Ένας από τους λίγους κλάδους της βιομηχανίας μας που αντέχει στον χρόνο και πάει μπροστά.
Η ελληνική βιομηχανία δεν έχει πίσω της την παράδοση της αντίστοιχης ευρωπαϊκής και η ανάπτυξή της δεν στηρίχθηκε στις ίδιες ακριβώς αρχές.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Αυτός είναι και ο λόγος που τα προβλήματα της εγχώριας βιομηχανίας δεν υπήρξαν τα ίδια με τα αντίστοιχα στην βιομηχανική Ευρώπη. Υπό αυτή την έννοια, η ελληνική βιομηχανική ανάπτυξη παρουσιάζει πολλές ιδιαιτερότητες –που κάποιοι όχι μόνον δεν θέλουν να δουν αλλά επιμελώς αποκρύπτουν.
Στα 100 χρόνια ανάπτυξης της εγχώριας βιομηχανίας, πάντως, ο κλάδος των ειδών διατροφής έπαιξε σημαντικό ρόλο και σήμερα κατέχει δεσπόζουσα θέση στην ελληνική μεταποίηση. Επειδή λοιπόν εορτάζεται η Παγκόσμια Ημέρα Διατροφής, μία ιστορική αναφορά στον κλάδο θεωρούμε ότι επιβάλλεται.
Η ελληνική βιομηχανία ειδών διατροφής αρχίζει συστηματικά να αναπτύσσεται από την είσοδο της χώρας στον 20ο αιώνα και μετά.
Η ανάπτυξη αυτή διαφέρει αισθητά από την αντίστοιχη ευρωπαϊκή –γεγονός που οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, όπως η έλλειψη κεφαλαίων, η περιορισμένη βιομηχανική κουλτούρα και, βεβαίως, η αποκοπή της Ελλάδας από την βιομηχανική επανάσταση λόγω τουρκοκρατίας.
Στο σύνολο του μεταποιητικού τομέα, ο κλάδος της διατροφής απέκτησε μεγάλο ειδικό βάρος την δεκαετία τού 1920.
Μέχρι το 1918, είχαν ιδρυθεί μόνον τρεις ανώνυμες εταιρείες διατροφής, έναντι 33 στον υπόλοιπο μεταποιητικό τομέα.
Στην συνέχεια, την περίοδο 1919-1923, ιδρύθηκαν τέσσερις ανώνυμες εταιρείες διατροφής, έναντι 46 στον υπόλοιπο μεταποιητικό τομέα.
Συνολικά, δηλαδή, μέχρι το 1923 ιδρύθηκαν επτά ανώνυμες εταιρείες διατροφής επί συνόλου 85 ανωνύμων μεταποιητικών εταιρειών.
Συνεπώς, μόνον μία στις δώδεκα ανώνυμες μεταποιητικές εταιρείες αφορούσε την διατροφή. Αντίθετα, την επόμενη περίοδο (1924-1928), από τις 185 μεταποιητικές ανώνυμες εταιρείες, οι 48 σχηματίστηκαν στον κλάδο της διατροφής, δηλαδή η αναλογία ανέβηκε αισθητά –μία στις τέσσερις. Στο μετοχικό κεφάλαιο των νέων ανωνύμων εταιρειών που ιδρύθηκαν από το 1924 έως το 1927, μεγάλο ρόλο διαδραμάτισαν οι εισφορές εις είδος και όχι τα μετρητά.
Είναι γεγονός ότι την δεκαετία τού 1920, η διατροφή παίζει όλο και μεγαλύτερο ρόλο στην εθνική οικονομία, η οποία, όμως, παραμένει αγροτική. Όπως αναφέρει ο Ευαγ. Χικίμογλου, ο λόγος που η διατροφή έπαιζε πλέον μεγαλύτερο ρόλο στην συσσώρευση του βιομηχανικού κεφαλαίου είναι ότι, από τα μέσα της δεκαετίας τού 1920, επιτάχθηκαν και απαλλοτριώθηκαν σχεδόν δέκα εκατομμύρια στρέμματα καλλιεργήσιμων εκτάσεων σε όλη την χώρα και διατέθηκαν για την αποκατάσταση προσφύγων και γηγενών.
Η διανομή της γης είχε ως αποτέλεσμα να καλλιεργηθούν εδάφη που πρώτα χρησιμοποιούνταν ως βοσκές ή έμεναν ακαλλιέργητα και να αυξηθεί σημαντικά η παραγωγή, ιδιαίτερα των σιτηρών.
Στην Μακεδονία, στην Θεσσαλία και στην Ήπειρο, οι εκτάσεις που καλλιεργήθηκαν με σιτηρά διπλασιάστηκαν από το 1915 έως το 1932. Ποσοστό 93% της αύξησης στην καλλιέργεια σίτου προήλθε από τις περιοχές στις οποίες η γη διενεμήθη στους ακτήμονες. Αλλά ο βασικός λόγος ανάπτυξης της βιομηχανίας της διατροφής ήταν η αύξηση του πληθυσμού και, κατά συνέπεια, της ζήτησης.
Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η αυξημένη ροπή του καταναλωτικού κοινού στην κατανάλωση δημητριακών ευνοεί την ανάπτυξη της αλευροβιομηχανίας, που είναι και ο πρώτος σε δύναμη κλάδος των ειδών διατροφής.
Αντίθετα προς το κρέας, η κατά κεφαλήν κατανάλωση δημητριακών στην Ελλάδα φθάνει τα 163 κιλά το 1932 και είναι η υψηλότερη στην Ευρώπη, όπου ο μέσος όρος βρίσκεται στα 100 κιλά περίπου. Το 1938, η παραγωγή σίτου έχει φθάσει τους 900.000 τόνους και την μερίδα του λέοντος στην αγορά κατέχουν οι βιομηχανικές επιχειρήσεις Αλλατίνη, Μύλοι Αγίου Γεωργίου, Λούλης και Ευρώτας.
Παράλληλη με αυτήν της αλευροποιΐας είναι και η ανάπτυξη των ορυζόμυλων και των βιομηχανιών αμύλου και γλυκόζης.
Το πρώτο γνωστό εργοστάσιο επεξεργασίας ορύζης στην Ελλάδα ήταν των Μπενβενίστε, Νατζαρί και Σια, το οποίο ιδρύθηκε το 1905 στην Θεσσαλονίκη και καταστράφηκε από μεγάλη πυρκαϊά το 1914. Ακολούθησαν οι ιδρύσεις των εργοστασίων Ελληνικοί Ορυζόμυλοι ΑΕ, Εταιρεία Καλλιέργειας και Βιομηχανίας Ορύζου ΑΕ και Μαργαριτώφ ΑΕ.
Στα προϊόντα αμύλου και γλυκόζης πριν τον Πόλεμο δεσπόζουν οι εταιρείες ΑΒΕΖΑΠ και ΒΙΑΜΥΛ ΑΕ την οποία ίδρυσε ο Σπύρος Κουβερτάρης (1897-1964).
Βιομηχανικές μονάδες αναπτύσσονται επίσης τους τομείς των ζυμών αρτοποιΐας, ζάχαρης, σοκολάτας και ζαχαρωδών, ζυμαρικών, καφέ. Γνωστές εταιρείες του κλάδου αυτού υπήρξαν και είναι η Ζύμαι Αρτοποιΐας Νικολάου ΑΕ (ΖΑΝΑΕ), η ΖΑΑΕ Χημικά Εργοστάσια, η ΙΟΝ ΑΕ, η Φλόκας, η Παυλίδης, η Ανώνυμος Βιομηχανική Εταιρεία Ζυμαρικών (ΑΒΕΖ) και η Ανώνυμος Βιομηχανική Εταιρεία Σακχαροπήκτων «Ήλιος», η οποία ωστόσο τέθηκε σε εκκαθάριση το 1939.
Η ανοδική πορεία της ελληνικής βιομηχανίας ειδών διατροφής ανεκόπη στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής, όπου διάφοροι νόμοι (Α.Ν.424/1941) περιόρισαν τις βιομηχανικές εργασίες, με αποτέλεσμα την γενίκευση της ανεργίας στον κλάδο –ανεργία η οποία διευκόλυνε, ωστόσο, τις αρχές κατοχής να προσελκύουν Έλληνες εργάτες, λόγω ανέχειας, στα πολιτικά εργοστάσια της Γερμανίας.
Υπό τις ανωτέρω συνθήκες, όπως προκύπτει από στοιχεία του περιοδικού «Βιομηχανική Επιθεώρησις», ο βιομηχανικός δείκτης παραγωγής με βάση το 1938, είχε υποχωρήσει το 1945 στο 33/100 και ο αντίστοιχος των ειδών διατροφής είχε περιορισθεί στο ήμισυ του προπολεμικού προϊόντος.
Την γερμανική κατοχή ακολούθησε ο εμφύλιος πόλεμος, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να βρεθεί πολύ πίσω από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες σε επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, που αποτελούσαν και την βασική προϋπόθεση για την βιομηχανική και συνολική οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Με αφορμή τον Εμφύλιο, μπορούμε να πούμε ότι η χώρα υπέστη ολική οικονομική καταστροφή και μεγάλο μέρος της βιομηχανίας της καταστράφηκε. Συγκεκριμένα, η ελληνική βιομηχανική παραγωγή έφθανε στο 3% και η ανεργία ξεπερνούσε κατά 80% την αντίστοιχη της περιόδου πριν τον πόλεμο.
Ακόμα χειρότερα, λόγω έλλειψης κεφαλαίων, η χώρα υστερούσε σε υποδομές και οι όποιες βιομηχανίες της είχαν σοβαρό πρόβλημα ενσωματώσεως στα διεθνή δίκτυα διανομής λόγω μεγέθους και αδυναμίας να αποκτήσουν την απαιτούμενη εξωστρέφεια.
Παρόλα αυτά, στο μέτρο που η εσωτερική ζήτηση ανεβαίνει, η βιομηχανία ειδών διατροφής παρουσιάζει πολύ καλούς ρυθμούς ανόδου και επίσης παρακολουθεί τις σημαντικές αλλαγές που γίνονται στον τρόπο διατροφής των Ελλήνων. Οι Έλληνες καταναλωτές παύουν να είναι λιτοδίαιτοι και υιοθετούν καταναλωτικά πρότυπα παραπλήσια με τα αντίστοιχα των Δυτικοευρωπαίων. Δημιουργούνται έτσι νέες συνθήκες αγοράς, οι οποίες οδηγούν και σε νέες παραγωγικές μονάδες.
Στον βαθμό λοιπόν που παρατηρείται άνοδος της κατανάλωσης κρέατος, πουλερικών και γαλακτοκομικών προϊόντων, μπαίνουν στην ελληνική αγορά νέα είδη διατροφής, όπως σνακ, τσιπς, γκοφρέτες, μπισκότα, αλλά και το νεσκαφέ. Το παραγωγικό τοπίο στην βιομηχανία ειδών διατροφής σαφώς μεταβάλλεται, με κάποιους κλάδους να παρακμάζουν και άλλους να εκτινάσσονται.
Παράλληλα, από τις βιομηχανίες αυτές εισέρχονται στην Ελλάδα και νέες μέθοδοι διακίνησης των επιχειρήσεων μάρκετινγκ και επικοινωνίας, με αποτέλεσμα να μεταβάλλονται άρδην τόσον το λιανεμπόριο και το χονδρεμπόριο όσο και οι κλάδοι διαφήμισης-επικοινωνίας.
Κατά συνέπεια, μπορεί να ειπωθεί ότι σε μεγάλο βαθμό η βιομηχανία τροφίμων-ποτών, παράγοντας και διαθέτοντας άμεσα καταναλωτικά είδη, υπήρξε μέγας τροφοδότης παράλληλων δραστηριοτήτων σε τομείς όπως η συσκευασία, ο σχεδιασμός, τα πλαστικά, η υαλουργία, κλπ.
Ασφαλώς δε, η συμβολή της βιομηχανίας τροφίμων-ποτών στην ανάπτυξη του αγροτικού τομέα και της κτηνοτροφίας υπήρξε εκ των ων ουκ άνευ.
Ενώ έτσι, κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, η βιομηχανία τροφίμων κατείχε την δεύτερη θέση στο σύνολο της ελληνικής μεταποίησης μετά την κλωστοϋφαντουργία, στο τέλους του 20ου αιώνα είχε κατακτήσει τα πρωτεία με τάσεις περαιτέρω ανόδου.
Ήδη, το 1980, η ελληνική βιομηχανία τροφίμων συνεισέφερε ποσοστό 16,5% του εθνικού βιομηχανικού προϊόντος, προηγούμενη όλων των άλλων κλάδων της μεταποίησης. Κατείχε ακόμη την δεύτερη θέση σε αριθμό αυτοαπασχολούμενων και στην προστιθέμενη αξία, με ποσοστά 13% και 24% αντιστοίχως.
Αλλά εκείνο που προσδιόριζε τον στρατηγικό ρόλο της ήταν η ολοένα και μεγαλύτερη αλληλεξάρτηση του συγκεκριμένου τομέα και της γεωργίας, αφού συνεχώς μεγαλύτερο τμήμα της γεωργικής παραγωγής αποτελούσε πρώτη ύλη της βιομηχανίας τροφίμων, ως αντικείμενο μεταποίησης και τυποποίησης από αυτήν.
Τα ποσοτικά μεγέθη καταμαρτυρούν την μεγάλη πρόοδο της ελληνικής βιομηχανίας ειδών διατροφής. Από 103 ανώνυμες εταιρείες που υπήρχαν στον κλάδο αυτόν το 1939, σήμερα, 78 χρόνια μετά, ο αριθμός πλησιάζει τις 2.000 επιχειρήσεις –από τις οποίες, δύο στις τρεις είναι κερδοφόρες. Ο κύκλος εργασιών του κλάδου ξεπερνά τα 20 δισεκατομμύρια ευρώ και πραγματοποιείται σε ποσοστό 90% από κερδοφόρες επιχειρήσεις.
Ας σημειωθεί, επίσης, ότι το 25% του κύκλου αυτού εργασιών πραγματοποιείται από ομίλους όπως οι Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης, Vivartia, Φαγε, Ελαΐς, Νεστλέ, Σόγια Ελλάς, Μεβγάλ, Θράκη, Ε.Ι.Παπαδόπουλος, κ.α. Τα κεφάλαια που χρησιμοποιήθηκαν για την πραγματοποίηση του συνολικού κύκλου εργασιών στον κλάδο ξεπερνούν το 32% των συνολικών κεφαλαίων της ελληνικής βιομηχανίας.
Είναι συνεπώς κατάδηλο ότι η βιομηχανία τροφίμων είναι ό,τι καλύτερο διαθέτει σήμερα ο παραγωγικός ιστός της χώρας.
Από πλευράς απασχολήσεως, ο κλάδος αντιπροσωπεύει 350.000 θέσεις εργασίας, ήτοι το 26% του τομέα της μεταποιήσεως. Ακόμα, μεγάλο ποσοστό της απασχολήσεως αυτής καλύπτει την ελληνική περιφέρεια και, βεβαίως, στηρίζει τον αγροτικό τομέα και την ελληνική κτηνοτροφία.
Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, είναι σαφές ότι η ελληνική βιομηχανία τροφίμων κατέχει σήμερα την πρώτη θέση στην ελληνική οικονομία και αποτελεί τον κλάδο με την υψηλότερη συμβολή σε όλα τα βασικά μεγέθη της μεταποίησης –πωλήσεις, προστιθέμενη αξία, αριθμός επιχειρήσεων, απασχόληση.
Οι επιχειρήσεις της βιομηχανίας τροφίμων χαρακτηρίζονται, επίσης, από εξωστρέφεια και έντονη επενδυτική και εμπορική δραστηριότητα και έτσι έχουν καταφέρει να αποτελούν κύριο μοχλό αναπτύξεως στην χώρα μας.
Παράλληλα, επειδή ο κλάδος δέχεται και έντονες ανταγωνιστικές πιέσεις, κάνει πολύ σοβαρές προσπάθειες εξορθολογισμού του παραγωγικού του ιστού και της ευρύτερης διοικήσεως και οργανωτικής αναβαθμίσεώς του.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, όπως αναγνωρίζει και το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), οι στόχοι της βιομηχανίας τροφίμων είναι:
*η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας με μεγαλύτερη εξωστρέφεια, με διαφάνεια και με την διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας,
*η σταθερή και υψηλή ποιότητα και ασφάλεια των προϊόντων, κάτι που επιτυγχάνεται με σκληρή δουλειά στην έρευνα και τεχνολογία, καθώς και στην παραγωγή και διανομή των προϊόντων,
*η διατήρηση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στα προϊόντα και στο όνομα της βιομηχανίας, που αποτελεί και το σημαντικότερο κεφάλαιό της,
*ο μακροπρόθεσμος σεβασμός στο περιβάλλον και η αναγνώριση της κοινωνικής ευθύνης.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονισθεί ότι, στους κόλπους της ελληνικής βιομηχανίας, ο κλάδος των τροφίμων είναι αυτός που αφιερώνει και τα μεγαλύτερα ποσά για έρευνα και ανάπτυξη, ακριβώς επειδή στο επίπεδο αυτό οι επιχειρήσεις μπορούν να αποκτήσουν συγκριτικό πλεονέκτημα.
Ταυτοχρόνως, η δραστηριότητα του κλάδου είναι ενισχυτική και άλλων τομέων της ελληνικής οικονομίας, πέρα από την γεωργία και την κτηνοτροφία, όπως είναι τα υλικά συσκευασίας, οι μέθοδοι και τα συστήματα αποθηκεύσεως, οι μεταφορές.
Από την άλλη πλευρά, σε καθαρά επιστημονικό επίπεδο, η βιομηχανία τροφίμων παίζει, σε παγκόσμιο επίπεδο, σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της γενετικής και της βιοτεχνολογίας, που είναι και οι αναπτυσσόμενοι παραγωγικοί κλάδοι του μέλλοντος.
Είναι έτσι σαφές ότι ο κλάδος των τροφίμων θα παράγει όλο και περισσότερο προϊόντα τα οποία θα έχουν υψηλά επίπεδα ενσωματωμένης γνώσεως –φαινόμενο το οποίο αποτελεί βεβαίως ασήμαντη λεπτομέρεια για τους εγχώριους οικονομικούς και άλλους ειδήμονες.
Τέλος, θα πρέπει να τονιστούν και οι περιβαλλοντικές ευαισθησίες του κλάδου, ο οποίος συμμετέχει ενεργά σε καινοτόμα ευρωπαϊκά προγράμματα, όπως το Life Foodprint που στόχο έχει την μείωση του αποτυπώματος του άνθρακα.
Κλάδος με ευοίωνες προοπτικές, η βιομηχανία τροφίμων-ποτών αυτό που περιμένει είναι ένα σταθερό επενδυτικό και φορολογικό περιβάλλον, λιγότερη γραφειοκρατία και πιο υπεύθυνη βιομηχανική πολιτική, σε μία χώρα που μάλλον έχει ξεχάσει την μεταποίηση.