα στην πιστοληπτική κατηγορία ΒΒ- (δηλαδή, τρία σκαλοπάτια χαμηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα) με σταθερές προοπτικές (outlook), διαψεύδοντας τις προσδοκίες ότι θα αναβάθμιζε τις προοπτικές σε θετικές. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι η Fitch συνόδευσε τη χθεσινή ανακοίνωσή της με μια εκτενέστατη ανάλυση, που ουσιαστικά μεταφέρει τις συστάσεις των αγορών τόσο προς τη σημερινή όσο και προς την επόμενη κυβέρνηση.
Τα ηχηρά μηνύματα που στέλνουν οι επενδυτές στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μέσω της Fitch είναι τα εξής:
1. Υπάρχει άμεση ανάγκη περαιτέρω δράσεων, ώστε να επιταχυνθεί η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) και να επιστρέψει η εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα. Χωρίς πιο δυναμική και προβλέψιμη μείωση των NPEs, τα ρίσκα του τραπεζικού τομέα είναι ουσιαστικά ως προς το πιστωτικό προφίλ της χώρας. Οι πρόσφατες προτάσεις του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) και της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) θα πρέπει να στηριχθούν και πολιτικά. Μέσω της εφαρμογής τους, μπορεί να επιταχυνθεί η «εκκαθάριση» των ισολογισμών των τραπεζών και να μειωθούν οι πιέσεις τόσο στα κεφάλαια όσο και στην κερδοφορία τους. Ωστόσο, θα χρειαστεί χρόνος για να γίνουν ορατά τα αποτελέσματα αυτά. Η Fitch δεν περιμένει ο αντίκτυπος να γίνει αισθητός φέτος, αλλά περισσότερο μεσοπρόθεσμα. Προβληματισμό προκαλεί, πάντως, η επισήμανσή της ότι κανείς δεν γνωρίζει κατά πόσο οι επενδυτές είναι διατεθειμένοι να αγοράσουν τιτλοποιημένα «κόκκινα» δάνεια από τις ελληνικές τράπεζες.
2. Η οικονομική συνταγή της κυβέρνησης δεν μπορεί να διαρκέσει για πολύ ακόμα. Περιλάμβανε δημοσιονομική σταθερότητα βασισμένη κυρίως στα φορολογικά έσοδα και στην περιστολή των δημοσίων δαπανών (ιδίως στην υποεκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων).
3. Οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι που πηγάζουν από πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις κατά των μειώσεων του 2012 στις συντάξεις και από την εκκρεμή απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση του 2016 (νόμος Κατρούγκαλου) πρέπει να προληφθούν.
4. Η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού, η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11%, στα 650 ευρώ μεικτά τον μήνα, και η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων θα μπορούσαν να επιδράσουν αρνητικά στις διαπραγματεύσεις για τους μισθούς, αλλά και στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας στο πέρασμα του χρόνου. Μεσοπρόθεσμα, η στάση των κοινωνικών εταίρων στις διαπραγματεύσεις για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας θα είναι ένα παράγοντας-κλειδί που θα πρέπει να παρακολουθηθεί.
Ταυτοχρόνως, μέσω της Fitch, οι αγορές ζητούν από την επόμενη κυβέρνηση:
1. Να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις σε συνεργασία με τους πιστωτές και να μην αντιστρέψει όσα εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια.
2. Να αλλάξει το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής, διατηρώντας όμως τη δημοσιονομική πειθαρχία. Όπως αναφέρει ο οίκος αξιολόγησης, «το τρέχον μείγμα ενδεχομένως να μην είναι βιώσιμο πέραν του 2020. Πρόκληση για τις μελλοντικές ελληνικές κυβερνήσεις θα αποτελέσει η διαφοροποίησή του, χωρίς ταυτόχρονα να τεθεί σε κίνδυνο η επίτευξη των στόχων». Η επίτευξη μελλοντικών πρωτογενών πλεονασμάτων και η εδραίωση της πεποίθησης ότι η οικονομική ανάκαμψη θα είναι διατηρήσιμη αποτελούν ένα από τα κριτήρια για μελλοντική αναβάθμιση της Ελλάδας από τη Fitch.
3. Να εφαρμόσει κανονικά από το 2020 την ήδη ψηφισμένη μείωση του αφορολογήτου ορίου. Στην ανάλυσή της η Fitch αναφέρει πως περιμένει ότι το συγκεκριμένο μέτρο δεν θα ανασταλεί και υποστηρίζει ότι έχει στόχο να διευρύνει τη φορολογική βάση, δημιουργώντας δημοσιονομικό χώρο για μείωση των φορολογικών βαρών με την πάροδο του χρόνου.
Ο οίκος σημειώνει ότι οι εθνικές εκλογές είναι προγραμματισμένες για τον Οκτώβριο και εκτιμά ότι το εγχώριο πολιτικό τοπίο έχει γίνει κάπως πιο σταθερό. «Υπάρχει ευρύτερη συναίνεση ότι πρέπει να διατηρηθεί η δημοσιονομική πειθαρχία και η λειτουργική σχέση με τους πιστωτές. Αυτό μειώνει τον κίνδυνο μιας μελλοντικής κυβέρνησης που απότομα θα αντιστρέψει πορεία στην οικονομία και τα δημοσιονομικά. Εντούτοις, οι μελλοντικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα πρέπει να κρατήσουν πρωτογενή πλεονάσματα για ιδιαίτερα μεγάλη περίοδο, κάτι που μπορεί να είναι πολιτική δοκιμασία», παρατηρούν οι αναλυτές της Fitch.
Όσον αφορά στην πρόσβαση της χώρας μας στις αγορές, ο οίκος αναγνωρίζει ότι έχει συντελεστεί πρόοδος προς την κατεύθυνση της επανέναρξης των τακτικών ομολογιακών εκδόσεων και εκτιμά ότι, χάρη στο «μαξιλάρι» ασφαλείας, η χώρα δεν θα έχει πρόβλημα χρηματοδότησης έως το 2022, κάτι που συνιστά δικλείδα ασφαλείας ώστε να μην αντιμετωπίσει χρηματοδοτικούς κινδύνους για μια παρατεταμένη περίοδο.
Τα βλέμματα στη Moody’s
Τη σκυτάλη των αξιολογήσεων παίρνει πλέον η Moody’s, η οποία είναι προγραμματισμένο να επαναξιολογήσει την ελληνική οικονομία την 1η Μαρτίου και αναμένεται να προχωρήσει σε αναβάθμιση κατά μία πιστοληπτική κλίμακα, από Β3 (με θετικές προοπτικές) σε Β2. Ακόμα κι έτσι, όμως, η Ελλάδα θα παραμένει πέντε σκαλοπάτια μακριά από την επενδυτική βαθμίδα στην κλίμακα της Moody’s, τέσσερα σκαλοπάτια στην κλίμακα της Standard & Poor’s (Β+ με θετικές προοπτικές) και τρία σκαλοπάτια στην κλίμακα της Fitch (ΒΒ- με σταθερές προοπτικές).
Το ημερολόγιο των τριών μεγάλων οίκων προβλέπει νέα αξιολόγηση από την Standard & Poor’s στις 26 Απριλίου, από τη Fitch στις 2 Αυγούστου, από τη Moody’s στις 23 Αυγούστου και από τη Standard & Poor’s ξανά στις 25 Οκτωβρίου. Ο δρόμος μέχρι την επενδυτική βαθμίδα (ΒΒΒ- και πάνω) είναι μακρύς ακόμα. Σύμφωνα με μετριοπαθείς προβλέψεις, για να φθάσει η Ελλάδα εκεί θα χρειαστούν τουλάχιστον άλλα δύο χρόνια.