Τρία είναι, κατά τον Jan Werner Muller στο μεγάλου ενδιαφέροντος βιβλίο του ‘’Τί είναι ο λαϊκισμός’’, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μίας λαϊκιστικής διακυβέρνησης: απόπειρα άλωσης του κρατικού μηχανισμού, διαφθορά και μαζικές πελατειακές σχέσεις και συστηματική προσπάθεια περιστολής της κοινωνίας των πολιτών.
Του Κώστα Χριστίδη*
Οι λαϊκιστές κατά κανόνα δικαιολογούν την συμπεριφορά τους με τον ισχυρισμό ότι μόνο οι ίδιοι εκπροσωπούν τον λαό, πράγμα που τους επιτρέπει να παραδέχονται μάλλον ανοιχτά την χρήση παρόμοιων πρακτικών.
Ο Pierre Rosanvallon από πλευράς του παρατηρεί ότι ο λαϊκισμός περιλαμβάνει μία τριπλή απλούστευση: πρώτον: μία πολιτική και κοινωνική απλούστευση, η οποία βλέπει έναν ομοιογενή λαό που ορίζεται από την αντίθεσή του στις διεφθαρμένες ελίτ, δεύτερον: μία διαδικαστική και θεσμική απλούστευση, που στρέφεται ενάντια στα ενδιάμεσα όργανα (π.χ. την δικαιοσύνη) και, τρίτον: μία απλούστευση της σύλληψης του κοινωνικού δεσμού, θεωρώντας ότι το κύριο στοιχείο συνοχής μίας κοινωνίας είναι η ομοιογενής ‘’ταυτότητά’’ της και όχι η ποιότητα των κοινωνικών σχέσεων.
Οι αποτυχίες των λαϊκιστών, όταν βρίσκονται στην κυβέρνηση, χρεώνονται στις ελίτ που δρουν παρασκηνιακά εντός ή εκτός χώρας (όπως συστηματικά διεκήρυσσε π.χ. ο Τσάβες). Και ενώ ηθικά και πολιτικά διεκδικούν το δικαίωμα εκπροσώπησης ολόκληρου του λαού, στην πράξη δεν απολαμβάνουν όλοι οι πολίτες την πλήρη προστασία που εξασφαλίζουν οι νόμοι.
Όσοι ‘’δεν ανήκουν στον λαό’’ ή είναι ύποπτοι για ενεργό δράση κατά του λαού, (πρέπει να) τυγχάνουν αυστηρής μεταχείρισης. Πρόκειται για αυτό που ο J.W. Muller αποκαλεί ‘’νομικισμό της διάκρισης’’: για τους φίλους μου, τα πάντα, για τους εχθρούς μου, ‘’ο νόμος’’.
Οι πρακτικές αυτές εφαρμόζονται σε ακραίο βαθμό κατά τα 2,5 έτη που στην κυβέρνηση βρίσκεται ο Σύριζα και πρωθυπουργός είναι ο Αλέξης Τσίπρας.
Μαζικές πελατειακές σχέσεις, όπου και σε όσο βαθμό (λόγω μνημονίων) είναι αυτό δυνατόν, με εμβληματική περίπτωση τον διορισμό του ‘’Συμβούλου Στρατηγικής’’ στο πρωθυπουργικό γραφείο.
Απροκάλυπτη προσπάθεια χειραγώγησης των ΜΜΕ, έντυπων και ηλεκτρονικών, με χρήση κάθε πρόσφορου μέσου, καθώς και κάθε ανεξάρτητης αρχής ή θεσμού (π.χ. της Τράπεζας της Ελλάδος).
Ευτυχώς που κάποια ‘’θεσμικά εμπόδια’’ αποδεικνύονται, μέχρι στιγμής, ανυπέρβλητα. Έτσι, κατέπεσε ο αντισυνταγματικός νόμος Παππά, δεν ‘’φρονηματίστηκε’’ από παντοειδείς απειλές ή πιέσεις ο Γιάννης Στουρνάρας και ελπίζεται ότι δεν θα τεθούν σε εφαρμογή τα ‘’συμβουλευτικά’’ δημοψηφίσματα που απεργάζεται η κυβέρνηση σε σχέση με την συνταγματική αναθεώρηση.
Εκεί, βεβαίως, όπου έχει ξεσπάσει σε υπέρτατο βαθμό η μήνις του κ. Τσίπρα και της περί αυτόν ηγετικής ομάδας είναι η δικαιοσύνη, την οποία κατηγορούν ως ‘’φερέφωνο’’ της αντιπολίτευσης, χωρίς να θέλουν να δεχθούν ότι μία βασική αρμοδιότητα της δικαστικής εξουσίας κατά το Σύνταγμα είναι ακριβώς η ακύρωση των όποιων αντισυνταγματικών δράσεων επιχειρούν να υλοποιήσουν οι δύο άλλες εξουσίες.
Όμως η σθεναρή αντίδραση της ελληνικής δικαιοσύνης ματαιώνει τις απόπειρες εγκαθίδρυσης μίας χωλής, ανελεύθερης μορφής δημοκρατίας από τους ακραίους λαϊκιστές.
Νομικός – Οικονομολόγος*