Έντονη κινητικότητα καταγράφεται στις τάξεις των τραπεζοϋπαλλήλων, καθώς εργαζόμενοι όλων των βαθμίδων προσπαθούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα της αγοράς.
Ο εξορθολογισμός των τραπεζικών δικτύων που είχαν επεκταθεί υπέρμετρα την εποχή της έκρηξης του τραπεζικού δανεισμού, οι online υπηρεσίες που κρατούν τους πελάτες μακριά από τα τραπεζικά καταστήματα, οι νέες τεχνολογίες που οδηγούν στην ψηφιακή τραπεζική (digital banking) και η επιτακτική ανάγκη για ταχεία μείωση των «κόκκινων» δανείων, ώστε οι τράπεζες να ανακτήσουν το ρόλο τους στη χρηματοδότηση της οικονομίας, διαμορφώνουν το νέο τοπίο του τραπεζικού κλάδου που φέρνει ανατροπές και δημιουργεί ευκαιρίες στις εργασιακές σχέσεις και στις θέσεις απασχόλησης.
Πρόκειται για μια διαδικασία που έχει ξεκινήσει την τελευταία δεκαετία και θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια. Ο αριθμός των τραπεζοϋπαλλήλων από περίπου 68.000 στο τέλος του 2008, μειώθηκε σε περίπου 40.000 στο τέλος του 2018, ακολουθώντας κυρίως τη μείωση των τραπεζών από 21 σε εννέα, εκ των οποίων οι τέσσερις συστημικές συν την Τράπεζα Αττικής ελέγχουν το 98% της αγοράς. Το αντίστοιχο ποσοστό για τις πέντε μεγαλύτερες τράπεζες το 2008 ήταν περί το 65%.
Αλλά και το αντικείμενο των τραπεζικών εργασιών περιορίστηκε την ίδια δεκαετία, καθώς δάνεια και καταθέσεις από τα επίπεδα των 280 δισ. ευρώ έχουν μειωθεί σε 165 δισ. ευρώ και 140 δισ. ευρώ, αντιστοίχως.
Και ο μετασχηματισμός του τραπεζικού συστήματος συνεχίζεται με ταχείς ρυθμούς. Περίπου 2.000 εργαζόμενοι αναμένεται να φύγουν άμεσα από τα προγράμματα εθελουσίας εξόδου που «τρέχουν» Εθνική Τράπεζα και Eurobank. Πολλοί από αυτούς εκμεταλλεύονται τα «πακέτα» των προγραμμάτων για να μεταπηδήσουν στην νέα, «παράλληλη» αγορά που στήνεται στον τραπεζικό κλάδο, την αγορά διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων.
Το «παράλληλο» τραπεζικό σύστημα
Ήδη 17 εταιρείες έχουν πάρει άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, διεκδικώντας τα χαρτοφυλάκια των προβληματικών δανείων που πωλούν οι τράπεζες για να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους. Σύμφωνα με εκτιμήσεις παραγόντων της αγοράς ο αριθμός αυτός αναμένεται να περιοριστεί σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση, το πλήθος των εταιρειών είναι ενδεικτικό του ενδιαφέροντος που υπάρχει διεθνώς για τον συγκεκριμένο χώρο και τον όγκο των εργασιών που αναμένεται να πραγματοποιήσει τα επόμενα χρόνια. Το πόσες εταιρείες θα μείνουν τελικά, θα εξαρτηθεί από το ύψος των δανείων που η κάθε μια θα αποκτήσει. Έτσι εκτιμάται ότι στην πορεία θα υπάρξουν συμπράξεις, συγχωνεύσεις και αποχωρήσεις, ώστε να δημιουργηθούν βιώσιμα και αποδοτικά σχήματα.
Τραπεζικά στελέχη χαρακτηρίζουν τις εταιρείες διαχείρισης το πιο «ζωντανό» κομμάτι στον χρηματοπιστωτικό κλάδο. Οι σχεδιαζόμενες μεταφορές «κόκκινων» δανείων εκτός των τραπεζών, τόσο με πώληση χαρτοφυλακίων όσο και με παραχώρηση μόνο της διαχείρισής τους από τις εξειδικευμένες εταιρείες ώστε οι τράπεζες να επικεντρωθούν στις κλασικές τραπεζικές εργασίες της προσέλκυσης καταθέσεων και της χορήγησης δανείων, θα ενισχύσει περαιτέρω τη συγκεκριμένη, νεοσύστατη αγορά.
Αυτό άλλωστε δείχνει και η διεθνής εμπειρία σε χώρες που έχουν προηγηθεί στην διαχείριση προβληματικών δανείων, όπως η Ισπανία και η Ιταλία. Είναι ενδεικτικό ότι η Ισπανία που βαρύνονταν με τεράστιο όγκο κόκκινων δανείων ύψους 200 δισ. ευρώ το 2013, μέσα σε έξι χρόνια πέτυχε να τα μειώσει κατά 55% με τη συνδρομή των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών εταιρειών διαχείρισης. Μάλιστα, η κινητικότητα στην αγορά ήταν τέτοια που στην πορεία υπήρξαν συγχωνεύσεις που δημιούργησαν ακόμη μεγαλύτερα σχήματα. Η ισπανική αγορά είχε εξαρχής τη «συνδρομή» μιας bad bank που επιτάχυνε τις διαδικασίες, αλλά σύμφωνα με αναλυτές, υπάρχει ακόμη δρόμος για τις εταιρείες διαχείρισης και οι προοπτικές ανάπτυξης είναι ευρείες για τα επόμενα χρόνια.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα των προοπτικών και του επενδυτικού ενδιαφέροντος που εξακολουθεί να υπάρχει για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων ακόμα και σε αγορές πολύ πιο ώριμες από την ελληνική, αποτελούν τόσο η πρόσφατη εξαγορά από την Blackstone πλειοψηφικού ποσοστού σε χαρτοφυλάκιο real estate δανείων της Santander και η είσοδος της ιταλικής doBank στην ισπανική αγορά, με τη εξαγορά του 85% της Altamira έναντι 412 εκ. ευρώ.
Στην Ιταλία, μέσω ενός σχεδίου ανάλογου με αυτό που προωθεί το υπουργείο Οικονομικών για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων, μόνο το 2018 έγιναν περίπου 30 μεταβιβάσεις χαρτοφυλακίων, ενώ χαρακτηριστικό της ανάπτυξης της εν λόγω αγοράς είναι ότι φέτος οι μεταβιβάσεις εκτός από «κόκκινα» αφορούν και τα αμφίβολης είσπραξης δάνεια, δημιουργώντας έτσι νέο όγκο εργασιών για τις εταιρείες διαχείρισης.
Στην Ελλάδα, περί τα 20 δισ. ευρώ «κόκκινα» δάνεια έχουν «βγει» εκτός τραπεζικών ισολογισμών, ενώ ακόμη 30 δισ. ευρώ θα ακολουθήσουν την ίδια διαδρομή στο πλαίσιο της υλοποίησης των δεσμεύσεων που έχουν οι τράπεζες έναντι των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών με ορίζοντα το 2021. Μάλιστα, μεγάλος όγκος δανείων θα μεταφερθεί εκτός τραπεζών εντός του τρέχοντος έτους, μέσα από συναλλαγές που βρίσκονται σε εξέλιξη.
Επιπλέον τα προγράμματα μείωσης των «κόκκινων» δανείων που προωθούν Υπουργείο Οικονομικών και Τράπεζα της Ελλάδος «πατούν» πάνω σε εταιρείες διαχείρισης. Και τα δύο σχέδια δίνουν τη δυνατότητα στις τράπεζες να μειώσουν άμεσα τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε μεγάλη κλίμακα, με την διαχείρισή τους να περνά στις εξειδικευμένες εταιρείες, οι οποίες θα κληθούν να εφαρμόσουν «γενναίες» και αξιόπιστες λύσεις για να αντιμετωπίσουν τον μεγάλο όγκο των χαρτοφυλακίων.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι περίπου 2.000 εργαζόμενοι στις εταιρείες διαχείρισης αναμένεται να υπερδιπλασιαστούν, καθώς εκτιμάται ότι θα υπερβούν τους 5.000 τα επόμενα χρόνια. Εύλογα, η πλειονότητα αυτών θα προέρχεται από τον τραπεζικό κλάδο που διαθέτει την κατάλληλη τεχνογνωσία.
Από τη στιγμή μάλιστα που και οι παροχές και τα προνόμια εντός των τραπεζών δεν είναι πλέον αυτές που ήταν στο παρελθόν, το «ταμπού» της ιδιότητας του τραπεζοϋπαλλήλου φαίνεται να υποχωρεί και εργαζόμενοι από κεντρικές υπηρεσίες και το δίκτυο να αναζητούν εργασία εκεί που υπάρχει ζήτηση, δηλαδή κατά κύριο λόγο στις εταιρείες διαχείρισης προβληματικών δανείων.
Η ζήτηση για ανθρώπινο δυναμικό είναι ήδη αυξημένη και οι εργαζόμενοι στις τράπεζες «ζυγίζουν» τα δεδομένα, καθώς οι «νέας γενιάς» εθελούσιες είναι κατά κύριο λόγο στοχευμένα προγράμματα αποχώρησης, που στην ουσία «ωθούν» στην έξοδο τραπεζοϋπαλλήλους από συγκεκριμένους τομείς.
Το γεγονός αυτό συν το ότι «κάθε νέα εθελουσία είναι χειρότερη από την προηγούμενη», όπως λένε στον τραπεζικό κλάδο, προβληματίζουν το προσωπικό με αποτέλεσμα ορισμένοι εξ αυτών που έχουν ακόμη αρκετά χρόνια εργασιακού βίου να κάνουν τη μετάβαση στις εταιρείες διαχείρισης για «να πιάσουν τις καλές θέσεις» και να διαπραγματευθούν εγκαίρως τις αποδοχές τους, σε ένα κλάδο που δεν έχει τους μισθολογικούς περιορισμούς που έχει ο τραπεζικός κλάδος ή τη χορήγηση μπόνους.
Ωστόσο προβληματίζονται όσον αφορά τη διάρκεια «ζωής» των εταιρειών διαχείρισης. Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή εμπειρία σε αγορές αντίστοιχες με την ελληνική, οι εταιρείες διαχείρισης έχουν διάρκεια που προσεγγίζει την δεκαετία και είναι τουλάχιστον επτά έτη, διάστημα κατά το οποίο ο αριθμός των εργαζομένων στις τράπεζες θα συμπιεστεί περαιτέρω, οδηγώντας έτσι και αλλιώς εκτός τραπεζών μεγάλο αριθμό εργαζομένων