Τη συμφωνία που επετεύχθη μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας για το προσφυγικό-μεταναστευτικό αναφέρθηκε η Γερμανίδα καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ.
Παράλληλα, η καγκελάριος της Γερμανίας τόνισε ότι αντίστοιχες συμφωνίες θα επιδιωχθούν και με άλλες χώρες, με τον υπουργό Εσωτερικών, Χορστ Ζεεχόφερ, να έχει αναλάβει τις σχετικές διαπραγματεύσεις.
Με την Ελλάδα «έχει ήδη συμφωνηθεί ότι είναι δυνατή η άμεση επαναπροώθηση των εκεί καταγεγραμμένων προσφύγων από την περιοχή κοντά στα σύνορα (ενν. της Γερμανίας)» δήλωσε η Άνγκελα Μέρκελ κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τον προϋπολογισμό στο ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο και πρόσθεσε ότι αντίστοιχα θα υπάρχει η δυνατότητα μετάβασης προσφύγων από την Ελλάδα στη Γερμανία, στοπλαίσιο της διαδικασίας επανένωσης οικογενειών.
Η Γερμανίδα καγκελάριος υπερασπίστηκε τον συμβιβασμό που πέτυχε με τους Χριστιανοκοινωνιστές (CSU) για τα κλειστά κέντρα ασύλου, σημειώνοντας ότι «πρέπει να επιβληθεί το δίκαιο και η τάξη» σε ό,τι αφορά τις επαναπροωθήσεις, ενώ επισήμανε επανειλημμένα τη σημασία του μεταναστευτικού για την Ευρώπη:
«Το μεταναστευτικό θα συμβάλει αποφασιστικά στο εάν η Ευρώπη μπορεί να εξακολουθήσει να υπάρχει», καθώς τα συμφέροντα των κρατών-μελών διαφέρουν, εξήγησε η Άνγκελα Μέρκελ και υποστήριξε ότι το μέλλον της Γερμανίας είναι συνδεδεμένο με αυτό της Ευρώπης.
«Χρειάζονται νομικά αποδεκτές, αλληλέγγυες απαντήσεις, οι οποίες δεν πρέπει να επιβαρύνουν τους ανθρώπους (…). Πρέπει να μπει περισσότερη τάξη σε όλα τα είδη μετανάστευσης, για να καταλάβουν οι άνθρωποι ότι επιβάλλονται το δίκαιο και η τάξη» υπογράμμισε από το βήμα της Bundestag και επανέλαβε τη θέση της υπέρ ενός «Σχεδίου Μάρσαλ» για τις χώρες της Αφρικής, πάντα, όμως, σε συνεννόηση με τους ηγέτες αυτών των χωρών.
Στο πλαίσιο της ίδιας συζήτησης, η αρχηγός του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), Αντρέα Νάλες, απέρριψε την προοπτική κλειστών δομών φιλοξενίας προσφύγων, ενώ τόνισε την ανάγκη να τηρηθούν οι κανόνες του κράτους δικαίου, αλλά και όσα συμφωνήθηκαν στο κυβερνητικό πρόγραμμα. Ωστόσο, έκανε λόγο για θετική εξέλιξη, αναφερόμενη στο γεγονός ότι τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού διαπραγματεύονται και πάλι για θέματα ουσίας.