Είναι επείγον η ελληνική οικονομία να ξεφύγει από δομές και προκλήσεις του παρελθόντος, που είναι και η αιτία της σοβαρής κρίσης της.
Πέρα από τις διακηρύξεις και τις υποσχέσεις για“καλύτερες μέρες”, η χώρα έχει ανάγκη από άμεση και ταχείας απόδοσης ανάπτυξη. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί όμως χωρίς σοβαρές διαρθρωτικές αλλαγές. Άρα, η Ελλάδαχρειάζεται ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο.
Του Γιώργου Μέργου*
Παλαιότερα, σε ομιλία του ο JeffreySachs, του ColumbiaUniversity, παγκόσμια αυθεντία σε θέματα αναδιάρθρωσης της οικονομίας, τόνισε ότι χρειάζεται αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας που θα επιτυγχάνει ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 4 %, και το οποίο θα στηρίζεται στις εξαγωγές, γιατί στα προσεχή χρόνια τόσο η δημόσια όσο και η ιδιωτική κατανάλωση δεν μπορούν να αυξηθούν.
Σύμφωνα με τον Sachs, μόνο ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο της οικονομίας με έμφαση στις εξαγωγές μπορεί να αλλάξει το παραγωγικό πρότυπο, να βγάλει την οικονομία από την κρίση και να ενισχύσει την απασχόληση και το εισόδημα, διασφαλίζοντας παράλληλα και την βιωσιμότητα του χρέους και την κοινωνική συνοχή.
Το νέο αναπτυξιακόπρότυπο θα πρέπει να είναι μεν φιλόδοξο, αλλά θα πρέπει να είναι επίσης ρεαλιστικό και να λαμβάνει υπόψη τους οικονομικούς και κοινωνικούς περιορισμούς και τη γενικότερη οικονομική συγκυρία. Τα προβλήματα που μας κληρονόμησε η οικονομική και κοινωνική κρίση δεν μπορούν να αγνοηθούν, όπως επίσης δεν μπορούν να αγνοηθούν και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ.
Και έχει γίνει πλέον συνείδηση ότι η συμμετοχή της χώρας στην ευρωπαϊκήένωση και την ευρωζώνη είναι όχι μόνο επωφελής για την ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή, αλλάπροϋπόθεση εθνικής επιβίωσης σε μια ασταθή γεωπολιτική περιοχή.
Αυτό το νέο αναπτυξιακό πρότυποχρειάζεταισοβαρήμελέτη ως προς την υλοποίηση του, ειδικότερα στα θέματαμακρό-οικονομικής σταθερότητας και εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους.
Επίσης, σε θέματα αναδιάρθρωσης της οικονομίας, βελτίωσης της ρευστότητας και αντιμετώπισης των «κόκκινων δανείων».
Το σπουδαιότερο, όμως, είναι η αξιοποίηση του σημαντικότερου πόρου της οικονομίας, δηλαδή του ανθρώπινου δυναμικού, με κατάρτιση και διαβίου μάθηση που να υποστηρίζει την αναδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού από μια οικονομία με έμφαση στις υπηρεσίες σε μια οικονομία με έμφαση στην παραγωγή και τις εξαγωγές.
Το νέο αναπτυξιακό πρότυπο θα πρέπει να μελετηθεί ενδελεχώς ώστε να δίνει έμφαση στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων, την επιλογή των παραγωγικών τομέων αιχμής, ώστε να προκύπτει η μείωση ανεργίας, η ενίσχυση της απασχόλησης και η κοινωνική συνοχή, η αύξηση του εισοδήματος και η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους με αδιάσειστα στοιχεία.
Δυστυχώς, μέχρι σήμερα δεν έχουμε δει να έχει δημοσιοποιηθεί κάποιο σχέδιο για την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας για τα επόμενα χρόνια. Αποτέλεσμα αυτής της αδυναμίας είναι να υπονομεύεται η διαπραγματευτική ικανότητα της χώρας και να είναι άνευ ουσίας οι εξορκισμοί για το τέλος ντου μνημονίου και της λιτότητάς.
Τέλος, η διατύπωση της πρότασης για ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο, θα πρέπει να έχει ως αφετηρία ένα οικονομικό και κοινωνικό όραμα για τη χώρα, που θα υπηρετείται από ένα μακρόπνοο αναπτυξιακόσχέδιο με προτεραιότητες και μέτρα πολιτικής, με μετρήσιμους στόχους, αξιολόγηση των αποτελεσμάτων και πρόβλεψη για διορθωτικές παρεμβάσεις.
Ένα πρότυπο που θα αξιοποιεί τους πλούσιους παραγωγικούς πόρους της χώρας, κυρίως το ανθρώπινο και πολιτιστικό κεφάλαιο, και θα δημιουργεί προστιθέμενη αξία. Ένα πρότυπο που θα διασφαλίζει υψηλό ρυθμό ανάπτυξης αλλά με κοινωνική συνοχή και κοινωνική ευαισθησία.
Η διεθνής εμπειρία αποδεικνύει ότι προϋπόθεση επιτυχίας των οικονομικών μεταρρυθμίσεων είναι η ύπαρξη αποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης και αποτελεσματικού ρυθμιστικού πλαισίου. Χωρίς αποτελεσματική δημόσια διοίκηση δεν υπάρχουν οι συνθήκες διασφάλισης της μακροχρόνιας επιτυχίας των οικονομικών μεταρρυθμίσεων.
Ακόμη, μια επιτυχημένη δημοσιονομική προσαρμογή δεν είναι μακροχρόνια βιώσιμη αν δεν προηγηθεί η μεταρρύθμιση του κράτους. Προϋπόθεση επιτυχίας των οικονομικών μεταρρυθμίσεων είναι η ύπαρξη αποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης, κράτους δικαίου και κοινωνίας ευνομίας. Επομένως, οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να προωθηθούν ταυτόχρονα και παράλληλα με τη μεταρρύθμιση του κράτους και της δημόσιας διοίκησης.
Τόσο το εύρος, όσο και το βάθος των διαρθρωτικών αλλαγών που απαιτούνται για την αντιστροφή της φθίνουσας πορείας της ελληνικής ανταγωνιστικότητας αντιμετωπίζουν, ακόμη και σήμερα, αντιστάσεις από συντεχνίες που συχνά φαίνονται ανυπέρβλητες.
Όμως, η δυνατότητα ομαλής μετάβασης, με ήπια προσαρμογή, σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο υπό συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης έχει πλέον παρέλθει. Η αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων στην κατεύθυνση αυτή είναι σήμερα πιο επίκαιρη από ποτέ.
Παρά τους δυσμενέστατους όρους με τους οποίους πρέπει να υλοποιηθούν οι μεταρρυθμίσεις, η αναδόμηση της διεθνούςανταγωνιστικότητας της οικονομίας αποτελεί μονόδρομο, που περνά μέσα από την υλοποίηση σε πολύ σύντομο χρόνο ιστορικής κλίμακας διαρθρωτικών αλλαγών σε όλα τα πεδία, συχνά με οδυνηρές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες.
Τα τελευταία χρόνια αναδεικνύεται ως σοβαρό πρόβλημα στην Ελλάδα και η απουσία ενός αποτελεσματικού συστήματος κινήτρων στην οικονομία, καθώς επίσης και η επιλογή μέτρων πολιτικής που επιδιώκουν ταυτόχρονα στόχους οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να διαιωνίζεται.
Γενικά, είναι εξαιρετικά αναγκαίο, αλλά και επείγον, για την χώρα και το νέο αναπτυξιακό πρότυπο, να διαμορφωθεί ένα δίκαιο, υγιές και αποτελεσματικό σύστημα οικονομικών κινήτρων, με επιβράβευση και τιμωρία, που θα διασφαλίζει στον ιδιωτικό τομέα συνεπή σύννομη συμπεριφορά, στο πλαίσιο ευνομίας, αξιοπιστίας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Αυτό που είναι διεθνώς γνωστό ως κράτος δικαίου, και στην οικονομική πολιτική ως «levelplayingfield».
Το νέο αναπτυξιακό πρότυπο θα πρέπει να έχει ως κεντρική προτεραιότητα την ενίσχυση της εξωστρέφειας, της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας στην οικονομία. Η ενδυνάμωση του ρυθμού ανάπτυξης πρέπει να προέλθει από την ενίσχυση της εξωστρέφειας και τον τεχνολογικό μετασχηματισμό της οικονομίας, την αύξηση των εξαγωγών, τόσο των αγαθών όσο και των υπηρεσιών.
Η οικονομία πρέπει να ενισχύσει την παραγωγή «εμπορεύσιμων» προϊόντωνέναντι «μη- εμπορεύσιμων», τα οποία μέχρι τώρα κυριαρχούσαν λόγω της έμφασης στην κατανάλωση.
Για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας χρειάζονται καινοτόμες ιδέες στην παραγωγή και την επιχειρηματική διαχείριση. Χρειάζονται προϊόντα ποιότητας και διεύρυνση της παραγωγικής βάσης.
Χρειάζεται αξιοποίηση του ανθρώπινου και του πολιτιστικού κεφαλαίου της χώρας, εισαγωγή στη χρήση νέων τεχνολογιών, εξειδικευμένο ανθρώπινο κεφάλαιο και ελαστικότητα στην αγορά εργασίας. Μόνο με την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας θα επιτευχθεί ενίσχυση της εξωστρέφειας και, φυσικά, του ρυθμού ανάπτυξης.
Ο πυρήνας του προβλήματος είναι όμως η έλλειψη ιδιωτικών επενδύσεων γιατί αυτό οδηγεί σε μείωση της ανταγωνιστικότητας, επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου, απώλεια αγορών, εξειδίκευση σε χαμηλής ποιότητας και προστιθέμενης αξίας προϊόντα με συνεπακόλουθο την διάβρωση του παραγωγικού ιστού και τη μείωση της απασχόλησης. Η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στο χαμηλό επίπεδο Ξένων Άμεσων Επενδύσεων (ΞΑΕ) στη χώρα.
Επίσης, το έλλειμμα ανταγωνιστικότηταςοφείλεται σε μια σειρά από άλλους γενικότερους κοινωνικούς παράγοντες όπως η δαιμονοποίηση του κέρδους και της επιχειρηματικότητας, η καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης και άλλα.
Ακόμη, σημαντική αιτία στη μείωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας είναι και οι αγκυλώσεις στην λειτουργία της αγοράς εργασίας και οι αδυναμίες στην ποιότητα του ανθρώπινου κεφαλαίου.
Υπάρχει όμως και η μεγάλη πρόκληση της καινοτομίας, θέμα σοβαρό, στο οποίο θα επανέλθουμε.
*Ομότιμος καθήγητης Οικονομικών Επιστημών στο ΕΚΠΑ