Όσο και αν κρύβεται κάτω από το χαλί, η αύξηση σοβαρών εγκληματικών ενεργειών αποτελεί σοβαρότατο κοινωνικό, παράλληλα δε και οικονομικό, πρόβλημα…
Του Λέανδρου Ρακιντζή*
Συνεχώς ο αστικός, κάποιας ηλικίας, πληθυσμός των μεγαλουπόλεων, κυρίως των υποβαθμισμένων περιοχών της Αθήνας και των νησιών του Βορείου Αιγαίου, ζει με τον φόβο και την έντονη ανησυχία ότι θα είναι το επόμενο θύμα εγκληματικής σε βάρος του ενέργειας εκ μέρους αλλοδαπών, επαγγελματιών κακοποιών, πενομένου μετανάστη ή πρόσφυγα, ή Έλληνα τοξικομανούς.
Τα συμβάντα καθημερινά είναι πάρα πολλά, ενώ ελάχιστα από αυτά εμφανίζονται στο αστυνομικό δελτίο. Ακόμη λιγότερα, που αφορούν σοβαρότερες περιπτώσεις όπως ένοπλης ληστείας με πυροβολισμούς ή χωρίς, αλλά σε πολυσύχναστα μέρη όπως super market, τράπεζες, βιομηχανίες κλπ., προβάλλονται από τα ΜΜΕ και ιδίως από την ΤV.
Μικροκλοπές ή μικροδιαρρήξεις ή μικροτραυματισμοί, εκτός εάν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης, λόγω της πληθώρας τους δεν απασχολούν την αστυνομία και μόνον κατόπιν επιμονής των θυμάτων καταχωρούνται στα βιβλία συμβάντων των Αστυνομικών Τμημάτων.
Τα στατιστικά στοιχεία
Συνεπώς, οι στατιστικές που δίνονται από το υπουργείο Δημόσιας Τάξης δεν απεικονίζουν πλήρως την πραγματικότητα που βιώνει καθημερινά ο κόσμος. Προσωπικά πιστεύω ότι ο κίνδυνος να αποτελέσει κάποιος θύμα εγκληματικής πράξεως βρίσκεται στα όρια του τυχαίου, που μπορεί να περιορίσει λαμβάνοντας ορισμένες προφυλάξεις.
Όμως, ο διάχυτος φόβος που πλανάται σε όλη την χώρα και έχει τρομακτικές επιπτώσεις στην υγεία, το επιχειρείν, την εκπαίδευση και εν γένει το βιοτικό μας επίπεδο, δεν είναι μέγεθος μετρήσιμο και ούτε είναι αντιληπτός από τους καλά προστατευμένους πολιτικούς. Και αυτό δεδομένου ότι δεν άκουσα ποτέ κανέναν να αναφέρεται στο αίσθημα της ανασφάλειας που βασανίζει τους πολίτες και πώς θα τούς προστατεύσει, αλλά μόνον να κομπάζει παραθέτοντας στατιστικά στοιχεία.
Ωστόσο, για τον μέσο πολίτη, είναι παντελώς αδιάφορο εάν οι ληστείες μετά φόνου μειώθηκαν φέτος (που δεν μειώθηκαν), γιατί φοβάται ότι η καμπάνα μπορεί να κτυπά γι’ αυτόν. Εκτός από την εισαγόμενη τα τελευταία χρόνια από τις ανατολικές χώρες εγκληματικότητα, που είναι η πλέον επικίνδυνη, η πολιτεία μπορούσε και μπορεί ακόμη να αντιμετωπίσει επαρκώς με τις υπάρχουσες δομές της και βάσει της αντεγκληματικής νομοθεσίας, που εξελίσσεται σταδιακά, την συνήθη εγχώρια εγκληματικότητα και σε κάποιες περιπτώσεις με διεθνή συνεργασία και τεχνολογία.
Οι αντεξουσιαστές, οι αναρχικοί των Εξαρχείων και οι καταληψίες υπερβαίνουν τα όρια της αντεγκληματικής πολιτικής και αποτελούν ζήτημα κατ’ εξοχήν πολιτικό, που μόνον εάν απεμπλακεί από την πολιτική μπορεί μία θαρραλέα και υπεύθυνη κυβέρνηση να επιλύσει. Οι δηλώσεις του υπουργού Δημόσιας Τάξης πως κάποια ανόητα παιδιά «παίζουν» ανταποκρίνονται στην αλήθεια, γιατί μέχρι τώρα δεν τούς έχουν επιβληθεί σοβαρές κυρώσεις και έτσι ευλόγως πιστεύουν ότι δεν πρόκειται ποτέ να επιβληθούν.
Οι κυρώσεις επιβάλλονται από τα δικαστήρια κατά την νόμιμη διαδικασία, προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα και τους ποινικούς νόμους και συνίστανται στις κύριες και παρεπόμενες ποινές. Η ποινή που επιβάλλεται από το δικαστήριο στον κηρυχθέντα ένοχο για αξιόποινη πράξη έχει δύο σκοπούς, την ειδική και γενική πρόληψη. Κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψη την βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του δράστη, βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων που περιγράφονται στον νόμο.
Ο νόμος Παρασκευόπουλου
Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια και με το πρόσχημα της αποσυμφορήσεως των φυλακών, οι διατάξεις περί αναστολής της ποινής υπό τον όρο και της απόλυσης υπό όρους του καταδίκου και κυρίως με τον νόμο 4322/2015 επί υπουργίας Παρασκευόπουλου, έχουν τροποποιηθεί επί το επιεικέστερο. Και σε τέτοιο βαθμό, που ο ειδεχθέστερος και επικίνδυνος κακούργος απολύεται από την φυλακή αυτομάτως με την συμπλήρωση πολυστημορίου της επιβληθείσης ποινής χωρίς δικαστική παρέμβαση.
Έτσι, όμως, δεν επιτελούνται οι δύο σκοποί της ποινής. Διότι με το να εκτίσει ο κατάδικος πολύ μικρότερη ποινή της επιβληθείσης, δεν επιτυγχάνεται η ειδική πρόληψη, δηλαδή εξουδετέρωσή του για την μη τέλεση αξιοποίνων πράξεων, ούτε επιτυγχάνεται η γενική πρόληψη για τους λοιπούς πολίτες, οι οποίοι λόγω του φόβου της ποινής να μην τελούν αξιόποινες πράξεις.
Τρανή δε απόδειξη αυτού αποτελούν τα πρόσφατα εγκλήματα των απολυθέντων βάσει του παραπάνω ευεργετικού νόμου αλλοδαπών εγκληματιών. Επίσης δεν επιτυγχάνεται η γενική πρόληψη επειδή πλέον κανένας εγκληματίας δεν φοβάται τις κυρώσεις ενός πολύ επιεικούς νόμου, καθώς ξέρει ότι εντός ολίγων ετών θα αφεθεί ελεύθερος.
Επομένως η έκτιση της επί ένα ή δύο έτη παραπάνω της ποινής μπορεί να συντελεί στην επίτευξη των σκοπών της ποινής και δεν αποτελεί αμελητέο γεγονός, γιατί στην φυλακή και η κάθε επί πλέον ημέρα μετράει.
Ο νέος υπουργός Δικαιοσύνης εξήγγειλε αορίστως βελτιώσεις του νόμου επί το αυστηρότερο. Χαιρετίζω την εξαγγελία με την παρατήρηση ότι η αυστηροποίηση θα αφορά εγκλήματα που θα τελεστούν μετά την θέσπιση του νέου νόμου. Διότι δεν μπορεί να εφαρμοσθεί ο νέος νόμος, που δεν είδαμε ακόμη, για τους ήδη καταδίκους, επειδή δεν επιτρέπεται αναδρομική ισχύ βαρύτερου ποινικού νόμου. Και δεν είναι δυνατόν εκ των υστέρων να διαταχθεί, εάν η δικαστική απόφαση δεν έχει διατάξει, την δικαστική απέλαση των καταδικασθέντων σε κάθειρξη επικίνδυνων αλλοδαπών κακοποιών.
Οι πρόσφατες ληστείες, μετά φόνου από αλλοδαπούς κακοποιούς, που απελύθησαν από τις φυλακές υπό όρους χωρίς να διαταχθεί η απέλασή τους, έχουν επιτείνει τον φόβο και την ανησυχία των πολιτών και έχουν προκαλέσει την δικαιολογημένη αγανάκτηση των αστυνομικών οι οποίοι με κίνδυνο της ζωής τους συλλαμβάνουν τους επικινδύνους κακοποιούς.
Τους οποίους βλέπουν εντός ολίγων ετών να συνεχίζουν την εγκληματική τους δράση χάριν των ευεργετικών νόμων υπουργών Δικαιοσύνης που, ενώ είναι εξαίρετοι νομικοί, φαίνεται να αγνοούν τους σκοπούς της ποινής που διδάσκονται στους πρωτοετείς φοιτητές της Νομικής και στην σωστή λειτουργία των οποίων στηρίζεται ολόκληρο το ποινικό σύστημα της χώρας.
Η αντεγκληματική πολιτική που χαράσσει ο αρμόδιος υπουργός Δικαιοσύνης, λαμβάνοντας υπ’ όψη τις γενικότερες συνθήκες και καταστάσεις της χώρας, αλλά και το δημόσιο συμφέρον και όχι το ατομικό, δεν πρέπει να «παρασύρεται» από ιδεοληψίες, διότι τότε έχουμε έξαρση της εγκληματικότητας με τις γνωστές συνέπειες.
Η εγκληματικότητα, όχι αυτή που εμφανίζεται στις στατιστικές αλλά η πραγματική, που είναι γνωστή στους ενδιαφερομένους και η αντιμετώπιση της, όπως η διαφθορά και η γραφειοκρατία, είναι παράγοντες που λαμβάνονται σοβαρά υπ’ όψη για τον σχεδιασμό και την πραγματοποίηση επενδύσεων και, συνεπώς, εάν η πολιτεία επιδιώκει την οικονομική ανάπτυξη, πρέπει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την καταπολέμηση τους.
Αυτό μπορεί να γίνει μόνον με την επιλογή στελεχών με αξιοκρατικά κριτήρια και όχι πολιτικά, με σεβασμό στους θεσμούς και στην νομιμότητα, ώστε να εμπεδωθεί αίσθημα ασφάλειας για τους πολίτες και τους επενδυτές.
* Αρεοπαγίτης ε.τ., πρώην Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης