Η άλλη πλευρά του Αιγαίου φαντάζει κοντά και μακριά. Κοντά γιατί είναι μια ανάσα από τα ελληνικά νησιά και μακριά γιατί το κλίμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων δημιουργεί φόβους και ανησυχίες.
Του Τάσου Παπαδόπουλου
Τα τελευταία χρόνια αυτή την εγγύτητα στάθηκε αφορμή να την εκμεταλλευθούν οι κάθε λογής διακινητές και την χρησιμοποίησαν σαν πέρασμα μεταναστών και προσφύγων προς την Ελλάδα έναντι αδράς αμοιβής.
Ένα ταξίδι, που δεν έγινε πριν τριάντα χρόνια από την Σάμο προς την Σμύρνη, λόγω μιας ξαφνικής ασθένειας, πραγματοποιήθηκε φέτος τον περασμένο Σεπτέμβρη.
Η Σμύρνη των Γκιαούρηδων, που την αποκαλούσαν οι Τούρκοι από το 1919 έως το 1922, δεν έχει σήμερα καμιά σχέση με αυτή των Ελλήνων κατοίκων, που ξεριζώθηκαν βίαια τον Αύγουστο του ’22 από τις πατρογονικές τους εστίες.
Στη Σμύρνη των 250.000 κατοίκων την εποχή εκείνοι ζούσαν 170.000 Έλληνες που είχαν στα χέρια τους ολόκληρη την οικονομία της ευρύτερης περιοχής. Σήμερα η πόλη έχει μεταμορφωθεί σε μεγαλούπολη οπου ζουν 4,3 εκατομμύρια άνθρωποι.
Η Σμύρνη έχει οικοδομηθεί στο κέντρο ενός κόλπου με βάθος 30 μιλίων. Αρχικά κτίσθηκε η Παλιά Σμύρνη που καταστράφηκε τον 7ο αιώνα. Αργότερα η πόλη επανιδρύθηκε την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Στην μυθολογία βασίζονται οι θεωρίες για την προέλευση του ονόματός Σμύρνη. Η μία θέλη την ονομασία της από τη σμύρνα το μύρο και μια δεύτερη από την Αμαζόνα Σμύρνη που ίδρυσε στην αρχαιότητα την πόλη.
Ο Μέγας Αλέξανδρος κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του εναντίον των Περσών έκτισε ένα κάστρο που υπάρχει και σήμερα και ονομάζεται Πάγος.
Η μεγαλούπολη στις μέρες μας έχει επεκταθεί στις δύο πλευρές του κόλπου της Σμύρνης και ένα μικρό δασάκι την χωρίζει από το Κορδελιό. Προάστειο που περνούσαν για να ξεκουραστούν τα Σαββατοκύριακα τους οι κάτοικοι της Σμύρνης.
Η περίφημη παραλία που έζησαν το δράμα της άτακτης φυγής τους οι Έλληνες το καλοκαίρι του ’22 δεν υπάρχει πια. Ούτε φυσικά τα όμορφα διώροφα σπίτια.
Οι επιχωματώσεις που ξεπερνούν τα διακόσια μέτρα έχουν αλλάξει ριζικά τον περιβάλλοντα χώρο.
Η περιοχή είναι χώρος για περπάτημα και συναντήσεις φίλων που κάθονται οκλαδόν στο γκαζόν και συζητούν για πολλές ώρες μέχρι αργά το βράδυ.
Στα βαθιά νερά που βρίσκεται η παραλία πολλοί ψαρεύουν με αρκετά ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Τρία κτίρια στην παραλία θυμίζουν την Εποχή του Ελληνισμού της Σμύρνης. Το ένα από αυτά στεγάζει σήμερα το Ελληνικό προξενείο.
Στη μεγάλη κεντρική παραθαλάσσια πλατεία της Σμύρνης που βλέπει στην παραλία δεσπόζει το άγαλμα του Κεμάλ Ατατούρκ που το συναντά κανείς σε κάθε πόλη και χωριό της Τουρκίας.
Μια ακόμη πλατεία συναντά κανείς μερικά μέτρα πιο κάτω. Εκεί βρίσκεται το Διοικητήριο απομεινάρι της παλιάς εποχής. Σε αυτό σημείο μπροστά στο Διοικητήριο αποβιβάστηκε ο Ελληνικός Στρατός το Μάιο του 1919.
Δεξιά της πλατείας βρίσκεται το άγαλμα ενός Τούρκου με ένα πιστόλι στο χέρι. Ο στρατιώτης αυτός ήταν ο μόνος, που πυροβόλησε όταν αποβιβάσθηκε ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη.
Το παλιό Διοικητήριο επισκευάζεται αυτή την περίοδο και στα πανιά που το καλύπτουν βλέπει να συνυπάρχουν ισάξιες οι φιγούρες τόσο του Κεμάλ όσο και του Ερντογάν. Είναι προφανές ότι υποδηλώνουν την ισότιμη παρουσία τόσο του ιδρυτή του του σύγχρονου Τουρκικού Κράτους όσο και του σημερινού του Προέδρου.
Πίσω από το παραλιακό μέτωπο περπατώντας σε παράλληλο δρόμο θα συναντήσει κανείς την σκεπαστή αγορά και πολύ κοντά η Ρωμαϊκή Αγορά της Σμύρνης.
Η αρχαία αυτή αγορά ιδρύθηκε απ’ το Μ. Αλέξανδρο και επεκτάθηκε κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο. Βρίσκεται στο κέντρο της σημερινής μεγαλούπολης μεταξύ Κονάκ και Αλσαντσάκ.
Από τις ανασκαφές ήλθαν στο φως εντυπωσιακά ευρήματα, όπως το βουλευτήριο (2ος μ.Χ. αιώνας), χωρητικότητας 400 ατόμων, η βασιλική για την εξυπηρέτηση του εμπορίου, το δικαστήριο, πρωτοφανή για το μέγεθός τους λουτρά κ.ά.
Με τα μέχρι στιγμής στοιχεία, εκτιμάται ότι κατά τη ρωμαϊκή περίοδο η αγορά ήταν κλειστή και είχε τέσσερις μεγάλες θύρες που άνοιγαν και έκλειναν ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες.
Πίσω από αυτό είναι μια γειτονιά με παλιά μικρά σπίτια που ακόμη δεν έριξε η μπουλντόζα, για να δώσουν τη θέση τους σε πολυώροφα κτίρια.
Φεύγοντάς από την Σμύρνη στη διαδρομή προς την Πέργαμο συναντά ιδιαίτερα αυξημένη κίνηση χαρακτηριστικό γνώρισμα των μεγαλουπόλεων.
Πολλά πολυώροφα καινούργια κτίρια και δρόμοι διπλής κυκλοφορίας φανερώνουν το νέο πρόσωπο της Τουρκίας.
Φθάνοντας στην Πέργαμο ψιλότερα από την μικρή πόλη βλέπει κανείς το κάστρο που βρισκόταν το παλάτι του Βασιλά και στην πεδιάδα ένα αρχαίο Ελληνικό Ασκληπιείο. Το νοσοκομείο της εποχής θα έλεγε κανείς.
Είναι ένας χώρος καθαρά Ελληνικός στον οποίο συνυπάρχουν αρμονικά κίονες Δωρικού, Ιωνικού αλλά και Κορινθιακού ρυθμού. Εκεί κατέφευγαν οι Έλληνες της Ιωνίας για να γιατρέψουν ασθένειες σωματικές αλλά και ψυχικές.
Επιβλητικός είναι ο χώρος που οδηγεί στο Ασκληπιείο, αλλά και το θέατρο που υπάρχει εντός του χώρου.
Δεν λείπει η πηγή με τα ιαματικά λουτρά και μια σκεπαστή στοά που διανυκτέρευαν προς το τέλος της αποθεραπείας τους οι ασθενείς της εποχής.
Μεγάλο ήταν το ποσοστό όσων κατέφθαναν για να θεραπευτούν στο Ασκληπιείο είχαν ψυχικά προβλήματα και μικρότερο αυτών με σωματικά.
Στο θέατρο οι παραστάσεις σε συνδυασμό με την συζήτηση που ακολουθούσε είχαν σκοπό να βοηθήσουν τους ψυχικά ασθενείς να ξεπεράσουν τα προβλήματά τους.
Ήταν θα έλεγε κανείς μιας μορφής art therapist που είναι μια σύγχρονή προσέγγιση της ψυχοθεραπείας μέσω της τέχνης.
Κάτω από μια σκεπαστή στοά οι ασθενείς ξάπλωναν και σε απόλυτη ησυχία άκουγαν τα πουλιά να κελαηδούν, μουσική και φωνές με λόγια που τους ηρεμούσαν και τους βοηθούσαν να χαλαρώσουν και να απαλλαγούν από άγχη και φαινόμενα κατάθλιψης.
Τα Μοσχονήσια ήταν μικρά νησάκια πολύ κοντά στα παράλια της Μικράς Ασίας όπου ζούσαν πολλοί Έλληνες. Μια Ελληνική εκκλησία που στέκεται ακόμη επιβλητική στα Μοσχονήσια ανέλαβε να συντηρήσει ο Τούρκος μεγαλοεπιχειρημάτίας Κοτς.
Στο πραύλιο της εκκλησίας υπάρχει ένα παλιό Ελληνικό αρχοντικό που χρησιμοποίηθηκε μέχρι πρόσφατα ως ξενώνας.
Στο χωριό Σελτζούκ ζούσαν μέχρι το 1923 Έλληνες και είναι ονομαστό μια και σε αυτό περνούσε τα καλοκαίρια της η Διδώ Σωτηρίου. Το βιβλίο της “Ματωμένα χώματα” Έλληνες και Τούρκοι, δεν ξεχωρίζουν μια οι άνθρωποι υποφέρουν χάνοντας την ανθρωπιά τους κάτω από ορισμένες συνθήκες, μέσα στο πλαίσιο του πολέμου.
Το Ελληνικό σχολείο έχει μετατραπεί σε μουσείο. Στον περιβάλοντα χώρο του υπάρχουν μικρά μαγαζιά και ένα εστιατόριο απ’ όπου απολαμβάνει κανείς τη θέα του αμφιθεατρικού χωριού.
Εντός του Μουσείου ο επισκέπτης θα δει και μια φωτογραφία της Διδώς Σωτηρίου που τιμήθηκε με το βραβείο Ιπεκτσί και συνδέεται με το Σελτζούκ μια και εκεί περνούσε τα καλοκαίρια της στα νεανικά της χρόνια.
Ανεβαίνοντας το χωριό στο πιο ψιλό του σημείο δεσπόζει μια ακόμη Ελληνική εκκλησία.
Στο εσωτερικό της παλέτες με αφίσσες που θυμίζουν γκαλερί.
Τα μπαχαρικά άφθονα που είναι συνδεδεμένα με την Ανατολή και τις μνήμες όσων ξακληρήστικαν μετά την Μικρασιατική καταστροφή.
Από αυτά τα χώματα της Μικράς Ασίας δεν υπάρχουν μνήμες κάποιων προγόνων μου. Με συνδέει μόνο με τον χώρο αυτό το γεγονός ότι εκεί βρέθηκε υπηρετώντας στο στρατό ο πατέρας μου, σε αυτό τον πόλεμο των ανοήτων προς την Άγκυρα, που οδήγησε στον οριστικό ξεριζωμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
ΠΗΓΗ: orgi.gr