Οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες πληρώνουν τελικά βαρύτατο τίμημα για τις στρεβλώσεις, τις ανεπάρκειες και τους φαρισαϊσμούς ενός αποκρουστικού πελατειακού συστήματος...
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Δεν είναι και δεν ήταν μυστικό ότι η Ελλάδα διέθετε υπεράριθμα εμπορικά καταστήματα και υπερβολικό αριθμό αναποτελεσματικών μικρών επιχειρήσεων.
Είναι γεγονός ότι, ακόμα και σήμερα και παρά την κρίση, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχουν μεγαλύτερη συμμετοχή στην οικονομία της χώρας, αλλά με αισθητά χαμηλότερη αποτελεσματικότητα σε σχέση με τα αντίστοιχα μεγέθη στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
Υπενθυμίζουμε ότι πρόσφατη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας (ΕΤΕ), καθώς και παλαιότερες μελέτες των Εμποροβιομηχανικών Επιμελητηρίων, αναδείκνυαν τον υπερεμπορισμό ως σοβαρό οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα και υπογράμμιζαν το υψηλό κόστος του στην μεταφορά και διανομή αγαθών.
Η μελέτη της ΕΤΕ, ειδικότερα, αναφέρει ως βασική αδυναμία του ελληνικού λιανεμπορίου τον μεγάλο αριθμό των μικρών επιχειρήσεων, οι οποίες καλύπτουν το 2/3 των συνολικών πωλήσεων έναντι μόλις 1/4 στην ΕΕ, ενώ ταυτοχρόνως καλύπτουν το 71% της απασχόλησης (έναντι 37% στην ΕΕ).
Είναι επίσης αλήθεια ότι η μεγάλη μάζα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δραστηριοποιείται στους λεγόμενους «μη εμπορεύσιμους τομείς», δηλαδή παράγουν κυρίως υπηρεσίες έντασης εργασίας (εστίαση, κ.α.), μικρής προστιθέμενης αξίας και όχι διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες που θα μπορούσαν να εξαχθούν.
Ακόμα χειρότερα, για να επιβιώσουν, οι μικρομεσαίες εισαγωγικές επιχειρήσεις εργάζονται με υψηλά περιθώρια κέρδους, εισάγοντας επίσης είδη που αγοράζουν ακριβά λόγω μεγέθους. Αυτός είναι και ο λόγος που για μία μακρά περίοδο οι επιχειρήσεις αυτές αντιδρούσαν στον εκσυγχρονισμό και τον ορθολογισμό της ελληνικής αγοράς, στην οποία τα τελευταία χρόνια οργιάζει και το παραεμπόριο.
Στο πλαίσιο αυτής της στρεβλής κατάστασης, η οποία όμως έχει βαθειές ρίζες, η κρίση και η υπαγωγή της ελληνικής οικονομίας υπό επιτήρηση για οργανισμούς όπως το ΔΝΤ και ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) είναι μία μοναδική ευκαιρία για εξορθολογισμό της αγοράς, γεγονός που αποτελεί και προϋπόθεση μεταρρύθμισής της.
Έτσι, στην ελληνική περίπτωση εξορθολογισμός της αγοράς σημαίνει κλείσιμο μη βιώσιμων ή και παρασιτικών επιχειρήσεων, με παράλληλες συγχωνεύσεις και εξαγορές στον χώρο των μεγάλων.
Θα πρέπει εξάλλου να σημειωθεί ότι, για τους θεσμούς ή τους δανειστές μας, ο υπερεμπορισμός συνδέεται άμεσα και με την παραοικονομία –την οποία θέλουν να κατεβάσουν και στην χώρα μας στα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα. Ήταν στο επίπεδο του 6%-10% σε σχέση με το ΑΕΠ, όταν σήμερα βρίσκεται στο 30% περίπου.
Πίσω λοιπόν από τις αντιρρήσεις της τρόϊκας για «ανάσες» στους μικρομεσαίους, βρίσκεται μία ιδεολογική εμμονή στο ότι η αγορά θα πρέπει να ξεκαθαρίσει από μη αποτελεσματικές επιχειρήσεις και ότι, εάν ένας αυτοαπασχολούμενος ή μία εταιρεία δεν μπορούν να εξοφλήσουν τις υποχρεώσεις τους προς το Δημόσιο και τα Ταμεία, τότε δεν είναι βιώσιμοι και δεν έχουν λόγον ύπαρξης.
Στους θεσμούς είναι εδραιωμένη η πεποίθηση ότι στην Ελλάδα υπάρχει πρόβλημα «κακοπληρωτών» και «μπαταχτσήδων», ενώ εκδηλώνουν μία εμμονή στην έννοια της βιωσιμότητας, καθώς και την αντίθεσή τους σε ο,τιδήποτε χαλαρώνει αυτό που ορίζουν ως «κουλτούρα πραγματοποίησης πληρωμών».
Προκύπτει δηλαδή σαφώς –αλλά καταγράφεται και στις εκθέσεις του ΔΝΤ, έστω και με καλυμμένη τεχνοκρατική γλώσσα– ότι το σχέδιο για την ελληνική οικονομία προβλέπει πολύ λιγότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις τα επόμενα χρόνια. Η οικονομική ασφυξία λόγω υπερφορολόγησης, αύξησης των εισφορών και «ξεκαθαρίσματος» των κόκκινων δανείων είναι για τους δανειστές απλώς μία ευκαιρία για να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα.
Με άλλα λόγια, οι μικρομεσαίοι, ως «προϊόντα» του πελατειακού κράτους και των στρεβλών δομών του, γίνονται σήμερα θυσία στις υπερβολές του, στις σπατάλες του, στις διαπλοκές του και κυρίως στην διαφθορά του.
Από την άλλη πλευρά, όμως, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις από το 1980 και μετά είχαν και αυτές πάμπολλες ευκαιρίες και δυνατότητες να εκσυγχρονιστούν, να γίνουν πιο ανταγωνιστικές και να ανταποκριθούν καλύτερα στις προκλήσεις των καιρών. Αλλά δεν τις αξιοποίησαν. Σε πολλές περιπτώσεις, μέσα από συντεχνιακές διεκδικήσεις και αντιδράσεις, επέλεξαν τον δρόμο της ακινησίας γιατί τούς φαινόταν πιο βολικός και εύκολος.
Σήμερα, λοιπόν, καλούνται να καταβάλουν το κόστος μίας βίαιης προσαρμογής, η οποία ως εκ της φύσεώς της θα έχει και πάρα πολλά θύματα –κάποια από τα οποία, δυστυχώς, τίποτε δεν έχουν διδαχθεί από την πραγματικότητα.