Αυτό είναι το τεράστιο ερώτημα που φέρνει στο προσκήνιο ο βρετανικός «Economist» και μάλλον έχει δίκιο.
«Το αεροδρόμιο του Ελληνικού, κάποια χιλιόμετρα στον νότο της Αθήνας, έχει κλείσει από το 2001. Αεροπλάνα που ανήκουν στον άλλοτε εθνικό αερομεταφορέα της χώρας ο οποίος πλέον δεν υπάρχει, βρίσκονται εγκαταλελειμμένα στον αεροδιάδρομο.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Παραδίπλα, ένα στάδιο που έχει χτιστεί για τους Αγώνες του 2004 καταρρέει σιγά-σιγά. Στο βάθος, μια μαρίνα βλέπει προς τον λαμπερό Σαρωνικό. Το 2011, όταν η Ελλάδα βρέθηκε να είναι το κέντρο της κρίσης χρέους. η κυβέρνηση ξεκίνησε τις διαδικασίες για πώληση της περιοχής-που είναι σε μέγεθος τρεις φορές όσο το Μονακό.
Το 2014 την πήρε ένα κονσόρτσιουμ που σχεδίαζε να χτίσει εκεί κατοικίες, ξενοδοχεία και ένα καζίνο. Με προβλεπόμενο κόστος 8 δια ευρώ, πρόκειται για το μεγαλύτερα επενδυτικό σχέδιο στην Ελλάδα.
Πέντε χρόνια έχουν περάσει, κι όμως μπουλντόζες δεν έχουν ακόμη μπει. 'Όταν, το 2015, σχημάτισε κυβέρνηση, ο αριστερός ΣΥΡΙΖΑ άνοιξε εκ νέου τη σύμβαση πώλησης Υπουργοί με τάση αμφιταλάντευσης καθυστερούσαν τις άδειες. Οι αρχές απαίτησαν πολυάριθμες αρχαιολογικές έρευνες. Οι γείτονες έκαναν προσφυγές. Πέρα από τα σκάφη που δένουν στη μαρίνα και κάποιους άνδρες ασφαλείας που περιπολούν, η περιοχή δίνει την εικόνα εγκατάλειψης».
Με αυτή την όντως αποκαλυπτική αλλά και ρεαλιστική καταγραφή, ο βρετανικός «The Economist» ξεκινά ένα άρθρο του για την Ελλάδα και τις προοπτικές της.
Τονίζει δε χωρίς περιστροφές, ότι «ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επιθυμεί να μετατρέψει το Ελληνικό σε σύμβολο όχι πλέον των εμποδίων για άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ελλάδα, αλλά του νέου ανοίγματος της χώρας στις διεθνείς συναλλαγές.
Οι άδειες χορηγήθηκαν με διαδικασία fast track, οι δε υπεύθυνοι για την ανάπτυξη της περιοχής ελπίζουν ότι θα βάλουν μπουλντόζες την επόμενη χρονιά. Προκειμένου όμως να αναζωογονηθεί η οικονομία της Ελλάδας θα χρειαστούν πολύ περισσότερα από την έγκριση ενός μεγάλου αναπτυξιακού σχεδίου.
Ο Κ. Μητσοτάκης θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει τη δίδυμη κληρονομιά της κρίσης, παράλυτες τράπεζες και απονευρωμένες, αυστηρή δημοσιονομική πολιτική.
Θα χρειαστεί ωστόσο και να προσπαθήσει να μεταρρυθμίσει μια γραφειοκρατία που περισσότερο θυμίζει αναπτυσσόμενη χώρα παρά μέλος μιας πελώριας και προωθημένης νομισματικής ζώνης».
Πιο εύστοχη διατύπωση από αυτήν που προηγειται, δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το βρετανικό περιοδικό. Ένα περιοδικό που δεν απευθύνεται σε όποιον και όποιον.
Οι αναγνώστες του ανήκουν στην παγκόσμια ελίτ που λαμβάνει αποφάσεις και αρκετοί από αυτούς είναι επίσης συνδρομητές και στην Μονάδα αποκλειστικής πληροφόρησης του Ομίλου, γνωστή διεθνώς για την έγκυρη δουλειά της.
Ευχόμενο λοιπόν στον Κυριάκο Μητσοτάκη κάθε επιτυχία στο έργο του, κυρίως δε ως προς την προσέλκυση επενδύσεων, το βρετανικό περιοδικό, μεταξύ άλλων γράφει: «Στην σημερινή Ελλάδα, η οποία διαφεύγει από τον Άδη, ακόμα και αν οι επιχειρήσεις βρουν εύκολη πρόσβαση σε πιστώσεις, πυκνό δάσος ρυθμίσεων αποτρέπει κάθε επέκταση.
Ταυτόχρονα, κρατά μακριά τους ξένους επενδυτές και ετσι, το απόθεμα εισροής ξένων επενδύσεων σε σχέση με το ΑΕΠ είναι πολύ χαμηλότερο απ' ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η κυβέρνηση προσπαθεί να βελτιώσει την εικόνα της Ελλάδας...αυτό δεν είναι μια εύκολη υπόθεση».
Το πρώτο εμπόδιο που συναντούν οι επιχειρήσεις είναι η καταχώρηση των τίτλων ιδιοκτησίας που σύμφωνα με την Έκθεση «Doing Business» της Παγκόσμιας Τράπεζας είναι στην Ελλάδα υπόθεση τόσο περίπλοκη όσο και στη Σομαλία. Μερικές από τις καθυστερήσεις στο Ελληνικό, για παράδειγμα, οφείλονταν σε ασάφειες στις χρήσεις γης.
Η Ελλάδα έχει ξεκινήσει να προσπαθεί να ολοκληρώσει το Κτηματολόγιό της. Ήδη όμως έχουν υπάρξει καθυστερήσεις ενώ η επίλυση των διαφορών ιδιοκτησίας που προκύπτουν όσο προχωρούν οι διαδικασίες μεταβίβασης μπορεί να διαρκέσουν χρόνια.
Άλλες πάλι προϋποθέτουν ριζικές μεταρρυθμίσεις. Κάθε επιχείρηση, σε κάποιο σημείο της διαδρομής της θα βρεθεί μπλεγμένη με δικαστικές διεκδικήσεις εξηγεί ο Αλέξιος Παπασταύρου της δικηγορικής εταιρείας Ποταμίτης-Βεκρής και τούτο επειδή η κίνηση νομικών διαδικασιών δεν συνεπάγεται μεγάλο κόστος ενώ τα δικαστήρια δέχονται να κρίνουν ακόμη και επιπόλαιες υποθέσεις.
Διαφορές οι οποίες έχουν ρυθμιστεί μπορεί να ξανανοίγουν και πάλι, περιγράφει μια περίπτωση όπου πρώην εργαζόμενοι έκαναν αγωγή στον εργοδότη τους, μολονότι είχαν υπογράψει εξωδικαστικό συμβιβασμό μαζί του.
Τα δικαστήρια είναι πνιγμένα στις υποθέσεις. Κατά μέσον όρο, η επίλυση μιας επιχειρηματικής διαφοράς χρειάζεται πάνω από τέσσερα χρόνια.
Όμως το μεγαλύτερο πρόβλημα που αναφέρουν οι επιχειρήσεις είναι η υψηλή φορολογία. Το αποτέλεσμα είναι το κόστος των εργαζομένων στην Ελλάδα να είναι 30-40% ακριβότερο. Αυτή η κατάσταση είναι τραυματική για μια χώρα που ήδη πάσχει από brain drain.
Συμφωνά με τον Κ. Μητσοτάκη, ο νεος Προϋπολογισμός θα περιλάβει μειώσεις στους φόρους νομικών προσώπων αλλά και στη φορολογία εισοδήματος. Η προσδοκία δε είναι ότι η EE θα του αφήσει έναν κάποιο δημοσιονομικό χώρο ώστε να το πράξει.»
Όλα αυτά είναι σοβαρά προβλήματα, κατά την εκτίμηση του «Economist», την οποίαν συμμερίζονται και πολλοί άλλοι επιχειρηματίες και επενδυτικοί κύκλοι.
Κατά συνέπεια, το ερώτημα είναι « η κυβέρνηση θέλει, πλην όμως μπορεί;».