Για δεκαετίες, ακόμη και όταν η οικονομική και πολιτική επιρροή της Γερμανίας αυξάνονταν, οι Γερμανοί ηγέτες αντιστέκονταν – τουλάχιστον ανοιχτά- στο να επιτρέψουν στο Βερολίνο να κυριαρχήσει στην ευρωπαϊκή σκηνή, υπό τον φόβο ότι θα προσβάλονταν οι δύσπιστοι έναντι της εξουσίας τους γείτονες.
Όμως, η πανδημία του κορωνοϊού, και ειδικότερα οι μαζικές οικονομικές επιπτώσεις που προκαλεί, αναγκάζει το Βερολίνο να αναγνωρίσει αυτό που εδώ και χρόνια υποστηρίζουν ευρωπαίοι στοχαστές: Η ΕΕ δεν θα επιβιώσει χωρίς μια πιο ισχυρή γερμανική ηγεσία, αναφέρει το newmoney.
«Η Ευρώπη μας χρειάζεται, όπως εμείς χρειαζόμαστε την Ευρώπη», δήλωσε η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ σε συγκέντρωση βουλευτών την περασμένη εβδομάδα όπου παρουσίασε το όραμά της για την επικείμενη προεδρία της χώρας της στην ΕΕ, η οποία ξεκινά την επόμενη εβδομάδα.
Το «δέκατο θέμα» της ημερήσιας διάταξης -η ομιλία της Μέρκελ, όπως την ανακοίνωσε ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου Βόλφγκανγκ Σόιμπλε – ξεκίνησε με μια οικεία απαρίθμηση των κολακευτικών φράσεων για τον πόλεμο και την ειρήνη και το προφανές πεπρωμένο της ΕΕ που αποτελούν τη βάση της γερμανικής πολιτικής ρητορικής.
Σύντομα κατέστη σαφές ότι η Μέρκελ είχε ένα πιο επείγον μήνυμα: Ενώ η Ευρώπη αγωνίζεται με τις συνέπειες από την επιδημία κορωνοϊού, την οποία χαρακτήρισε ως «τη μεγαλύτερη πρόκληση» στην ιστορία της ΕΕ, ήρθε η ώρα για τη Γερμανία να βγει μπροστά παραβιάζοντας την μέχρι τότε στάση της. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι η Μέρκελ κατέστησε σαφές ότι η βοήθεια στην Ευρώπη έχει κεντρική θέση για το εθνικό συμφέρον της Γερμανίας.
«Το τίμημα που θα πληρώσει η Ευρώπη σε αυτήν την κρίση σε σύγκριση με άλλες περιοχές του κόσμου θα καθορίσει τόσο το μέλλον της ευρωπαϊκής ευημερίας όσο και τον ρόλο της Ευρώπης στον κόσμο», είπε.
Με άλλα λόγια, η Γερμανία -η χώρα που έχει ωφεληθεί περισσότερο από την κοινή αγορά, τα ανοιχτά σύνορα και το ενιαίο νόμισμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης- χρειάζεται να κάνει περισσότερα από το παράσχει απλώς χρήματα και να δίνει συμβουλές για λιτότητα.
«Εάν η Γερμανία δεν ηγηθεί της Ευρώπης, δεν θα υπάρξει Ευρώπη», δήλωσε ο Τζέιμς Ντ. Μπαιντενεγκελς, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Rheinische Friedrich-Wilhelms στη Βόννη και πρώην Αμερικανός πρέσβης ο οποίος γράφει ένα βιβλίο για τον ρόλο της Γερμανίας στον κόσμο.
Παρότι η άποψη ότι το Βερολίνο θα πρέπει να ηγηθεί μπορεί να ακούγεται κοινότυπη ή ακόμα και προφανής, εκτός της χώρας, στον κόσμο της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, αντιπροσωπεύει μια σημαντική αλλαγή.
Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, η επανενωμένη Γερμανία, προσπάθησε να διατηρήσει μια ισορροπία στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, τον προστάτη της, την υπόλοιπη Ευρώπη και την Ρωσία, δίνοντας έμφαση στο ελεύθερο εμπόριο και έναν μοντέλο πολυμερών διπλωματικών σχέσεων. Εξακολούθησε να προσδιορίζει την εξωτερική της πολιτική στην βάση της «ιστορικής της ευθύνης», ένα νεύμα στην κληρονομιά του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου και όχι αποκλειστικά του εθνικού της συμφέροντος.
Ακόμη και πριν από την πανδημία, αυτή η στρατηγική φαινόταν όλο και πιο αβάσιμη. Αντιμέτωπη με μια δυσλειτουργική ΕΕ, μια φιλοπόλεμη διοίκηση στις ΗΠΑ, μια επιθετική Ρωσία και την άνοδο της Κίνας, η Γερμανία προσπάθησε να διατυπώσει ένα νέο στρατηγικό δόγμα.
Ο κορωνοϊός έχει μετατρέψει όλες αυτές τις διάσπαρτες απειλές σε μια πλήρη καταιγίδα, απαιτώντας την επανεξέταση τόσο της γερμανικής όσο και της ευρωπαϊκής στρατηγικής σε θέματα τόσο διαφορετικά όσο η κλιματική αλλαγή και η Κίνα.
«Για πρώτη φορά, οι Γερμανοί αναγνώρισαν ότι βρισκόμαστε σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο και προσπαθούν να βρουν τη θέση τους», δήλωσε ο Ιβάν Κράστεφ, αναλυτής για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις και πρόεδρος του Κέντρου Φιλελεύθερης Στρατηγικής στη Σοφία. «Ουσιαστικά η Μέρκελ αναθεωρεί την Μέρκελ».
Η πανδημία
Μέχρι την πανδημία, η μεγαλύτερη ανησυχία της Μέρκελ ήταν να βρει διάδοχο στην θέση της. Με τη θητεία της να τελειώνει σε λίγο περισσότερο από έναν χρόνο και χωρίς την πρόθεση να θέσει εκ νέου υποψηφιότητα η Γερμανίδα ηγέτης αναμένονταν να αποχωρήσει μετά από 15 χρόνια στην εξουσία. Αν και η καγκελάριος θεωρούνταν ευρέως αξιοσέβαστη, ακόμη και οι ένθερμοι υποστηρικτές της αναγνώριζαν ότι είχε εξαντλήσει τόσο την όρεξη όσο και την φιλοδοξία της.
Το ξέσπασμα του κορωνοϊού την αναζωογόνησε. Για έναν πολιτικό με επιστημονικό υπόβαθρο που αντιμετωπίζει την πολιτική ως μια πνευματική άσκηση επίλησης σύνθετων προβλημάτων, η πανδημία αποτελεί την απόλυτη πρόκληση. Επιπλέον κατάλαβε ότι η πανδημία συνιστούσε την πιο επείγουσα υπαρξιακή απειλή για την ΕΕ από τις άλλες πρόσφατες κρίσεις, υποστηρίζουν άνθρωποι του περιβάλλοοντός της.
Η αρχική επιτυχία της Γερμανίας στην αντιμετώπιση του ιού, ιδιαίτερα σε σύγκριση με τις ΗΠΑ ή το Ηνωμένο Βασίλειο, παρείχε στην Μέρκελ τόσο το πολιτικό κεφάλαιο όσο και την αυτοπεποίθηση να ενεργοποιηθεί περισσότερο στην ευρωπαϊκή σκηνή.
Ακόμα κι έτσι, όμως η προηγούμενη πορεία της στην ευρωπαϊκή πολιτική αποδεικνύουν την δυσκολία των επιτυχών παρεμβάσεων. Η πορεία της Μέρκελ στην προηγούμενη δίδυμη κρίση που καθόρισε την τελευταία δεκαετία της Ευρώπης -την κρίση χρέους της ευρωζώνης και την προσφυγική κρίση του 2015- περισσότερο διαίρεσε παρά ένωσε την ήπειρο. Στη Γερμανία, δημιούργησε το ακροδεξιό κόμμα της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία», που πλέον εδραιώθηκε στο πολιτικό τοπίο της χώρας.
Αυτό που διαφοροποιεί την τρέχουσα κρίση είναι ότι επηρεάζει κάθε χώρα της Ευρώπης. Δεν υπάρχει εξαίρεση από τον κορωνοϊό. Ακόμα και αν ορισμένοι Ευρωπαίοι απογοητεύτηκαν από την αρχική αντίδραση της ΕΕ, έχουν πειστεί ότι η μοναχική αντιμετώπιση είτε στη Σουηδία είτε στην Ιταλία, δεν αποτελεί ελκυστική επιλογή.
Οι χώρες που στο παρελθόν ίσως προσδοκούσαν βοήθεια από τις ΗΠΑ ή ακόμα και την Κίνα είχαν μια απότομη αφύπνιση. Και ενώ η αδέξια αντίδραση των ΗΠΑ στην κρίση έβλαψε την αξιοπιστία τους στην Ευρώπη, οι προσπάθειες της Κίνας να αποκρύψει τον ρόλο της στη διάδοση της ασθένειας αύξησαν την δυσπιστία έναντι του Πεκίνου.
Για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, η υπέρβαση των επιπτώσεων της πανδημίας και ειδικά των οικονομικών, σημαίνει ότι θα πρέπει να στηριχθούν στην Ευρώπη, αν όχι από την αίσθηση του κοινού σκοπού, από βασική αναγκαιότητα.
Το ερώτημα είναι σε ποιο βαθμό η υπόλοιπη Ευρώπη είναι έτοιμη να επιδοκιμάσει την γερμανική κυριαρχία. Αυτό, δηλαδή, που η ΕΕ σχεδιάστηκε για να μετριάσει.
Ηγέτης του παρασκηνίου
Η Γερμανία είναι η μεγαλύτερη χώρα της ΕΕ σε μέγεθος και πληθυσμό, χωρίς να αναφερθεί βέβαια η οικονομική της δύναμη. Η Μέρκελ είναι αναμφισβήτητα ο πιο σημαντικός ηγέτης της περιοχής. Οι Γερμανοί έχουν καταλάβει σημαντικές θέσεις στις Βρυξέλλες, με χαρακτηριστικότερη αυτήν της προεδρίας της Επιτροπής.
Είναι η Ευρώπη έτοιμη για το ενδεχόμενο το Βερολίνο να αυξήσει τον έλεγχό του; Η σύντομη απάντηση είναι ότι δεν έχει καμία επιλογή.
Η κοινή προσλαμβάνουσα της ΕΕ εκτιμά ότι μόνο ο «γαλλο-γερμανικός κινητήρας» μπορεί να οδηγήσει το μπλοκ προς τα εμπρός. Στο παρελθόν, οι άνθρωποι που καθοδηγούσαν τις εξελίξεις μιλούσαν γαλλικά.
Τα πρώτα χρόνια, η Δυτική Γερμανία, όντας ευγνώμων που είχε προσκληθεί στο «πάρτι», άφηνε το Παρίσι να κυριαρχεί στην κεντρική σκηνή. Με την πάροδο του χρόνου, οι Γερμανοί άρχισαν σταδιακά να ασκούν μεγαλύτερη επιρροή.
Αλλά η Γερμανία δεν οδήγησε τον μετασχηματισμό της Ευρώπης. Στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο βήμα προς την ολοκλήρωση της Ευρώπης – το ευρώ – ήταν το αποτέλεσμα μιας γερμανικής παραχώρησης: Σε αντάλλαγμα για την αποδοχή από την Γαλλία της γερμανικής επανένωσης, ο τότε καγκελάριος Χέλμουτ Κολ συμφώνησε να απαρνηθεί το γερμανικό μάρκο.
Σε σύγκριση με τις πρώτες μέρες του ευρωπαϊκού project, η Γαλλία είναι πλέον μια εξασθενημένη δύναμη τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά. Σε αντίθεση με τη Γερμανία, όπου τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα υποστηρίζονται από τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, η ευρωσκεπτικιστική ακροδεξιά στην Γαλλία αποτελεί μια μόνιμη απειλή. Στο βαθμό που η Γερμανία χρειάζεται ακόμα τη Γαλλία, η τελευταία θα πρέπει να συνεχίσει να είναι παρούσα.
«Η Γερμανία αντιμετωπίζει τη Γαλλία με τον τρόπο που οι ΗΠΑ αντιμετώπισαν τη Σοβιετική Ένωση μετά την πτώση του Τείχους», δήλωσε ένας σύμβουλος της γερμανικής κυβέρνησης.
Τα τελευταία χρόνια, ακόμη και όταν οι Γερμανοί ηγέτες δεν παρέλειπαν να υπογραμμίσουν δημοσίων τη σημασία του ευρωπαϊκού ιδεώδους, στην πράξη, αντιμετώπιζαν την ΕΕ περισσότερο ως το πρόβλημα παρά ως λύση.
Στο παρελθόν όποτε η Γερμανία ανέλαβε την πρωτοβουλία το έκανε περισσότερο για λόγους δικού της συμφέροντος παρά για το καλό της Ευρώπης. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Ανατολικής διεύρυνση της ΕΕ, μια γερμανική προτεραιότητα που κατέστησε τη χώρα το γεωγραφικό κέντρο του μπλοκ και παρείχε στην βιομηχανία της απεριόριστη πρόσβαση σε φθηνή εργασία και μέσα παραγωγής .
Αυτές οι χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Πολωνίας, της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Σλοβακίας και της Ουγγαρίας, είναι πλέον ανεξάρτητες, τουλάχιστον πολιτικά. Όσον αφορά τις οικονομίες τους όμως, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη Γερμανία. Μόνο η Πολωνία, η μεγαλύτερη οικονομία στην περιοχή, στέλνει σχεδόν το 30% των εξαγωγών της στη Γερμανία, τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της.
Γίνεται εύκολα κατανοητό γιατί το Βερολίνο ήταν ικανοποιημένο αντιμετωπίζωντας την Ευρώπη ως κάτι δευτερεύον. Μετά την οικονομική κρίση της περιόδου 2008-09, η Γερμανία ουσιαστικά αποσυνδέθηκε από το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης περιοχής. Η εξαγωγική της οικονομία ανέκαμψε γρήγορα, ωθούμενη από τη ζήτηση από την Κίνα και τις ΗΠΑ για τα αυτοκίνητα και τα μηχανήματά της. Ενώ η Νότια Ευρώπη αντιμετώπιζε την κρίση χρέους της, η οικονομία της Γερμανίας αναπτύσσονταν δημιουργώντας δημοσιονομικά πλεονάσματα για αρκετά χρόνια.
Κατά την άποψη του Βερολίνου, το φάρμακο για τις ασθένειες της Ευρώπης, ειδικά τις οικονομικές, ήταν να γίνει σαν την Γερμανία το υπόλοιπο μπλοκ. Οι καθυστερημένοι της Ευρώπης έπρεπε «να κάνουν την εργασία τους», ελέγχοντας τις κρατικές δαπάνες και κάνοντας τις οικονομίες τους πιο ανταγωνιστικές όπως ανέφερε η Μέρκελ.
Εκ των υστέρων, άνθρωποι του περιβάλλοντος της Μέρκελ αναγνωρίζουν ότι η προσέγγιση της Γερμανίας ήταν λανθασμένη. Ενώ οι ΗΠΑ σημείωσαν ισχυρή ανάκαμψη εφαρμόζοντας φιλόδοξα μέτρα τόνωσης από την αρχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης, ορισμένες χώρες στην Ευρώπη, λύγισαν υπό το βάρος των μέτρων λιτότητας, χάνοντας μια δεκαετία.
Η υιοθέτηση από την Γερμανίας πολύ πιο επιθετικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρέχουσας κρίσης, τόσο στο εσωτερικό όσο και σε επίπεδο ΕΕ, ισοδυναμεί με σιωπηρή αναγνώριση ότι οι πολιτικές του παρελθόντος έχουν αποτύχει.
Το σημείο καμπής
Η έγκριση της Μέρκελ τον περασμένο μήνα του ταμείου ύψους 500 δισ. ευρώ χρηματοδοτούμενου από την έκδοση χρέους για χώρες που αγωνίζονται να αντιμετωπίσουν την πανδημία σηματοδότησε το σημείο καμπής στην προσέγγιση της Γερμανίας. Πριν από την πανδημία, ένα τέτοιο βήμα θα ήταν αδιανόητο.
Η κίνηση κατέστη δυνατή εν μέρει λόγω της αλλαγής γενιάς στους κορυφαίους οικονομολόγους της Γερμανίας. Οι συντηρητικοί της παλιάς γραμμής που κυριάρχησαν στον δημόσιο λόγο την προηγούμενη περίοδο αποσύρθηκαν και στη θέση τους βρέθηκαν φιλελεύθερες και διεθνείς φωνές. Σημαντικότερη όμως ήταν η αλλαγή στην ηγεσία του βαυαρικού αδελφού κόμματος της Μέρκελ, τη Χριστιανική Κοινωνική Ένωση (CSU), που το κατέστησε πιο πρόθυμο να συμβιβαστεί σε οικονομικά θέματα.
Άτομα που βρίσκονται στο περιβάλλον της Μέρκελ λένε ότι ενώ με την έγκριση του ταμείου ήθελε να στείλει ένα σαφές μήνυμα, αυτό δεν ήταν το μήνυμα της απομάκρυνσης από την συνετή οικονομική διαχείριση και την εθνική ευθύνη που είδαν πολλοί ξένοι παρατηρητές. «Η πρόθεση είναι να αποτρέψουμε την κατάρρευση της Ευρώπης », είπε κάποιος.
Αυτό μπορεί να είναι αφελές. Ενώ το ταμείο από μόνο του δεν θα σώσει την Ευρώπη, είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς ότι η Γερμανία, η οποία απέρριψε παρόμοια βήματα για δεκαετίες, διέβη τον Ρουβίκωνα.
Ωστόσο, θα ήταν επίσης υπερβολή να περιμένουμε ότι η Γερμανία θα υιοθετήσει έναν πιο ηγετικό ρόλο για να οδηγήσει την ΕΕ στο είδος του ομοσπονδιακού υπερκράτους που υποστηρίζεται από τους υποστηρικτές του Γάλλου Προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν.
«Δεν είναι η φεντεραλιστική μας στιγμή», είπε ο Κράστεφ. «Κανείς δεν ονειρεύεται τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, αλλά υπάρχει πολύ περισσότερη προθυμία για συνεργασία, ειδικά στον οικονομικό τομέα».
Στον κόσμο της Μέρκελ, ηγεσία είναι η επιδίωξη αυτού που είναι ρεαλιστικό και η λίστα της προεδρίας της στην ΕΕ περιλαμβάνει τη βελτίωση της Σένγκεν, την αναθεώρηση των κανόνων ανταγωνισμού της ΕΕ, τη ανέρευση φόρων για τη χρηματοδότηση της ΕΕ και τη διερεύνηση της δυνατότητας ενός συμβουλίου ασφαλείας της ΕΕ για την αντιμετώπιση των εξωτερικών απειλών.
Εάν καταφέρει να δείξει στην Ευρώπη ότι η Γερμανία μπορεί να ηγηθεί χωρίς να κυριαρχεί, θα εξασφαλίσει επίσης κάτι που της διαφεύγει τα τελευταία 15 χρόνια: μια κληρονομιά.