Όλοι πλέον αποδέχονται την ανάγκη τόνωσης της εξωστρέφειας, αλλά το ερώτημα είναι πώς, πότε και με ποια μέσα αυτή μπορεί να γίνει πράξη.
Όλοι συμφώνησαν στο Συνέδριο του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων (Π.Ε.Ε.). Από την πρόεδρο του κυρία Χριστίνα Σακελλαρίδη, έως τον τελευταίο ομιλητή μιας μακράς σε διάρκεια εκδήλωσης άπαντες παραδέχτηκαν ότι χωρίς εξωστρέφεια μηδέν μέλλον για την ελληνική οικονομία και τη χώρα γενικότερα.
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Το πρόβλημα όμως είναι ότι αυτή η ομοφωνία έρχεται λίγο αργά και εκδηλώνεται υπό αντίξοες συνθήκες. Στις μέρες μας οι εξαγωγές και εν γένει η εξωστρέφεια δεν είναι εύκολες υποθέσεις. Απαιτούν οργάνωση. Χρήμα, γνώση και κυρίως ανοιχτούς ορίζοντες. Δεν γίνεται εξαγωγέας ο οποιοσδήποτε οσο και αν θέλει.
Το θέμα συνεπώς της παρουσίας ελληνικών προϊόντων σε ξένες αγορές είναι πολυσύνθετο και κυρίως δεν ανέχεται αυτοσχεδιασμούς και ευκαιριακού χαρακτήρα ενέργειες. Η είσοδος και παραμονή σε αλυσίδες αξίας, η δημιουργία είκονας και η αξιοποίηση άϋλων στοιχείων που δημιουργούν ευνοϊκή προδιάθεση αγοράς, είναι πλέον εργαλεία προώθησης που θέλουν ειδικούς χειρισμούς.
Παράλληλα όμως, όπως σωστά επισημάνθηκε στο Συνέδριο του ΠΣΕ, η οργάνωση των εξαγωγών πρέπει να στηρίζεται σε ένα υγιές τραπεζικόλ σύστημα και σε υποδομές που να ανταποκρίνονται στις προκλήσεις της σημερινής …μεταβαλλόμενης.. ψηφιακής εποχής μας.
Βασική προϋπόθεση επιτυχίας όμως από την άποψη αυτή είναι η βούληση των ιδιωτικών επιχειρήσεων της χώρας να ανοίξουν τα …πανιά τους εκτός Ελλάδος. Και για την ώρα, ναι μεν οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών παρουσιάζουν άνοδο, πλην όμως το φαινόμενο είναι συγκυριακό και άρα ευάλωτο.
Είναι πολύ λίγες οι πραγματικές εξαγωγικές επιχειρήσεις της χώρας και αυτό οφείλεται στο ότι η Ελλάδα βρίθει μικρομεσαίων επιχειρήσεων με οριακό χαρακτήρα. Δυστυχώς δε, όση εξειδίκευση και αν έχουν, τέτοιου είδους επιχειρήσεις δεν στέκονται εύκολα στις μεγάλες διεθνείς αγορές.
Όπως επεσήμαναν στο Συνέδριο αρκετοί ομιλητές, αλλά και ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης κ.Στέργιος Πιτσιόρλας, το θέμα του μεγέθους των επιχειρήσεων είναι κρίσιμα για την εκπόνηση και χάραξη μιας αποτελεσματικής εξαγωγικής πολιτικής, η οποία σήμερα δεν μπορεί να αγνοεί και τις μεταβολές που παρατηρούνται παγκοσμίως στο επίπεδο του περιβάλλοντος και της προστασίας του, αλλά και στις συμπεριφορές των καταναλωτών.
Ιδιαίτερη εντύπωση πάντως στο Συνέδριο του ΠΣΕ μας εκανε η απουσία της Ευρώπης.Αφ’ ενός δεν είδαμε κανέναν εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή του Ευρωκοινοβουλίου στα διάφορα πάνελ, αλλά παράλληλα καμμιά σχεδόν αναφορά δεν έγινε και στην …ενιαία. Ευρωπαϊκή αγορά, προς την οποίαν όμως κατευθύνονται οι εξαγωγές μας σε ποσοστό πάνω από 50%.
Κατ’ επέκταση καμμιά κουβέντα δεν έγινε για την ευρωπαϊκή ταυτότητα προϊόντων που πάνε σε εκτός Ευρώπης αγορες και ποιο ρόλο θα μπορούσε αυτή η …ταυτοτικη. διάσταση να παίζει στην προώθηση της ελληνικής παραγωγής.
Λίγα πράγματα επίσης ακούστηκαν για το ηλεκτρονικό εμπόριο και τον ψηφιακό μετασχηματισμό του δημοσίου και των επιχειρήσεων την ώρα που οι κλάδοι αυτοί γνωρίζουν αλματώδη άνοδο και ανάπτυξη. Ως εκ τούτου θα διαμορφώσουν και το μέλλον της εξαγωγικής δραστηριότητας.
Πάντως, αυτή η τελευταία είναι ανοδική. τα τελευταία χρόνια για την ελληνική οικονομία, γεγονός που επισήμανε και ο κ.Α. Χασάπης, ανώτατο διευθυντικό στέλεχος στην Eurobank. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας, που παίζει σημαντικό ρόλο στην εξαγωγική προσπάθεια, οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ως ποσοστό του ΑΕΠ (λόγοι ονομαστικών μεγεθών) ανέρχονται στο 33,0% το 2017 (17,8% αγαθά και 15,2% υπηρεσίες) από 22,1% το 2010 και 14,4% το 1995.
Γίνεται έτσι άμεσα ευδιάκριτη η σταδιακή αύξηση του δείκτη εξαγωγών της χώρας. Το αντίστοιχο μέγεθος των ελληνικών εισαγωγών προϊόντων και υπηρεσιών ήταν 34,0% το 2017 (28,1% προϊόντα και 5,9% υπηρεσίες) από 30,7% το 2010 και 22,7% το 1995.
Από τα παραπάνω στοιχεία της ελληνικής οικονομίας το 2017, προκύπτει πως εξήλθαν και εισήλθαν, προς και από την παγκόσμια αγορά, προϊόντα και υπηρεσίες μεγαλύτερου συγκριτικά ποσοστού σε σχέση με την αξία της εθνικής παραγωγής της, τόσο σε σύγκριση με το 2010 αλλά και με το μακρινό 1995.
Παρομοίως, η τωρινή λογιστική βαρύτητα του ρυθμού μεταβολής εξαγωγών και εισαγωγών στον ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας, είναι σαφώς υψηλότερη αναλογικά με τις αρχές της δεκαετίας που διανύουμε, και πολύ περισσότερο από τα μέσα της δεκαετίας του ’90.
Βέβαια, σε αυτό το σημείο αξίζει να υπογραμμισθεί ότι η ελληνική οικονομία απέχει αρκετά από τα αντίστοιχα μέσα μεγέθη της ΕΕ-28 και της Ευρωζώνης. Οι μέσοι όροι των οικονομιών αυτών, σε εξαγωγές και εισαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ, ανέρχεται σε 45,7% / 41,9% και 47,3% / 42,6% αντίστοιχα.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι χρειάζεται ακόμη πολλή δουλειά για να γίνει η χώρα πραγματικά εξωστρεφής, κυρίως στον τομέα των αγαθών και λιγότερο στον αντίστοιχο των υπηρεσιών.