Τα μειούμενα ποσοστά μόλυνσης από τον κορωνοϊό και τα σχέδια να αρχίσουν να χαλαρώνουν τα μέτρα για lockdowns σε ορισμένες περιοχές του ανεπτυγμένου κόσμου προσέφεραν μία ακτίνα ελπίδας έπειτα από εβδομάδες αδιάκοπης σκοτεινιάς.
Του Μοχάμεντ Α. Ελ-Εριάν*
Όμως για πολλές αναπτυσσόμενες χώρες η κρίση μόλις ξεκίνησε και το ανθρώπινο τίμημα ενός μεγάλου ξεσπάσματος του Covid-19 θα είναι πολύ βαρύτερο από ό,τι σε οποιαδήποτε προηγμένη οικονομία. Με τις ΗΠΑ πρόσφατα να έχουν καταγράψει περισσότερους από 2.000 θανάτους σε μία μέρα, αυτό δεν είναι ασήμαντο.
Εάν η διεθνής κοινότητα δεν ενεργήσει τώρα, τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να είναι καταστροφικά.
Η κοινωνική απόσταση στην υποσαχάρια Αφρική
Η υποσαχάρια Αφρική είναι μία τέτοια περίπτωση. Πολλές χώρες εκεί θα αντιμετωπίσουν σημαντικές προκλήσεις στην επιβολή κανόνων κοινωνικής απόστασης και άλλων μέτρων για την εξομάλυνση της καμπύλης μετάδοσης.
Τα ήδη αδύναμα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης της περιοχής θα μπορούσα έτσι γρήγορα να καταβληθούν από ένα ξέσπασμα, ειδικά σε μία περιοχή με υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα.
Η Αφρική υποφέρει εδώ και πολύ καιρό από σοβαρή έλλειψη εργαζομένων στον τομέα της υγείας, με μόνο 2,2 εργαζόμενους ανά 1.000 άτομα (σε σύγκριση με 14 ανά 1.000 στην Ευρώπη) το 2013.
Και λίγες αφρικανικές χώρες έχουν σημαντική διαθεσιμότητα αναπνευστήρων, ένα κρίσιμο εργαλείο για τη θεραπεία σοβαρών περιπτώσεων. Η Νιγηρία αναφέρεται ότι έχει λιγότερους από 500 συνολικά, ενώ η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία μπορεί να μην έχει περισσότερους από 3.
Επιπλέον, οι κυβερνήσεις της υποσαχάριας Αφρικής έχουν περιορισμένο δημοσιονομικό και νομισματικό χώρο (ή επιχειρησιακή ικανότητα), να ακολουθήσουν τις ανεπτυγμένες χώρες για να αντιμετωπίσουν τον τεράστιο αντίκτυπο των μέτρων περιορισμού στην απασχόληση και στα προς το ζην.
Οι αναταράξεις από την Ασία, την Ευρώπη και τις ΗΠΑ -συμπεριλαμβανομένων των μειωμένων εσόδων από τα εμπορεύματα (λόγω της πτώσης της ζήτησης και των τιμών), το αυξανόμενο κόστος των εισαγωγών, η κατάρρευση του τουρισμού, η μειωμένη διαθεσιμότητα βασικών αγαθών, η έλλειψη άμεσων ξένων επενδύσεων και η απότομη αντιστροφή των χρηματοοικονομικών ροών στα χαρτοφυλάκια- έχουν ήδη επιδεινώσει αυτούς τους περιορισμούς. Για όσους είχαν πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, οι όροι έχουν γίνει ιδιαίτερα επαχθείς.
Θανατηφόρα πείνα vs θανατηφόρων κρουσμάτων
Ενώ η υποσαχάρια Αφρική διαθέτει κάποιες άμυνες -συμπεριλαμβανομένων ισχυρών οικογενειακών δικτύων και πολιτιστικής αντοχής, καθώς και των διδαγμάτων που αντλήθηκαν από την κρίση του Έμπολα- υπάρχει πραγματικός κίνδυνος ότι αυτό το σοκ του Covid-19 θα εξελιχθεί σε μία μάχη μεταξύ της θανατηφόρας πείνας και των θανατηφόρων κρουσμάτων.
Ορισμένα κράτη, που έχουν ήδη καταστεί εύθραυστα από δεκαετίες αδύναμης πολιτικής ηγεσίας ή διεφθαρμένου αυταρχισμού, μπορεί ακόμη και να αποτύχουν, κάτι που θα μπορούσε να πυροδοτήσει βίαιες αναταραχές και να δημιουργήσει ένα εύφορο έδαφος για τις εξτρεμιστικές ομάδες.
Οι κίνδυνοι δεν περιορίζονται βραχυπρόθεσμα. Οι χώρες είναι επίσης ευάλωτες σε μεγάλες μελλοντικές απώλειες παραγωγικότητας, τόσο μέσω της εργασίας όσο και των κεφαλαίων.
Το παρατεταμένο κλείσιμο των σχολείων και η ανεργία θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας, της εφηβικής εγκυμοσύνης και των παιδικών γάμων, ειδικά σε χώρες που δεν διαθέτουν βασικές υποδομές για απομακρυσμένη εκπαίδευση.
Με απλά λόγια, η υποσαχάρια Αφρική μπορεί να αντιμετωπίσει μία ανθρώπινη τραγωδία τόσο βαθιά, που θα μπορούσε να παρασύρει μία γενιά σε ορισμένες χώρες, με συνέπειες που εκτείνονται πολύ πέρα από τα σύνορα της περιοχής. Δύο παραδείγματα απεικονίζουν τέλεια τους πολυσχιδείς κινδύνους της διαρροής των αναταράξεων.
Μετανάστευση και αστάθεια των αγορών
Πρώτον, μειώνοντας δραστικά τις τρέχουσες και τις μελλοντικές οικονομικές προοπτικές των Αφρικανών, η κρίση του Covid-19 θα μπορούσε τελικά να τροφοδοτήσει ακόμη περισσότερη μετανάστευση από ό,τι αναφέρουν οι τρέχουσες προβλέψεις.
Δεύτερον, πυροδοτώντας μία σειρά αθετήσεων εταιρικού και κρατικού χρέους, ένα ανεξέλεγκτο ξέσπασμα του Covid-19 θα μπορούσε να επιδεινώσει την αστάθεια των χρηματοπιστωτικών αγορών που η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχουν αναλάβει τόσο ισχυρή δράση για να την καταστείλουν.
Αυτό αυξάνει τις πιθανότητες της αναστροφής των συνεπειών από τον χρηματοπιστωτικό τομέα στην πραγματική οικονομία.
Η κλίμακα της απειλής δεν παραβλέπεται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο, μέσω μίας τεράστιας συνεχούς προσπάθειας, έχει κινηθεί γρήγορα και τολμηρά για να αυξήσει τη χρηματοδότηση έκτακτης ανάγκης. Περισσότερες από 90 αναπτυσσόμενες χώρες έχουν ήδη προσεγγίσει το ΔΝΤ για οικονομική βοήθεια.
Μαζί με την Παγκόσμια Τράπεζα, το Ταμείο ζήτησε επίσης από επίσημους διμερείς πιστωτές, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, η οποία έχει αναδειχθεί σημαντικός πιστωτής τα τελευταία χρόνια, να αναστείλουν τις πληρωμές χρέους από τις φτωχότερες αναπτυσσόμενες χώρες. Πρωτοπορώντας επίσης, το ΔΝΤ παρέχει άμεση ελάφρυνση χρέους για 25 από τις χώρες-μέλη με χαμηλό εισόδημα, χρησιμοποιώντας πόρους επιχορήγησης για να καλύψει τις πολυμερείς υποχρεώσεις εξυπηρέτησης του χρέους τους για 6 μήνες.
Ο ρόλος της διεθνούς κοινότητας
Εν τω μεταξύ, ορισμένες χώρες, όπως η Κίνα, έχουν προσφέρει μεγάλες ιατρικές δωρεές σε είδη (αυτό που οι λιγότερο φιλάνθρωποι παρατηρητές έχουν χαρακτηρίσει ως «μασκαρεμένη διπλωματία»).
Όμως, για να αποφευχθεί η καταστροφή στις ευάλωτες περιοχές, η διεθνής κοινότητα πρέπει να κάνει πολλά περισσότερα.
Οι αναπτυγμένες οικονομίες, ειδικότερα, θα πρέπει να ξεπεράσουν την εγχώρια προκατάληψη, που έχει (κατανοητά) χαρακτηρίσει τις απαντήσεις τους μέχρι τώρα, με μία ευρύτερη αξιολόγηση των παγκόσμιων επιπτώσεων, συμπεριλαμβανομένης της μετάδοσης προς και από την Αφρική.
Πρέπει να επεκτείνουν την επίσημη χρηματοδοτική βοήθεια, να διευκολύνουν την ευρύτερη ελάφρυνση του χρέους και να δημιουργήσουν επειγόντως ένα διεθνές ταμείο αλληλεγγύης στο οποίο θα μπορούσαν να συμμετάσχουν και άλλες χώρες και ο ιδιωτικός τομέας.
Επιπλέον, οι ανεπτυγμένες χώρες πρέπει να κάνουν περισσότερα για να μοιραστούν τις βέλτιστες πρακτικές για τον περιορισμό και τον μετριασμό της πανδημίας. Για να διευκολυνθεί αυτή η διαδικασία, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας πρέπει να κάνει καλύτερη δουλειά στο να συγκεντρώνει και να διαμοιράζει τις σχετικές πληροφορίες. Η ηγεσία των ανεπτυγμένων οικονομιών, θα ήλπιζε κανείς, θα προχωρήσει σύντομα στην καθολική ανάπτυξη πιο αποτελεσματικών ιατρικών θεραπειών ή ακόμη και ενός εμβολίου.
Τέλος, η διεθνής κοινότητα πρέπει να κάνει πολλά περισσότερα για να συγκεντρώσει πόρους του ιδιωτικού τομέα. Όπως και στις ανεπτυγμένες χώρες, ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση κρίσεων σε ευάλωτες περιοχές, τόσο με άμεσες συνεργασίες του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα, όσο και με πολλαπλασιασμό αυτών.
Ενώ οι φαρμακευτικές εταιρείες και οι τεχνολογικές θα κάνουν πολλά για να επωμισθούν το βάρος, οι ιδιώτες πιστωτές μπορούν να βοηθήσουν με το να εργασθούν με κανονικούς τρόπους για να μειώσουν την άμεση επιβάρυνση του χρέους στις πιο προβληματικές αναπτυσσόμενες χώρες.
Όμως αυτό πάλι θα απαιτήσει μεγαλύτερη έμφαση στην ενεργοποίηση μηχανισμών. Θα απαιτηθεί μία μεγαλύτερη αλλαγή νοοτροπίας εκ μέρους των πολυμερών δανειστών και άλλων διεθνών οργανισμών (συμπεριλαμβανομένης της Παγκόσμιας Τράπεζας).
Η πανδημία του Covid-19 απειλεί να καταστρέψει μεγάλα μέρη του αναπτυσσόμενου κόσμου. Μόνο με μία συντονισμένη, συνεργατική και ολιστική προσέγγιση, η διεθνής κοινότητα μπορεί να αποφύγει μία ανθρωπιστική τραγωδία μεγάλης κλίμακας και να προστατεύσει τον υπόλοιπο κόσμο από μία αποσταθεροποιητική ανατροπή.
* επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος της Allianz, ήταν πρόεδρος του Συμβουλίου Παγκόσμιας Ανάπτυξης στην κυβέρνηση Μπαράκ Ομπάμα.
**πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Ναυτεμπορική»