Το πέρασμα της γείτονος από τον κεμαλισμό στον ερντογανισμό, κάθε άλλο παρά ήπιο και ακίνδυνο προμηνύεται…
Της Ντόρας Μπακογιάννη*
Μετά την μάλλον οριακή επικράτηση του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν στο δημοψήφισμα για την συνταγματική αναθεώρηση, η Τουρκία μπαίνει σε νέα φάση –επικίνδυνη, όμως. Η συνταγματική αναθεώρηση και η αλλαγή του πολιτεύματος σε προεδρική δημοκρατία φαινομενικά γίνεται για να ενισχυθεί η κυβερνησιμότητα της χώρας.
Είναι αλήθεια ότι η Τουρκία έχει πικρή εμπειρία ακυβερνησίας και σχηματισμού βραχύβιων κυβερνήσεων κατά την δεκαετία του 1990. Όμως, με τα σημερινά δεδομένα, η μετατροπή του πολιτεύματος εμπεριέχει στοιχεία που θα μπορούσαν να εμβαθύνουν περισσότερο την υπάρχουσα κρίση στην γείτονα.
Το νέο σύνταγμα ορίζει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως τον επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας, όπως συμβαίνει άλλωστε σε όλα τα αντίστοιχα πολιτεύματα στον αναπτυγμένο κόσμο. Αλλά εδώ υπάρχουν σημαντικές διαφορές.
Διευρύνονται οι προεδρικές αρμοδιότητες χωρίς να προβλέπεται το αντίστοιχο νομικό πλαίσιο που να καθορίζει το απαραίτητο θεσμικό αντίβαρο προς την εκτελεστική εξουσία.
Μάλιστα, στο προτεινόμενο σύνταγμα δεν υπάρχει καμμία αναφορά σε υποχρέωση του Προέδρου να λογοδοτεί στην Βουλή ή σε οποιοδήποτε άλλο σώμα, ενώ αντίθετα τού δίνεται το δικαίωμα μονομερούς επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης.
Από την υιοθέτηση πολυκομματικού συστήματος την δεκαετία του 1950, η Τουρκία επανέρχεται για πρώτη φορά σε ένα τύποις κεμαλικό μοντέλο διακυβέρνησης: κυβερνάται επί 15 χρόνια από το ίδιο κόμμα και τον ίδιο ηγέτη, μόνον που αυτή την φορά ο φορέας της εξουσίας δεν είναι πια κεμαλικός.
Αντιθέτως, προέρχεται από το πολιτικό Ισλάμ, έναν χώρο που για δεκαετίες ήταν ασύμβατος με την πολιτική παρακαταθήκη του Ατατούρκ και τα εθνικά συμφέροντα της Τουρκίας, τουλάχιστον όπως τα προσδιόριζε η κεμαλική ελίτ.
Εκτός αυτού, η Τουρκία αντιμετωπίζει εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους. Η ασταθής πολιτική της στην Συρία και γενικά στην Μέση Ανατολή την έχει καταστήσει στόχο διαφόρων εγχώριων και μη τρομοκρατικών οργανώσεων.
Η οικονομία της βυθίζεται σταθερά, με την λίρα να έχει υποτιμηθεί 8% από την αρχή του έτους. Η Κεντρική Τράπεζα, αντί να αυξήσει σημαντικά το επιτόκιο δανεισμού για να προστατεύσει το νόμισμα, υπακούει στις κυβερνητικές επιταγές που θέλουν φθηνό χρήμα για τόνωση της ανάπτυξης.
Μόνον που στην διεθνή πρακτική αυτή η τακτική δεν αποδίδει ποτέ. Μάλιστα, το υπουργείο Οικονομικών διακηρύσσει πως οι μαζικές πωλήσεις λιρών αποτελούν «εξωτερική επίθεση στην οικονομία από δυνάμεις που συνωμοτούν με στόχο την επιβράδυνσή της».
Η κοινωνία συνεχίζει να ζει υπό συνθήκες εκτάκτου ανάγκης για περισσότερο από μισό χρόνο, την στιγμή που εκατομμύρια πολίτες έχουν περιθωριοποιηθεί: αποταχθέντες αστυνομικοί και στρατιωτικοί, δημόσιοι αξιωματούχοι και καθηγητές, Κούρδοι που μεταφέρονται βιαίως από τις εστίες τους στην νοτιοανατολική Τουρκία προς τις παραγκουπόλεις των αστικών κέντρων.
Στο μεταξύ, η κατάσταση στην Συρία δεν είναι ευνοϊκή για την Άγκυρα. Ο τουρκικός στρατός έχει καθηλωθεί εδώ και καιρό στην πόλη Αλ Μπαμπ, αδυνατώντας να προελάσει περισσότερο εναντίον των τζιχαντιστών.
Ο θάνατος πολλών Τούρκων στρατιωτικών και το υψηλό κόστος συντήρησης των στρατευμάτων στην τουρκοσυριακή μεθόριο και το βόρειο Ιράκ επιτείνουν το κλίμα ανησυχίας και αβεβαιότητας στην εξουθενωμένη –πολιτικά και οικονομικά– τουρκική κοινωνία.
Το εθνικό γόητρο βρίσκεται, λοιπόν, σε χαμηλό σημείο. Η Τουρκία αντιμετωπίζει πολιτικούς και οικονομικούς κινδύνους που μέχρι στιγμής αδυνατεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά. Το γεγονός αυτό περικλείει ποικίλους κινδύνους, που τον περασμένο Ιανουάριο έγιναν ορατοί –όταν τουρκικά πολιτικά πλοία παραβίασαν τα χωρικά μας ύδατα και προσέγγισαν τα Ίμια. Παρόμοια επεισόδια είναι πολύ πιθανόν να αυξηθούν.
Η Ελλάδα οφείλει να αντιμετωπίσει την κατάσταση με ψυχραιμία και αποφασιστικότητα. Είναι αυτονόητη η υποχρέωση της κυβέρνησης να ενημερώνει διαρκώς τους εταίρους μας στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ για τις προκλητικές ενέργειες της Άγκυρας, ιδίως υπό το πρίσμα της υπάρχουσας ευρωτουρκικής συμφωνίας για το προσφυγικό.
Με δεδομένη την περαιτέρω εμβάθυνση της κρίσης στην Τουρκία, η χώρα μας πρέπει σε κάθε περίπτωση να βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα.
* Πρώην ΥΠΕΞ, βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας
ΠΗΓΗ: «Διπλωματικός Ταχυδρόμος»