Πριν ένα χρόνο στην κορύφωση της ευρωπαϊκής προσφυγικής κρίσης ένα γκράφιτι εμφανίστηκε σε αυτοκινητόδρομο στο Δυτικό Βερολίνο στην πλούσια περιοχή Grunewald. «Παίζοντας» με το μότο της Αγκελα Μέρκελ «Wir schaffen das» (μπορούμε να το κάνουμε) προειδοποιούσε: Merkel schafft uns ab (Η Μέρκελ μας αναιρεί). Εντός ημερών το μήνυμα σβήστηκε. Μετά επανεμφανίστηκε για να σβηστεί ξανά.
της Daniela Schwarzer*
Ο ζωγράφος είναι επίμονος. Οι τέσσερις λέξεις επέστρεψαν. Και τώρα είναι η κραυγή της αντιπολίτευσης που έχει σχηματιστεί κατά της Μέρκελ, όχι μόνο στις παρυφές του πολιτικού φάσματος, αλλά και στο ίδιο της το κόμμα, το συντηρητικό CDU.
Η καγκελάριος υφίσταται τεράστια πίεση, τόσο εντός Γερμανίας όσο και από τους ξένους εταίρους για την απόφασή της να ανοίξει τα σύνορα στους πρόσφυγες, γεγονός που οδήγησε σε εισροή πάνω από 1,1 εκατομμυρίου μόνο το 2015. Ο σκληρότερος επικριτής της είναι το δεξιό λαϊκιστικό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD).
Χρειάστηκαν τέσσερις διαδοχικές ήττες φέτος του CDU σε τοπικές εκλογές για να αλλάξει η Μέρκελ θέση. Μετά τις εκλογές στο Βερολίνο την προηγούμενη εβδομάδα, στις οποίες το κόμμα της ήρθε δεύτερο πίσω από τους Σοσιαλδημοκράτες, ανέλαβε το μερίδιο της ευθύνης της για τις απώλειες του CDU. Ένα γνήσια «δημοφιλές» κόμμα που μπορούσε να ελέγχει τουλάχιστον το 40% των ψήφων, σήμερα παλεύει να πιάσει το 20% σε κάποιες περιοχές της Γερμανίας.
Το «mea culpa» της Μέρκελ είναι αναγνώριση ότι οι Γερμανοί είναι βαθιά ανήσυχοι για το προσφυγικό. Ανησυχούν για τους πρόσφυγες που είναι ήδη εδώ και ακόμα περισσότερο για αυτούς που θα έρθουν, παρά το γεγονός ότι οι αριθμοί έχουν περιοριστεί σημαντικά αφότου η ΕΕ, με την ηγεσία της Γερμανίας, έκλεισε νωρίτερα φέτος συμφωνία με την Τουρκία.
Αν σκοπεύει να ηγηθεί του CDU στις ομοσπονδιακές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2017 η Μέρκελ πρέπει να λάβει πολύ περισσότερο σοβαρά αυτές τις ανησυχίες. Η υπομονή των ψηφοφόρων εξαντλείται, ειδικά μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στη Γερμανία αυτό το καλοκαίρι.
Στην ομιλία της μετά την ήττα στο Βερολίνο, η Μέρκελ παραδέχτηκε ότι υπερεκτίμησε την ικανότητα της Γερμανίας να απορροφήσει μια τόσο δραματική ροή προσφύγων. Προσέθεσε ότι θα ήθελε να μπορούσε να γυρίσει πίσω το χρόνο, όχι πηγαίνοντας πίσω στην απόφασή της να προσκαλέσει τους Σύρους πρόσφυγες που εγκλωβίστηκαν στην Ουγγαρία, αλλά προετοιμάζοντας νωρίτερα και καλύτερα το έδαφος. Τώρα που το AfD έχει κοινοβουλευτική παρουσία σε 10 περιφέρειες, παραδέχτηκε, το «μπορούμε να το κάνουμε» ίσως ακούγεται περισσότερο ως απειλή επ’ αόριστα ανοικτών συνόρων αντί για επιβεβαίωση της εμπιστοσύνης της στους γερμανικούς θεσμούς και τους πολίτες στους οποίους σκόπευε να απευθυνθεί.
Αλλά η Μέρκελ τρόμαξε εχθρούς και φίλους αρνούμενη να υποχωρήσει στις δυο ποιο προβεβλημένες επιλογές της: το αρχικό άνοιγμα των συνόρων και την πίεση για μια ευρωπαϊκή λύση που στηρίζεται στην αλληλεγγύη.
Εχει δίκιο γιατί η περσινή κρίση έχει τώρα ως επί το πλείστον ελεγχθεί. Εξωτερικά, η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας βοήθησε να περιοριστούν οι αριθμοί αφίξεων. Εγχώρια, οι αρχές κατάφεραν να καταγράψουν, να διανείμουν και να στεγάσουν τις περυσινές αφίξεις, και να ξεκινήσουν να επαναπατρίζουν αυτούς που δεν λαμβάνουν άσυλο. Επίσης, τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ευθυγραμμίστηκαν στη συνεργασία για να μειωθούν οι προσφυγικές ροές.
Ακόμα, όμως, εκκρεμούν κρίσιμες αποφάσεις για το πώς θα γίνει αυτό. Η Ουγγαρία και η Αυστρία ηγήθηκαν στη θέσπιση συνοριακών ελέγχων, κάτι που η Μέρκελ προσπάθησε μάταια να αποτρέψει. Απέτυχε επίσης να εξασφαλίσει στήριξη από κράτη της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης στο διαμερισμό των προσφύγων με βάση εθνικές ποσοστώσεις.
Το βασικό ερώτημα τώρα είναι πόσο η προσφυγική κρίση, η άνοδος του AfD, οι αυξανόμενες εντάσεις εντός του CDU και του αδελφού βαυαρικού κόμματος του CSU έχουν πλήξει τη θέση της Μέρκελ προ των εκλογών της επόμενης χρονιάς. Η σημαντικότερη αντιπολίτευση για την ίδια δεν προέρχεται από τους Σοσιαλδημοκράτες, τώρα κυβερνητικούς εταίρους της Μέρκελ, αλλά από το ίδιο της το κόμμα.
Ο ηγέτης του CSU Horst Seehofer εξακολουθεί να επιμένει στο να μπει «ανώτατο όριο» στην μετανάστευση. Ο τερματισμός της εσωτερικής έριδας είναι ακριβώς αυτό που πρέπει να κάνει η Μέρκελ για να απωθήσει το AfD. Οι δεξιοί λαϊκιστές θριαμβεύουν όταν οι ψηφοφόροι αισθάνονται απώλεια ελέγχου και διχασμό μεταξύ των πολιτικών ελίτ.
Η Μέρκελ δεν έχει αποφασίσει ακόμα αν θα κατέβει ως υποψήφιος. Δεδομένων όμως των αρχών και της ηθικής στάσης απέναντι σε μια πολιτική που δείχνει ως το καθοριστικό πρότζεκτ της θητείας της, μοιάζει απίθανο να αποχωρήσει σιωπηλά.
Η κριτική που υποστηρίζει ότι η Μέρκελ θα μείνει στην ιστορία ως η καγκελάριος που έδωσε στη Γερμανία το πρώτο δεξιό λαϊκιστικό κόμμα είναι εκτός στόχου. Παρόμοια κόμμα ανεβαίνουν και σε άλλες δυτικές δημοκρατίες, περιλαμβανομένων κοινωνιών με πολύ μικρότερα προσφυγικά ρεύματα. Αυτό με κανένα τρόπο δεν είναι ένα φαινόμενο που δημιούργησε μόνη η Μέρκελ. Αντίθετα, είναι μέρος μιας ευρύτερης σπασμωδικής κίνησης κατά της παγκοσμιοποίησης, του ελεύθερου εμπορίου και οικονομικών ροών τις οποίες οι ψηφοφόροι αντιλαμβάνονται ως «ανεξέλεγκτες».
Ένα, όμως, είναι ήδη βέβαιο. Το εάν η Μέρκελ οδεύει προς μια τέταρτη εκλογική νίκη, μια ήττα ή αποχώρηση από την υποψηφιότητα θα έχει συνέπειες πολύ μακρύτερα της Γερμανίας. Ενώ η ίδια δείχνει ακόμα να είναι ένας σημαντικός εγγυητής της σταθερότητας, η δύναμή της, εγχώρια αλλά και στην Ευρώπη, θα εξαρτηθεί από τους συμμάχους και τους εταίρους της, κάποιοι εκ των οποίων είναι τώρα οι κραυγαλέοι επικριτές.
* Η συγγραφέας είναι διευθύντρια του «Europe programme» στο Γερμανικό Marshall Fund.