Αναγκαία προϋπόθεση, κλίμα επενδυτικής εμπιστοσύνης και πολιτική σταθερότητα
Τους κινδύνους από τους οποίους απειλείται η ελληνική οικονομία, είχα αναπτύξει σε προηγούμενο άρθρο μου, επομένως σήμερα οφείλω να παρουσιάσω μερικές σκέψεις για τη βελτίωση της οικονομίας.
Του Νίκου Αναγνωστάτου
Το αίτημα νέου Μνημονίου που κυοφορείται, όπως έγραψα, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι συνεπάγεται νέων σκληρών μέτρων, διότι εξαρτάται με ποιο τρόπο και για ποιο σκοπό το ζητάς. Αν το ζητάς π.χ. για την κάλυψη των τρεχουσών οικονομικών αναγκών, τότε ακολουθεί η δυσάρεστη εκδοχή.
Αν όμως το ζητάς για να διαθέτεις τα αναγκαία κεφάλαια για αναπτυξιακούς σκοπούς, σε συνδυασμό με νοικοκυρεμένα μέτρα περιστολής των δαπανών, τότε είναι χρήσιμο και αναγκαίο.
Για να ανακάμψει η οικονομία της χώρας μας, χρειάζονται τρία πράγματα: Το πρώτο επενδύσεις, το δεύτερο επενδύσεις και το τρίτο επενδύσεις. Είναι αυτό που για χρόνια τώρα λείπει από την Ελλάδα και γι΄ αυτό πάμε από το κακό στο χειρότερο. Οι επενδύσεις όμως δεν έρχονται με ωραία λόγια και εμφαντικές υποσχέσεις, αλλά με τη δημιουργία κλίματος επενδυτικής εμπιστοσύνης και πολιτικής σταθερότητας.
Εκεί οφείλουμε να ρίξουμε όλο το βάρος της οικονομικής μας πολιτικής. Το πρόβλημα όμως που καθιστά δύσκολη αν όχι αδύνατη μια τέτοια πολιτική, είναι η παρατεταμένη προεκλογική περίοδος. Κάποιοι μας θυμίζουν ότι τα μεγαλύτερα ψέματα λέγονται, μετά το κυνήγι, κατά την διάρκεια του πολέμου και στην προεκλογική περίοδο.
Επειδή λοιπόν η ανάκαμψη δια των επενδύσεων, δεν έρχεται με ευχολόγια, ποσώ δε μάλλον με ψεύτικες θεωρίες και υποσχέσεις ότι η ανάκαμψη έρχεται. Ο ελληνικός λαός ας διαψεύσει όλους αυτούς που θεωρούν τους Έλληνες πάντα εύπιστους και πάντα προδομένους.
Ας γνωρίζουμε όλοι ότι για να θεωρηθεί ότι υπάρχει ανάκαμψη της οικονομίας μας, θα πρέπει το πλεόνασμα για το οποίο η κυβέρνηση κομπάζει, θα πρέπει να προέρχεται από οικονομική ανάκαμψη και όχι από αίμα των Ελλήνων.
Για να γίνει νοητό αυτό και όποιον έχει μια στοιχειώδη κρίση και νόηση, χωρίς να είναι οικονομολόγος, όταν η ανάπτυξή μας είναι π.χ. 1,5% και είμαστε υποχρεωμένοι να πετύχουμε πλεόνασμα 3,5%, τότε η διαφορά του 2% πρέπει να το εισπράξουμε από φόρους και αυστηρά μέτρα περικοπών από τα πενιχρά έσοδα των πολιτών, τα οποία ξεπερνούν την λογική τους.
Μέτρα αιματηρά και θνησιγενή ύστερα από δέκα χρόνια φορολογικής επιδρομής, κατά την οποία έχουν εξαντληθεί κάθε ευρώ από την τσέπη των πολιτών.
Η κυβέρνηση όμως, κομπάζει ότι πέτυχε πλεόνασμα 4% και περισσότερο. Δεν αντιλαμβάνεται ότι τούτο σημαίνει ότι αφαίμαξε τους Έλληνες περισσότερο από το αναγκαίο και ότι συγχρόνως στερήθηκαν τα αναγκαία χρήματα από την αγορά και τις δυνατότητες επενδύσεων. Είτε δεν γνωρίζουν οικονομία, είτε θεωρούν τους Έλληνες χαχόλους και δεν θα καταλάβουν ότι τους πίνουν το λιγοστό απομείναν αίμα και καμαρώνουν και από πάνω.
Η αλήθεια και η ειλικρίνεια που είναι το αποτελεσματικότερο φάρμακο για συμβίωση και ανάπτυξη, είναι έννοιες εν ανεπαρκεία, και terra incognita για την κυβέρνηση, ιδιαίτερα σε προεκλογική περίοδο είναι θανατηφόρο δηλητήριο για τους κυβερνώντες.
Μπορεί η κυβέρνηση να ξεγελάσει τους αγνούς αλλά αφελείς Έλληνες, αλλά δεν θα μπορέσει ποτέ να παραπλανήσει τις λεγόμενες αγορές και πενδυτές, από όπου περιμένουμε στήριξη και επενδύσεις.
Με δεδομένο λοιπόν ότι η επίτευξη πλεονασμάτων, πέραν της αναπόφευκτης αφαίμαξης των πολιτών, αναστέλλει αν δεν καταργεί τη δυνατότητα ανάκαμψης της οικονομίας, αφού στερείται η αγορά των αναγκαίων κεφαλαίων.
Ευθύς ως τούτο γίνει αντιληπτό, οφείλουμε να πείσουμε και τους φίλους εταίρους που μας επιβλέπουν και αποφασίζουν για μας, και να τους ζητήσουμε μια περίοδο χάριτος τουλάχιστον πέντε ετών αν όχι δέκα, επειδή το 3,5% πλεόνασμα αντιστοιχεί στην κάλυψη και καταβολή του ποσού των τόκων από το χρέος μας, να μην έχουμε καμία υποχρέωση για καταβολή ουδενός ποσού, ούτε των τόκων και να επικεντρωθούμε στην ουσιαστική ανάπτυξη με σύνεση, σοβαρότητα και επιχειρηματική γνώση, έτσι ώστε να εξασφαλίσουμε την ανάπτυξη η οποία είναι βέβαιο ότι θα έρθει, οπότε θα είμαστε σε θέση να αναπληρώσουμε το κενό, καταβάλλοντας ακόμη και μεγαλύτερα ποσά από αυτά των τόκων.
Συγχρόνως με την ανάκαμψη της οικονομίας, θα δημιουργηθούν περισσότερες επιχειρήσεις, θέσεις εργασίας, μειώνοντας την ανεργία και σιγά-σιγά να επανέλθουμε σε μια κανονική οικονομική και κοινωνική ζωή. Αναγκαία προϋπόθεση η εμπιστοσύνη των εταίρων μας ότι θα ενεργήσουμε μυαλωμένα και μπορούμε.
Χωρίς λοιπόν κλίμα εμπιστοσύνης, θα βράζουμε με το ζουμί μας και όποιος αντέξει. Αδήριτη ανάγκη λοιπόν η κυβέρνηση να σοβαρευτεί, να αντιληφθεί ότι οφείλει να δώσει προσοχή στις ιδιωτικές επενδύσεις, όσο και αν μερικοί της κυβέρνησης βγάζουν σπυράκια και να μην διστάζει να συγκρουστεί με αυτούς, γιατί είναι ο μόνος δρόμος διατήρησης της εξουσίας, αλλά και υποχρέωση τόσο στη χώρα, όσο και στους ταλαίπωρους πολίτες που τους εμπιστεύθηκαν. Έχουμε δυστυχώς αρκετά τρανταχτά παραδείγματα απεμπόλησης επενδύσεων για ιδεοληπτικούς λόγους και μόνο.
Το πρώτο στοιχείο δημιουργίας κλίματος επενδυτικής εμπιστοσύνης, είναι ασφαλώς να θέλουμε ιδιωτικές επενδύσεις. Το δεύτερο στοιχείο είναι ένα σταθερό φορολογικό καθεστώς. Ασφαλώς όσο χαμηλότεροι είναι οι φόροι, τόσο ευνοϊκότερο επενδυτικό περιβάλλον δημιουργείται.
Ένα τρίτο στοιχείο είναι η επενδυτική νομοθεσία να διευκολύνει τον επενδυτή και να μην τον ταλαιπωρεί με γραφειοκρατικές και άλλες περιττές διαδικασίες και απαιτήσεις. Οι αδειοδοτήσεις να δίνονται εντός 24ώρου και αν χρειάζονται συμπληρωματικά στοιχεία, με μια υπεύθυνη δήλωση να ορίζεται ο χρόνος προσκόμισής τους, αλλά η άδεια να δίνεται αμέσως. Τέλος το Τραπεζικό σύστημα χρειάζεται ενδυνάμωση αλλά και ευελιξία στις δανειοδοτήσεις για να κλείσει ο κύκλος των προϋποθέσεων που δημιουργούν επενδυτικό κλίμα εμπιστοσύνης.
Η θεμελίωση της οικονομίας ενός κράτους, στηρίζεται κυρίως στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν την σπονδυλική στήλη της οικονομίας, οι οποίες κατά κανόνα είναι ελληνικές, χωρίς να αποκλείουμε τις μεγάλες και ξένες επενδύσεις.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι πάντοτε προτιμότερες, διότι τα κέρδη παραμένουν στη χώρα μας, είτε για επανεπένδυση είτε για κατανάλωση που τονώνει την αγορά. Οι ξένες επιχειρήσεις, οι οποίες κατά κανόνα είναι μεγάλες, τα όποια κέρδη τους τα εξάγουν είτε στη μητρική τους εταιρεία, είτε στη χώρα καταγωγής τους. Αυτός είναι ένας πρόσθετος λόγος να προτιμούνται οι ελληνικές επιχειρήσεις.
Μια ακόμη σημαντική παράμετρος που αφορά τις ξένες επιχειρήσεις, είναι το αντικείμενο παραγωγής τους. Στο βαθμό που μας επιτρέπεται να επιλέξουμε είδος επιχείρησης, είναι να είναι εξαγωγικές, και όχι να παράγουν προϊόντα καθημερινής κατανάλωσης, τα οποία προτιμούμε να τα παράγουν ελληνικές επιχειρήσεις.
Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις απασχολούν κατ΄ αναλογία, περισσότερους εργαζόμενους και κινητοποιούν εντονότερα την αγορά, με αποδοτικότερη ποικιλία προϊόντων.
Τα θέματα οικονομίας είναι ατέλειωτα και επομένως θα επανερχόμαστε κατά καιρούς.