Η επιλογή των σημαιοφόρων στα σχολεία όχι βάσει των μαθητικών επιδόσεων αλλά κατόπιν κλήρωσης αποτελεί την πιο πρόσφατη εκδήλωση των ιδεοληπτικών αντιλήψεων περί ‘’ισότητας’’ των πολιτικών και διανοουμένων της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Του Κώστα Χριστίδη*
Σύμφωνα με αυτές οι εξαιρετικές επιδόσεις, η διάκριση, η αριστεία, η επιτυχία γενικότερα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως γενεσιουργοί παράγοντες ανισοτήτων, διαχωρισμού σε ευφυείς και ανόητους, πλούσιους και φτωχούς, διακεκριμένους και μέτριους ή υστερούντες.
Θα πρέπει, λοιπόν, σε κάθε τομέα και ιδιαίτερα στην παιδεία, να μην υπάρχουν πρότυπα, βαθμολογίες, αξιολογήσεις και τα συναφή.
Η πεποίθηση ότι οι ικανότητες, η επιμέλεια, η κοπιώδης εργασία, η δημιουργική άμιλλα – και όχι η τυχαιότητα – οδηγούν σε επαγγελματική επιτυχία και κοινωνική καταξίωση ξεκινά από τα μαθητικά έδρανα και εξελίσσεται κατά την διαδρομή του βίου.
Οι ηθικές και υλικές ανταμοιβές αποτελούν κίνητρα που ενισχύουν την έμφυτη τάση κάθε ανθρώπου να επιτυγχάνει καλύτερα αποτελέσματα και να βελτιώνει την ζωή του στις διάφορες εκφάνσεις της, οικονομικές, πνευματικές, ηθικές.
Μέσω των συστηματικών προσπαθειών και του ανταγωνισμού, όταν αναπτύσσεται εντός ορθά θεσμοθετημένου πλαισίου, επέρχεται ποσοτική και ποιοτική βελτίωση, ανακαλύπτονται νέα προϊόντα και μέθοδοι παραγωγής, προάγονται οι τέχνες και οι επιστήμες, καταρρίπτονται αθλητικά ρεκόρ, δημιουργούνται πρότυπα που ωφελούν και σταδιακά ανεβάζουν το σύνολο των ανθρώπων σε υψηλότερα επίπεδα.
Οι ευεργετικές επιπτώσεις του ανταγωνισμού και της άμιλλας αντίκεινται στις περί εξισωτισμού αντιλήψεις της αριστεράς.
Γι’ αυτό και οι εκπρόσωποί της στον χώρο της παιδείας αντιδρούν σε κάθε απόπειρα που μπορεί να οδηγήσει τα εκπαιδευτικά ιδρύματα όλων των βαθμίδων σε μεγαλύτερη αυτονομία και μείωση του ασφυκτικού κρατικού εναγκαλισμού.
Γιατί έτσι θα καταδειχθεί, σε χρονικό ορίζοντα ολίγων ετών, ότι τα καλύτερα αποτελέσματα επέρχονται όχι μέσω καταλήψεων, βιαιοπραγιών και ‘’ασύλων’’ αλλά μέσω της άμιλλας και της δυνατότητας εκπαιδευόντων και εκπαιδευομένων να δοκιμάζουν και να επιλέγουν.
Η ισοπεδωτική προσέγγιση δεν περιορίζεται στον χώρο της παιδείας. Διαχέεται σε ολόκληρη την κοινωνία και την οικονομία, οδηγώντας παντού σε προκρούστειες τακτικές.
Ιδιαίτερα στον κρίσιμο τομέα της οικονομίας, κάθε επιχειρηματική προσπάθεια που σημειώνει μεγάλη επιτυχία και οδηγεί σε εντυπωσιακή αύξηση κύκλου εργασιών και κερδών συνιστά δυνητικό κίνδυνο που πρέπει να αντιμετωπισθεί με ‘’προοδευτική’’ φορολογία, παραλυτική γραφειοκρατία και κοινωνική απαξίωση.
Και επειδή η εξουθένωση των μεγαλύτερων επιχειρήσεων δεν επαρκεί, η προσπάθεια αφαίμαξης στρέφεται κατά των μικρομεσαίων, ελεύθερων επαγγελματιών, ιδιοκτητών ακινήτων και συλλήβδην της μεσαίας τάξης.
Αντιθέτως, άλλες κατηγορίες και ομάδες ανθρώπων θεωρούνται άξιες υποστήριξης και προώθησης.
Αυτές περιλαμβάνουν τους κομματικούς υποτακτικούς, τους κρατικούς γραφειοκράτες, τους συνδικαλιστές, που αποτελούν τρόπον τινά την αριστοκρατία της … μη εργαζόμενης εργατικής τάξης.
Και, βεβαίως, τους κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες που ‘’αριστεύουν’’ στην αξιοποίηση πολιτικών γνωριμιών και την παράκαμψη νόμων και γραφειοκρατικών εμποδίων που μαστίζουν τους υπόλοιπους.
Πρόκειται για τους νέους προνομιούχους, αυτούς που επωφελούνται από την λειτουργία της κρατικής κλίνης του Προκρούστη!
*Νομικός – Οικονομολόγος