Το «έλλειμμα πληροφόρησης» αποτελεί πλέον τον πιο δεινό εχθρό της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και τροφοδοτεί την ψευδολογία και τον αντιευρωπαϊκό λαϊκισμό…
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Αν και δεν συμφωνώ σε όλα όσα έγραφε ο Hubert Beuve-Mery, ιδρυτής της γαλλικής εφημερίδας Le Monde (1944), εν τούτοις θεωρώ ότι μία πρόσκλησή τους προς τους δημοσιογράφους είναι κορυφαία αρχή.
«Ο ρόλος μας», έλεγε, «είναι να βοηθάμε ώστε οι κοινωνίες μας να απαρτίζονται από πολίτες και όχι από υπηκόους. Και πολίτης είναι ο καλά ενημερωμένος άνθρωπος..». Αν και η πρόταση αυτή προσφέρει μπόλικη τροφή για σκέψη και θέτει αρκετά ερωτήματα, εν τούτοις εμπεριέχει σοβαρή δόση αλήθειας.
Αλήθεια που, ως φαίνεται, δεν αποδέχονται ούτε πάρα πολλοί δημοσιογράφοι αλλά ούτε και οι περισσότεροι πολιτικοί. Αυτός είναι και ο λόγος που σήμερα, στην ψηφιακή εποχή μας, η δημοσιογραφία ως πηγή ενημέρωσης και αναζήτησης της πραγματικότητας των γεγονότων καταρρέει. Διότι, απλώς, μόνη της έβγαλε τα μάτια της. Και τα χειρότερα δεν τα έχουμε δει ακόμη.
Μετά την εισαγωγή αυτή, παραθέτουμε ένα αδρό δείγμα των ολέθριων συνεπειών που έχουν τα διάφορα «ελλείμματα πληροφόρησης», μέσω των οποίων σήμερα εκκολάπτεται σε παγκόσμιο επίπεδο ένας νέος ολοκληρωτισμός, αυτός της «μασκαρεμένης αλήθειας». Χαρακτηριστική είναι έτσι η συνειδητή καλλιέργεια της άγνοιας περί το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και βεβαίως είναι δύσκολο να προβλέψουμε πού θα καταλήξει.
Ευρωπαϊκοί θεσμοί και άγνοια
Αν και διάκεινται ευνοϊκά ως προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, οι περισσότεροι πολίτες είτε αγνοούν τα επιτεύγματά της, είτε τα θεωρούν ως δεδομένα. Στα Ευρωβαρόμετρα, τα τρία τέταρτα των πολιτών δηλώνουν ότι είναι κακά πληροφορημένοι στα θέματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και μόνον ένα τέταρτο πιστεύει ότι είναι καλά πληροφορημένο.
Είναι αξιοσημείωτο ότι δύο στους τρεις πολίτες που πιστεύουν ότι είναι καλά πληροφορημένοι έχουν θετική εικόνα για την ΕΕ, έναντι ενός στους τρεις εκείνων που παραδέχονται ότι δεν είναι καλά πληροφορημένοι.
Εξάλλου, 62% των ερωτώμενων που έχουν καλές γνώσεις για την ΕΕ πιστεύουν ότι η συμμετοχή της χώρας τους σε αυτήν είναι καλό πράγμα, έναντι 32% εκείνων που δεν γνωρίζουν βασικά πράγματα γι’ αυτήν. Επίσης, 80% εκείνων που έχουν θετική εικόνα για την ΕΕ πιστεύουν ότι η χώρα τους ωφελήθηκε από την συμμετοχή της σε αυτήν, έναντι μόνον 10% εκείνων που έχουν αρνητική εικόνα.
Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι πολίτες που έχουν ελλιπή πληροφόρηση για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις τείνουν να έχουν μία κακή γνώμη για την ΕΕ. Το πρόβλημα είναι ότι οι τελευταίοι είναι η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών στα 27 κράτη μέλη. Πράγματι, πλέον του 80% των ερωτώμενων πιστεύουν ότι οι συμπατριώτες τους έχουν σημαντικό έλλειμμα πληροφόρησης για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις.
Επίσης, ενδιαφέροντα είναι τα πορίσματα της έρευνας ότι 74% των πολιτών θα ήθελαν να έχουν καλύτερη πληροφόρηση για την ΕΕ και 86% υποστηρίζουν την θέση ότι τα παιδιά πρέπει να διδάσκονται στα σχολεία τον τρόπο εργασίας των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων. Η αγωγή του πολίτη ως προς τους θεσμούς της ΕΕ είναι μάλιστα το πρώτο θέμα προτεραιότητας για την τεράστια πλειοψηφία των Ευρωπαίων. Είναι φανερό ότι οι πολίτες αντιλαμβάνονται πως κάτι σημαντικό συμβαίνει στην Ευρώπη, στο οποίο δεν μπορούν να συμμετάσχουν λόγω έλλειψης γνώσεων και καλής πληροφόρησης και επιζητούν καλύτερη πρόσβαση στις ευρωπαϊκές υποθέσεις για τους ίδιους και τα παιδιά τους.
Το έλλειμμα πληροφόρησης, το οποίο αναγνωρίζεται από τους ίδιους τους πολίτες, σημαίνει ότι είναι κακά πληροφορημένοι για τους λόγους, τις επιδιώξεις και τα επιτεύγματα των ευρωπαϊκών πολιτικών, νόμων και μέτρων. Η άγνοια προκαλεί αδιαφορία για τις μέχρι τώρα κατακτήσεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και δυσπιστία για τους περίπλοκους μηχανισμούς χάρη στους οποίους επιτεύχθηκαν. Οι αδιάφοροι πολίτες δεν θυμούνται τους άλλοτε υπάρχοντες θεσμούς και άλλους φραγμούς που παρεμπόδιζαν το εμπόριο και περιόριζαν την επιλογή από αυτούς αγαθών και υπηρεσιών από άλλα ευρωπαϊκά κράτη.
Ξεχνούν τους ελέγχους στα σύνορα, τους περιορισμούς στην διακίνηση, στην εγκατάσταση και στην εργασία σε γειτονικά κράτη, τους περιορισμούς στο συνάλλαγμα για ταξίδια στο εξωτερικό, τις γενικές απαγορεύσεις εξαγωγής κεφαλαίων και τα προβλήματα στις συναλλαγές από τα διάφορα εθνικά νομίσματα. Οι νέοι Ευρωπαίοι ξεχνούν ακόμη και τους ολέθριους πολέμους στους οποίους πήραν μέρος οι παππούδες τους εναντίον εθνών που αυτοί σήμερα θεωρούν ως φιλικά και παρόμοια με το δικό τους έθνος.
Σε αντίθεση με τα μεγάλα κόμματα, τα μικρά πολιτικά κόμματα –στα άκρα αριστερά και δεξιά συνήθως του πολιτικού φάσματος, που δεν έχουν καμμία πιθανότητα να σχηματίσουν κυβέρνηση ή έστω να συμμετάσχουν στην διακυβέρνηση μίας χώρας και, ως εκ τούτου, στην διακυβέρνηση της ΕΕ– μπορούν ελεύθερα να καταγγέλλουν τους ευρωπαϊκούς νόμους και τις πολιτικές διαδίδοντας συχνά όλων των ειδών τα ψέμματα για τα δήθεν κακά αποτελέσματά τους για τα συμφέροντα και την ευημερία των πολιτών της χώρας τους ή γενικά της ΕΕ. Σε αυτά τα κόμματα στα περιθώρια του πολιτικού φάσματος προστίθενται ευρωφοβικά και ξενόφοβα κόμματα, τα οποία πολεμώντας την ΕΕ υπερασπίζουν υποθετικά την εθνική κυριαρχία.
Το γεγονός είναι ότι, παρά τους 1.000 και πλέον δημοσιογράφους από περισσότερες από 70 χώρες που είναι διαπιστευμένοι στην Επιτροπή, το κοινό είναι ακόμη λίγο και κακά πληροφορημένο για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Λίγα είναι τα ευρωπαϊκά θέματα που γίνονται μεγάλοι τίτλοι των εφημερίδων και ακόμη λιγότερα εκείνα που φθάνουν μέχρι την τηλεόραση. Το χειρότερο είναι ότι οι κρίσεις και οι πρόσκαιρες αποτυχίες αποτελούν τις πιο συχνές ειδήσεις για το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, γιατί είναι πιο εντυπωσιακές από τις περίπλοκες αποφάσεις που επιτυγχάνονται σχεδόν καθημερινά μετά από υπομονετικές και συχνά πολυετείς διαπραγματεύσεις και που επηρεάζουν την ζωή και την εργασία των πολιτών συχνά περισσότερο απ’ ό,τι οι νόμοι που ψηφίζονται από τα εθνικά κοινοβούλια.
Οι κυβερνήσεις συχνά χρησιμοποιούν τα ευρωπαϊκά μέτρα σαν μέσα εσωτερικής πολιτικής. Αν το ευρωπαϊκό μέτρο είναι δημοφιλές, οι κυβερνήσεις τείνουν να διατυμπανίσουν σαν δική τους πρωτοβουλία τον εθνικό νόμο ή το διάταγμα, που εφαρμόζει την απόφαση της ΕΕ, αποφεύγοντας να αναφέρουν το κοινό πλαίσιο της ενέργειας. Αντίθετα, αν το μέτρο δεν είναι δημοφιλές, οι κυβερνήσεις τείνουν να καταλογίζουν στις «Βρυξέλλες» την ευθύνη για μία ενέργεια –την οποία οι ίδιες αποφάσισαν (στο Συμβούλιο) ή/και ενεθάρρυναν (στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο).
Δεν συμπεριφέρονται βεβαίως πάντα όλες οι κυβερνήσεις με τον ίδιο τρόπο. Ορισμένες είναι πιο ειλικρινείς από άλλες ως προς την ανάμειξή τους στις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Οι δεύτερες είναι πιθανότατα εκείνες των οποίων οι πολίτες έχουν την μεγαλύτερη ανάγκη για μία σαφή και αντικειμενική πληροφόρηση ως προς τις κοινές πολιτικές και ως προς την εμπλοκή των δικών τους θεσμών σε αυτές.
Οι ελλείψεις των δραστηριοτήτων πληροφόρησης
Μία πρώτη ματιά στις δραστηριότητες των ευρωπαϊκών οργάνων δίνει μάλλον την εντύπωση μίας πλημμύρας πληροφοριών, εκ μέρους ιδίως της Επιτροπής, παρά μίας έλλειψης πληροφόρησης. Αλλά οι πλημμύρες μπορεί να είναι πιο επικίνδυνες από τις ξηρασίες, εάν το έδαφος δεν είναι προετοιμασμένο να τις δεχτεί. Και εδώ το έδαφος είναι τελείως απρόσφορο, γιατί οι πολίτες δεν κάνουν και ουδέποτε θα κάνουν προσπάθεια να ενημερωθούν.
Περιμένουν τελείως δικαιολογημένα να ενημερώνονται αυτόματα από τα συνήθη σε αυτούς μέσα ενημέρωσης για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις και αποφάσεις που είναι ενδιαφέρουσες γι’ αυτούς. Όταν λένε στις δημοσκοπήσεις του Ευρωβαρόμετρου ότι θέλουν περισσότερη πληροφόρηση για τους θεσμούς και τις πολιτικές της ΕΕ, εννοούν ότι αυτή η πληροφόρηση πρέπει να έρχεται σε αυτούς, όχι ότι αυτοί θα πρέπει να την αναζητούν.
Η πληροφόρηση από την Επιτροπή πάσχει από δύο σύμφυτα μειονεκτήματα. Πρώτον, απευθύνεται σε λίγα μυημένα άτομα μάλλον παρά στον μέσο πολίτη, ο οποίος δεν διαβάζει περισπούδαστες δημοσιεύσεις. Δεύτερον, η πληροφόρηση της Επιτροπής αντικατοπτρίζει τις προτάσεις της μάλλον παρά τις πολιτικές που αποφασίζονται από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών και το Κοινοβούλιο των λαών της ΕΕ. Επομένως, οι δημοσιογράφοι, και μέσω αυτών οι πολίτες, μένουν με την όχι και τόσο λανθασμένη εντύπωση ότι οι δραστηριότητες πληροφόρησης της Επιτροπής αποσκοπούν στην προαγωγή των δικών της πολιτικών και όχι των κοινών πολιτικών των κρατών μελών.
Όπως και να έχει το πράγμα, το έλλειμμα πληροφόρησης, συνδυαζόμενο με την παραπληροφόρηση εκ μέρους των ευρωσκεπτικιστικών ΜΜΕ, συνεπάγεται την δυσαρέσκεια των πολιτών –οι οποίοι πιστεύουν ειλικρινά ότι, αντί να προχωρεί στο πεδίο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η ΕΕ είναι στίβος αντιπαλοτήτων μεταξύ των Ευρωπαίων πολιτικών, ότι είναι τελείως ανίκανη να επηρεάσει τα παγκόσμια προβλήματα (την παγκοσμιοποίηση, την μεταλλαγή του κλίματος, τις διεθνείς διενέξεις) και ότι είναι μάλιστα υπεύθυνη για ορισμένα από τα εθνικά τους προβλήματα, όπως η ανεργία και ο πληθωρισμός.
Αυτή η αναντιστοιχία μεταξύ των προσδοκιών και των μερικά ή ολικά λανθασμένων αντιλήψεων των πολιτών θέτει σε κίνδυνο την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η αδιαφορία ή/και η δυσαρέσκεια των πολιτών, η οποία εμφανίζεται στις ευρωπαϊκές εκλογές, στις δημοσκοπήσεις και στα δημοψηφίσματα, πρέπει να αναγνωριστεί σαν μία μεγάλη αποτυχία της διαδικασίας ολοκλήρωσης και σαν μεγάλος κίνδυνος για το μέλλον της.