Αν παρατηρήσουμε τις ανακοινώσεις και τα δημοσιεύματα των τελευταίων χρόνων μετά από εκατέρωθεν επισκέψεις Ελλήνων και Τούρκων ηγετών σε γενικές γραμμές είναι σχεδόν όμοια.
Αναφέρονται στην χρησιμότητα των καλών διμερών σχέσεων, στην δημιουργία επιτροπών εξέτασης των διαφορών, για κόκκινα τηλέφωνα κλπ.
Του Σταύρου Γ. Μιχαηλίδη
Η πραγματικότητα όμως στις δεκαετίες που πέρασαν είναι εξαιρετικά αρνητική για την Χώρα μας, έχουμε: Την απώλεια της ελληνικής Μικράς Ασίας (1922), την εξάλειψη των Ελλήνων της Πόλης και των νησιών Ίμβρου και Τενέδου (1955 και εντεύθεν), την κατοχή της Β. Κύπρου (1974), το Casus belli της Τουρκίας για την επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης (1995), το γκριζάρισμα ελληνικού εδάφους των ελληνικών νησιών (Ίμια 1995), την αμφισβήτηση των ορίων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, καθημερινές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, παρεμβάσεις στην Θράκη, διευκόλυνση διέλευσης μεταναστών στα νησιά μας κλπ.
Η Ελλάδα μετά το τέλος των Βαλκανικών πολέμων ευρίσκεται αναντίρρητα (όταν δεν ευρίσκεται σε συμμαχία με άλλες χώρες) σε διαρκή αδυναμία προάσπισης της εθνικής κυριαρχίας και των δικαιωμάτων της, με εξαίρεση τα κέρδη από τον Β΄Π.Π., έναντι των στοχευμένων διεκδικήσεων και παραβάσεων της διεθνούς νομιμότητας από την γείτονα χώρα και σε εμφανή δυσχέρεια άσκησης των δικαιωμάτων της όσον αφορά στην αξιοποίηση του θαλάσσιου και υποθαλάσσιου χώρου που της παρέχει το διεθνές δίκαιο της θάλασσας.
Η Τουρκία δικαιολογημένα ή υπερφίαλα αισθάνεται ότι δικαιούται να ψηλώσει στην διεθνή γεωπολιτική επετηρίδα. Αυτή η αντίληψη είναι εμπεδωμένη στην εθνικιστική της υπόσταση.
Με αυτή την αντίληψη μεγαλώνουν οι νέες γενιές της, αυτήν την στρατηγική ακολουθούν πιστά τα καθεστώτα και οι κυβερνήσεις της Τουρκίας και δεν θα διστάσουν όταν κλείσουν άλλες τρύπες ή της δοθεί η αφορμή να αποπειραθεί επιθετικά στο πλαίσιο του νέου δόγματος της ‘’γαλάζιας πατρίδας’’.
Η δημογραφικά και οικονομικά συρρικνούμενη Ελλάδα απειλείται βάσιμα και επικίνδυνα από τους τουρκικούς αναθεωρητισμούς. Η θέση μας στην Ευρώπη, ΝΑΤΟ και άλλους Διεθνείς Οργανισμούς και Οντότητες έχει αποδειχθεί σε μικρές ή μεγάλες κρίσεις με την Τουρκία ότι δεν επαρκεί για την ασφάλεια της Χώρας.
Δεν υπάρχει άλλος δρόμος εξασφάλισης της εθνικής ακεραιότητας από την θωράκιση της Χώρας και αυτό επιτυγχάνεται μέσω της οικονομικής ανάπτυξης (απ’ αυτήν εξαρτάται η στρατιωτική) και της διαρκούς αποτελεσματικής διπλωματικής δραστηριότητας.
Το μείζον σήμερα για την Ελλάδα, ας μου συγχωρεθεί, δεν είναι αυτό που τίθεται μεταξύ των πρώτων στις επισκέψεις των ηγετών μας στην Τουρκία δηλαδή το άνοιγμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Έχει και αυτό την σημασία του αλλά δεν είναι το κορυφαίο, πολύ περισσότερο όταν αυτό εξομοιώνεται με τις τουρκικές διεκδικήσεις στην Θράκη.
Η Τουρκία σε αντίθεση με την Ελλάδα φαίνεται να αντιλαμβάνεται καλύτερα την έννοια του ιστορικού χρόνου και με αναπάντητες επί σειρά ετών προκλήσεις δημιουργεί υπέρ της κλίμα «δικαίου» που κάποια στιγμή θα το χρησιμοποιήσει.
Η επικοινωνία και η δημιουργία προϋποθέσεων ανάπτυξης οικονομικών σχέσεων των δύο χωρών είναι γεγονός ότι μόνο οφέλη επιφυλάσσει όμως δεν επαρκεί στο να αμβλυνθούν τα προβλήματα.
Αισθάνομαι ότι η γείτονα χώρα έχει αντιληφθεί και εκμεταλλεύεται εξαιρετικά καλά την δική μας καταστροφική παθογένεια, τον διαχρονικό εφησυχασμό μας.
Η διεκδικητική Τουρκία χτυπά εφησυχαστικά στην πλάτη μας κερδίζει χρόνο και δημιουργεί ισχυρό κράτος εμείς αντιθέτως με καθημερινές πράξεις και παραλείψεις το κάνουμε ολοένα και πιο ισχνό.
Η εθνική ασφάλεια δεν είναι ταμπού ούτε εργαλείο ικανοποίησης πολιτικών επιδιώξεων. Υπάρχουν σοβαρά προβλήματα και δεν κάνει καλό να τα κρύβουμε.
Με εφησυχασμό, αναβλητικότητα και κατευνασμό είναι θέμα χρόνου όχι το θερμό επεισόδιο ή το «ατύχημα» αλλά το «θανατηφόρο» χτύπημα εις βάρος μας.
*Υποναύαρχος (ε.α.) Λ.Σ.