Η πανδημία πέραν των υγειονομικών επιπτώσεων με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς, θα προκαλέσει μεσομακροπρόθεσμα ισχυρούς κλυδωνισμούς στο οικοδόμημα των οργανωμένων κοινωνιών και θα αφήσει βαθιά, ανεξίτηλα τα σημάδια της στις οικονομίες και τις κοινωνίες παγκοσμίως.
Του Ηλία Ε. Ξηρουχάκη*
Η φτώχεια και οι κοινωνικές ανισότητες αναμένεται να διευρυνθούν, ενώ οι οικονομίες του κόσμου μαστίζονται ήδη από τη χειρότερη ύφεση μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αυτό βέβαια ήταν αναμενόμενο, δεδομένου ότι, για περίπου δύο μήνες, επιβλήθηκε από τις κυβερνήσεις σχεδόν ολική παύση κάθε οικονομικής δραστηριότητας μέσω του lockdown.
Τώρα, επιστρέφοντας σε κάποιου είδους κανονικότητα, όλοι οι κλάδοι της οικονομίας, ασφαλώς μη εξαιρουμένου του τραπεζικού, επιχειρούν να καταγράψουν τις απώλειες και να δημιουργήσουν έναν οδικό χάρτη ανάκαμψης.
Φιλόδοξος στόχος είναι στο τέλος του 2021 να βρισκόμαστε, σε όρους ΑΕΠ, στο ίδιο σημείο με αυτό του Δεκεμβρίου 2019.
Ανεξαρτήτως της καμπύλης ανάκαμψης της οικονομίας (V, U, W, L κ.λπ.), το ζητούμενο είναι ο τραπεζικός κλάδος να επιτελέσει τον βασικό καταστατικό του ρόλο, δηλαδή του ισχυρού αιμοδότη πάσης φύσεως οικονομικής δραστηριότητας.
Το καίριο ερώτημα που γεννάται, είναι το εξής: οι τρεις φορές ανακεφαλαιοποιημένες τράπεζες, οι οποίες βρίσκονταν άλλωστε, πριν από τη νέα κρίση, σε στάδιο ανάνηψης από πολυετή εντατική θεραπεία, μπορούν να αναλάβουν άραγε τον κρίσιμο αυτό ρόλο;
Η απάντηση είναι «ασφαλώς ναι»! Όχι βέβαια διότι διαθέτουν άπλετα κεφάλαια για να «κάψουν» ή γιατί η σημερινή, κατά τα λοιπά επαρκής, ρευστότητά τους είναι ανεξάντλητη.
Η δυνατότητά τους να υποστηρίξουν την ανάκαμψη τροφοδοτείται κυρίως από τα πολύ υψηλότερα του αναμενομένου γενναία μέτρα στήριξης της ρευστότητας και κεφαλαιακής τους επάρκειας από την ΕΚΤ, αλλά και από τις εξαγγελθείσες παρεμβάσεις της κυβέρνησης προς εργαζομένους και επιχειρήσεις, ήδη ύψους 24 δισ.
Σε επίπεδο ρευστότητας αυξήθηκε σημαντικά η προσφερόμενη ποσότητα χρήματος (liquidity) στις εμπορικές τράπεζες, μειώθηκε το κόστος αυτής (σε κάποιες περιπτώσεις είναι αρνητικό, ώστε να διευκολύνεται η χαμηλού κόστους παροχή επαρκούς ρευστότητας στην πραγματική οικονομία – πρόγραμμα TLTRO III), αλλά κυρίως σημειώθηκε αξιοσημείωτη χαλάρωση των κριτηρίων για εξασφαλίσεις που παρέχονται στην ΕΚΤ για τα δάνεια που αυτή χορηγεί, κάτι εξόχως σημαντικό για τις ελληνικές τράπεζες (πρόγραμμα PEPP των 750 δισ. ευρώ).
Αυτό σημαίνει πως η χώρα μπήκε διά της πλαγίας οδού και για πρώτη φορά από δημιουργίας του, στο πρόγραμμα πιστωτικής χαλάρωσης. Τέλος επετράπη στις τράπεζες, σε προσωρινή βάση επίσης, να λειτουργούν κάτω από την εποπτική απαίτηση για το ελάχιστο ποσοστό του δείκτη κάλυψης της απαραίτητης προβλεπόμενης ρευστότητας (LCR), ήτοι 100%.
Ενδεχόμενες βλέψεις για χρήση της παρεχόμενης υπερβάλλουσας ρευστότητας με στόχο βραχυπρόθεσμα λειτουργικά κέρδη στις αγορές σταθερού εισοδήματος (π.χ. σε ομόλογα χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας που δεδομένης της συγκυρίας απολαμβάνουν υψηλές αποδόσεις) θα ήταν ίσως χρήσιμο να μετριαστούν, και τα ποσά αυτά στην πλειονότητά τους να διοδευτούν προς την πραγματική οικονομία που τα έχει άμεση ανάγκη.
Από την πλευρά της κυβέρνησης, ανακοινώθηκε ήδη πλήθος μέτρων τόνωσης της ρευστότητας και στήριξης των κλάδων με στόχο την ταχύτερη ανάκαμψη της οικονομίας. Ως σημαντικότερα αναφέρω ενδεικτικά το πακέτο δημοσιονομικής στήριξης των 6,8 δισ. ευρώ (3,5% του ΑΕΠ), το οποίο περιλαμβάνει μέτρα όπως παροχή ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για νέα επιχειρηματικά δάνεια, εγγυήσεις για νέα δάνεια σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την επιδότηση επιτοκίου δανείων, που αφορά τις πληττόμενες επιχειρήσεις κ.λπ.
Επίσης, βρίσκεται σε τελικό στάδιο η ολοκλήρωση συμφωνίας για τη δημιουργία ενός συστήματος κρατικών εγγυήσεων (εντός βεβαίως των σχετικών κανόνων της Ε.Ε.) για έως 2 δισ. ευρώ εγγυήσεις, το οποίο με τη συνολική μόχλευση ρευστότητας μέσω τραπεζικού συστήματος θα φτάσει, κατ’ εκτίμηση, τα 7 δισ. ευρώ με εγγυημένο το 80% του χαρτοφυλακίου δανείων μικρομεσαίων αλλά και μεγάλων επιχειρήσεων.
Είναι χρήσιμο να αναφερθεί πως όλα τα ανωτέρω είναι πέρα και πάνω από τα κεφάλαια που θα εισρεύσουν στη χώρα από το σχεδιαζόμενο ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, όταν και εφόσον το ίδιο, οι πόροι του και ο τρόπος διανομής τους οριστικοποιηθούν.
Προς έκπληξη ίσως πολλών, η χώρα μας και η Ευρώπη αντέδρασαν στη βαθιά οικονομικοκοινωνική κρίση που προκάλεσε η πανδημία σχεδόν ακαριαία και εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, καίρια.
Όπως κάθε κρίση έτσι και αυτή ανοίγει περιόδους μεγάλης αβεβαιότητας, παράλληλα όμως δημιουργεί και ευκαιρίες.
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα μπορεί δράττοντας αυτές (τις ευκαιρίες) να συνδράμει τα μέγιστα όχι μόνο στην αναγκαία στήριξη της οικονομίας αλλά και στην ταχεία αναμόρφωση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας.
*αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας