Τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα της γείτονος την κάνουν εξαιρετικά επικίνδυνη και όχι μόνον για την Ελλάδα.
«Η Τουρκία είναι ένα καζάνι που βράζει και κανείς δεν ξέρει πότε θα αρχίσει να κοχλάζει και πώς».
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Τα λόγια αυτά ανήκουν σε Τούρκο συνάδελφο που τα τελευταία χρόνια τού απαγορεύεται να δημοσιογραφεί, γι’ αυτό και επιβιώνει παραδίδοντας μαθήματα αγγλικών. Ζώντας κάπου στην αποκαλούμενη βαθειά Τουρκία, βλέπει την χώρα του να έχει μπει στην δίνη μίας πολύμορφης κρίσης, με την τουρκική οικονομία να παραπαίει.
«Η προσπάθεια του Ερντογάν να αλώσει όλους τους οικονομικούς μηχανισμούς δημιουργεί σοβαρά προβλήματα, ένα από τα οποία είναι αυτό της εκτεταμένης διαφθοράς», τονίζει ο Βέλγος οικονομολόγος Σ. Λεφέβρ, που πρόσφατα μελέτησε την τουρκική οικονομία για λογαριασμό ομάδας επενδυτών.
Ενδιαφέρον, από την άποψη αυτή, παρουσιάζει και η συνέντευξη του δρα Ανθρωπολογίας κ. Νίκου Μιχαηλίδη στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ) με αφορμή έρευνά του στην γείτονα για το πανεπιστήμιο Πρίνστον των ΗΠΑ. Αναλύοντας τα δεδομένα από την στάση και τις διακηρύξεις του Τούρκου προέδρου πριν και μετά τις εκλογές, ο δρ. Ν. Μιχαηλίδης πιστεύει ότι η Τουρκία θα γίνεται όλο και πιο εθνικιστική, με τα οικονομικά της προβλήματα να είναι σοβαρά και την οικονομία της να μετατρέπεται σταδιακά σε οικονομία πολέμου.
Για τις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας, ο κ. Μιχαηλίδης εκτιμά ότι η Άγκυρα «θα συνεχίσει τις διεκδικήσεις της έναντι της Ελλάδος, και μάλιστα πιο έντονα». Προσθέτει δε ότι «αυτό μαρτυρούν οι δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων, αλλά και τα εξοπλιστικά προγράμματα τα οποία ανακοινώνονται και γίνεται προσπάθεια να υλοποιηθούν. Το αν θα υλοποιηθούν θα εξαρτηθεί και από τις οικονομικές εξελίξεις».
Ο κ. Ν.Μιχαηλίδης εκτιμά ότι η Τουρκία θέλει να είναι η ίδια κέντρο διαμετακόμισης ενέργειας προς την Δύση και δεν επιθυμεί καμμία γειτονική της χώρα να έχει τέτοιον ρόλο, γιατί το θεωρεί απειλή στα κακώς εννοούμενα εθνικά της συμφέροντα. «Το καθεστώς θα συνεχίσει να προπαγανδίζει τον εαυτό του ως την πλευρά που επιθυμεί λύση στο Κυπριακό και στις σχέσεις με την Ελλάδα και να κατηγορεί Κύπρο και Ελλάδα για αδιαλλαξία –προπαγάνδα που πρέπει να αντιμετωπιστεί με άλλου τύπου πολιτικές.
Οι τουρκικές ελίτ βλέπουν ότι το γεωπολιτικό τους περιβάλλον ρευστοποιείται και θα κάνουν κάθε τί δυνατό για να υποβιβάσουν Ελλάδα και Κύπρο και να τις υποτάξουν σε μία τουρκική ηγεμονία. Η τουρκική κρατική ελίτ έχει ακόμα την κακή συνήθεια να θεωρεί τον εαυτό της κληρονόμο αυτοκρατορίας και αυτό είναι το κεντρικό πρόβλημα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε και να επιλύσουμε. Αυτή είναι η καρδιά των ελληνοτουρκικών προβλημάτων, ο τουρκοσουνιτικός μεγαλοϊδεατισμός», αναφέρει.
Οι σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση
«Οι σχέσεις με την ΕΕ θα δοκιμαστούν περισσότερο», υπογραμμίζει ο κ. Ν. Μιχαηλίδης. Ως αιτία θεωρεί ότι «το καθεστώς καλλιεργεί αντιδυτική υστερία και σοβινισμό στην κοινωνία, κατηγορώντας τους δυτικούς για τα δεινά της χώρας –συσκοτίζοντας έτσι την μία και πραγματική αιτία όλων των προβλημάτων, την παντελή έλλειψη δημοκρατίας και την απόλυτη διαφθορά του συστήματος». Προσθέτει δε ότι «η Τουρκία θα συνεχίσει να απειλεί την ΕΕ με αποστολή χιλιάδων προσφύγων προκειμένου να κερδίζει χρόνο και χρήμα αλλά και να προπαγανδίζει τον εαυτό της ως χρήσιμο και αναντικατάστατο εταίρο της Δύσης στην περιοχή».
Αναφορικά με τις δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων ότι επιθυμούν συνέχιση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ, ο κ. Ν. Μιχαηλίδης πιστεύει ότι αποτελούν προπαγάνδα που στόχον έχει να νομιμοποιήσει το καθεστώς στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης, αλλά και να κερδίσει χρόνο για να ανασυνταχθεί μετά τις αναταράξεις στην κρατική γραφειοκρατία.
«Η εμμονή της Τουρκίας να καταργηθεί η βίζα για τους πολίτες της που ταξιδεύουν στην ΕΕ είναι κομμάτι μίας στρατηγικής για να εκκενωθεί η χώρα από όλες τις φιλελεύθερες φιλοδυτικές δυνάμεις και από μειονότητες, οι οποίες βεβαίως θα μεταναστεύσουν άμεσα λόγω πίεσης στο εσωτερικό.
Στόχος είναι να αλλάξουν οι δημογραφικές ισορροπίες στο εσωτερικό, να ανακοπεί η δημογραφική άνοδος Κούρδων και αλεβιτών και να ενισχυθούν οι σουνίτες μουσουλμάνοι, πιστοί στον Ερντογάν και στο καθεστώς», υπογραμμίζει.
Επισημαίνει ακόμα ότι «η Τουρκία επιδιώκει, σε συνεργασία με την Ρωσία, να καταστεί κόμβος διαμετακόμισης φυσικού αερίου προς την Δύση. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε αυτοκτονία για τις βιομηχανικές υποδομές της ΕΕ, γιατί η Τουρκία πρόκειται να χρησιμοποιήσει και αυτό το εργαλείο εκβιαστικά για να κερδίσει σε άλλα μέτωπα. Η ΕΕ δεν έχει λόγο να δώσει τα κλειδιά της ενεργειακής της ασφάλειας σε ένα αναξιόπιστο κράτος που ενισχύει ισλαμιστές τρομοκράτες και απειλεί μέλη της αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη».
Όπως λέει ο κ. Ν. Μιχαηλίδης, «πρέπει όλοι να καταλάβουν ότι οι τουρκικές κρατικές ελίτ δεν επιθυμούν η χώρα τους να γίνει μέλος της ΕΕ. Προτιμούν να είναι ένας αυτόνομος διεθνής παίκτης, μία παγκόσμια δύναμη, όπως οι ίδιοι θέλουν να πιστεύουν, που θα διαμεσολαβεί μεταξύ ισλαμικού κόσμου και Δύσης.
Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν είναι εφικτό και θα ήταν πολύ επικίνδυνο για τα συμφέροντα της Δύσης. Η ΕΕ δεν έχει ανάγκη την Τουρκία. Το αντίθετο συμβαίνει, μια και η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας. Το καθεστώς της Άγκυρας φοβάται την Δύση και αυτό που εκπροσωπεί: την δημοκρατία και την ελευθερία».
Αυτές τις θέσεις επιβεβαιώνουν επίσης Τούρκοι συνάδελφοι και διανοούμενοι, τονίζοντας ότι μετά τις τελευταίες εκλογές ο Ταγίπ Ερντογάν είναι πλέον ένας «υπερδικτάτορας» με εξουσίες που συνιστούν μία νέα μορφή ολοκληρωτισμού.
Στο νέο σύστημα διακυβέρνησης ο Ταγίπ Ερντογάν είναι επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας και διορίζει τα μέλη του νέου υπουργικού συμβουλίου όπως επιθυμεί, και με ανθρώπους εκτός Βουλής. Έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα έκδοσης προεδρικών διαταγμάτων τα οποία έχουν ισχύ νόμου, ενώ ο ίδιος μπορεί να επιλέγει και να διορίζει την ηγεσία του δικαστικού σώματος.
Ο διορισμός ανωτάτων στελεχών της κρατικής γραφειοκρατίας γίνεται επίσης αποκλειστικά από τον Ερντογάν. Η χώρα θα διοικείται από τον ίδιο με την βοήθεια των υπουργείων, 9 επιτροπών και 4 ειδικών γραφείων που ιδρύονται με το νέο σύστημα.
«Θα έλεγα πως στην ουσία καταργείται το σύνταγμα», τονίζει ο δρ. Ν. Μιχαηλίδης. «Για παράδειγμα, με πρόσφατο διάταγμά του ο Ερντογάν κατήργησε και έκλεισε μέχρι και τα κρατικά θέατρα!», σημειώνει.
Όμως, ευρύτερος στόχος του είναι να ανασυγκροτήσει την γραφειοκρατία και να την εκκαθαρίσει από δημοκρατικές και φιλελεύθερες φωνές. «Γίνεται ένα format στο κράτος. Είναι εντυπωσιακό ότι όλα έγιναν πολύ γρήγορα και η κοινωνία, ακόμα και αυτοί που ψήφισαν τον Ερντογάν, αλλά και ο ακαδημαϊκός κόσμος, δεν γνωρίζουν πώς θα λειτουργήσει στην πράξη το σύστημα αυτό.
Υπάρχει τεράστια σύγχυση και σοβαρό έλλειμμα πληροφόρησης, καθώς και μεγάλος φόβος. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι το σύστημα αυτό επιβλήθηκε δια της βίας, της νοθείας και εν μέσω απειλών και καλλιέργειας κλίματος φόβου και σοβινιστικού παροξυσμού», προσθέτει.
Τέλος, ως προς την πορεία της τουρκικής οικονομίας, ο δρ. Νίκος Μιχαηλίδης κάνει λόγο για ύπαρξη τοξικού κλίματος. Κυρίως, όμως, εκτιμά ότι η τουρκική οικονομία μετατρέπεται σε οικονομία πολέμου.
Ειδικότερα αναφέρει: «Η πτώση της τουρκικής λίρας, η διαρκής άνοδος του πληθωρισμού και η διαφυγή κεφαλαίων από την χώρα δημιουργούν ένα τοξικό κλίμα, που όμως δεν θεωρώ ότι θα έχει πολιτικές συνέπειες. Το αυταρχικό καθεστώς είναι σε θέση να αντιμετωπίσει δια της βίας τις όποιες κοινωνικές διαμαρτυρίες προκύψουν λόγω της οικονομικής κρίσης στην οποία εισέρχεται. Τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ για την τουρκική οικονομία, η οποία στηριζόταν στα δάνεια και στην εισροή ξένου κεφαλαίου. Επιπλέον, η οικονομία της χώρας μετατρέπεται σε σημαντικό βαθμό σε οικονομία πολέμου, με τις πολεμικές βιομηχανίες και την οικονομική ενίσχυση του στρατού να έχουν κεντρικό ρόλο».
Ας συγκρατήσουμε τον όρο «οικονομία πολέμου», γιατί μάς παραπέμπει και σε άλλες εποχές, αυτές του Μεσοπολέμου, όταν ο γερμανικός εθνικισμός δημιουργούσε την δική του «πολιτική οικονομία» –με τις γνωστές θλιβερές συνέπειες…