Στο περιθώριο της αντιμετώπισης της πανδημίας του κορωνοϊού εξελίσσεται πλήρως ο σχεδιασμός της Κυβέρνησης για την αποσυμφόρηση των ανατολικών νησιωτικών συνόρων της χώρας από το ασύμμετρο βάρος των προσφύγων ( των νομίμως αιτούντων άσυλο) και των παράνομων μεταναστών.
Του Χρήστου Υφαντή
Η μεταφορά μεγάλου αριθμού τους σε κλειστά προαναχωρησιακά κέντρα στην ενδοχώρα ήταν και παραμένει η μόνη λύση, ώστε η χώρα να είναι σε θέση να υπερασπιστεί σθεναρά και με επιτυχία τα ανατολικά σύνορα απέναντι στην οργανωμένη και σχεδιασμένη επεκτατική πολιτική της Τουρκίας.
Ουσιαστικές αντιδράσεις στη διαδικασία της μετεγκατάστασης, στο κλίμα που έχει διαμορφώσει η καραντίνα δεν προκύπτουν, πέραν κάποιων που προβάλλονται στο διαδίκτυο, αλλά έως εκεί.
Θα προκύψουν, όμως, θα είναι σθεναρές και θα προκαλέσουν τεράστια προβλήματα στις κοινωνίες υποδοχής και στις πολιτικές δυνάμεις που υπερασπίζονται αυτή την πολιτική διαχείρισης του προβλήματος εάν η μετεγκατάσταση και – το σημαντικότερο- η λειτουργία των κέντρων αυτών εγκαταλειφθεί (κλασσική νεοελληνική μέθοδος) στην φιλοτιμία των τοπικών κοινωνιών και στις ανύπαρκτες δυνατότητες των τοπικών κρατικών δυνάμεων ασφαλείας.
Με άλλα λόγια, αν η Κυβέρνηση δεν έχει αποφασίσει στυγνά να διαχειριστεί κεντρικά τα κλειστά προαναχωρησιακά κέντρα και να ασκεί, όπως έχει κάθε δικαίωμα, σε 24ωρη βάση και εάν απαιτείται, τη νόμιμη κρατική βία οι δομές αυτές θα μετατραπούν πολύ σύντομα σε άλυτα προβλήματα για τις τοπικές κοινωνίες.
Ήδη, από πολλές πλευρές, διακινούνται, από αυτόπτες μάρτυρες, ανοίκειες και επιθετικές συμπεριφορές μερίδας των προσφύγων και των μεταναστών απέναντι στις κρατικές δυνάμεις ασφαλείας, κάποιες από τις οποίες κατέληξαν σε τραυματισμούς αστυνομικών αλλά και του ιατρικού και παραϊατρικού προσωπικού, που καλείται να αντιμετωπίσει σε εχθρικές συνθήκες κρούσματα της πανδημίας.
Οι τοπικές κοινωνίες προς το παρόν καθεύδουν. Έχουν αξιολογήσει ως δεύτερης ή τρίτης προτεραιότητας τα ζητήματα των κλειστών δομών σαφώς επηρεασμένες από την πανδημία και με την τεράστια οικονομική ύφεση να τις απειλεί με πολύ σοβαρές παρενέργειες.
Στη στάση τους αυτή μεγάλη είναι «η βοήθεια» των κάθε είδους δικαιωμαστιστών (επαγγελματιών των Μ.Κ.Ο. και μη), που με τη σειρά τους αποφεύγουν (κεντρικά τουλάχιστον) να συγκρουστούν με τις τοπικές αντιλήψεις περί «ασφάλειας», εξέλιξη εξαιρετικά υποβοηθητική για να εισπραχθεί από τους πολίτες με σχετική ανεκτικότητα η νέα κατάσταση που διαμορφώνεται στην περιοχή τους.
Η επόμενη φάση, όμως, όταν και όποτε προκύψει θα είναι πολύ σκληρή, σχεδόν απάνθρωπη. Η σύγκρουση, σε συνθήκες ύφεσης στην οικονομία και κοινωνικής ανέχειας, θα καταστεί σχεδόν αναπόφευκτη.
Η Κυβέρνηση θα κληθεί να επιλύσει δυσεπίλυτα προβλήματα αν δεν σχεδιάσει και δεν εφαρμόσει από σήμερα μια πολιτική που θα εγγυάται, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, τα ατομικά δικαιώματα προσφύγων και μεταναστών αλλά και την άσκηση της νόμιμης κρατικής βίας όταν αυτό απαιτείται να συμβεί.
Η οργάνωση και η λειτουργία των δομών αυτών, οι σχέσεις τους με την τοπική κοινωνία και οι συνθήκες διαβίωσης δεν μπορούν να απέχουν από τη γενικευμένη ισχύ του νόμου, όπως αυτός λειτουργεί για τους πολίτες της χώρας και διαμορφώνει στάσεις και συμπεριφορές.
Η χειρότερη προσφορά στους ανθρώπους αυτούς θα είναι μια Kυβέρνηση υποταγμένη σε κάθε είδους δικαιωματιστές, δειλή στη διαχείριση των δομών και ανίκανη να επιβάλλει το νόμο όταν η επιβολή του καθίσταται αδήριτη ανάγκη.
Μια τέτοια Kυβέρνηση θα απωλέσει πολύ σύντομα κάθε πολιτική νομιμοποίηση και θα βρεθεί αντιμέτωπη πριν το καταλάβει με δεκάδες βόμβες, όχι υγειονομικές αυτή τη φορά, διάσπαρτες στην κοινωνία.
Εξέλιξη, τα επίχειρα της οποίας πρώτοι θα κληθούν να τα πληρώσουν οι πρόσφυγες και οι μετανάστες.