Φρονώ ότι πρέπει σε αυτό τον τόπο να ξαναπροσδιορίσουμε τις σημαντικές έννοιες. Να ορίσουμε τα νέα Σημαίνοντα. Να κατανοήσουμε τα δύσκολα, αυτά που απαιτούν διάβασμα, ανάλυση, σύνθεση. Ο Λ.Κουσούλης, ευφυής αναλυτής των δρώμενων, έγραψε πρόσφατα στο Βήμα( 21/5):
Του Ηλία Καραβόλια
«Υπάρχει μια αυθόρμητη γνώση. Είναι το συμπέρασμα της πρώτης ματιάς. Μόνο αυτό που βλέπουμε στην αυλή μας υπάρχει. Το άμεσα ορατό είναι και το αληθινό. Η αυθόρμητη γνώση είναι η εμπειρία που διεκδικεί την αλήθεια, διεκδικεί καθολικότητα.Απέναντί της, η επιστημονική γνώση. Η βασανισμένη. Η δοκιμασμένη.
Το αποτέλεσμα της κριτικής σκέψης και της θεμελιωμένης απάντησης.Η αυθόρμητη γνώση ανακουφίζει, η επιστημονική παιδεύει. Οταν ξέσπασε η κρίση, η αυθόρμητη γνώση εγκαταστάθηκε εύκολα στον υψηλό θρόνο της. Ενδεδυμένη τη φωτεινή στολή της απλότητας, σαν ακατέργαστη πρωτόγονη ομορφιά, ακτινοβολούσε στην ελπιδοφάγο πλατεία Συντάγματος.
Στη σκιά της, αγανακτισμένοι πάσης φύσεως, πτυχιούχοι ποικίλων σχολών, καθηγητές κάθε προέλευσης, υμνούσαν την αυθόρμητη γνώση και εν χορώ, με όλα τα συνοδευτικά στοιχεία της παράστασης, κραύγαζαν ότι «η Γη είναι επίπεδη». Οι ερμηνείες της κρίσης υψώθηκαν γύρω από τη γοητεία της απλούστευσης. Για όλα υπήρχε μια εύκολη απάντηση».
Η πιο σπάνια φράση στην Ελλάδα είναι: «δεν το ξέρω αυτό». Άλλωστε οι Έλληνες είμαστε ‘ειδησεοφάγοι’. Αξιολογούμε το ‘νέο’, την είδηση, ως κάτι που ‘κατέχουμε’, ως ιδιοκτησιακό στοιχείο. Μοιάζει σαν να ‘έπρεπε’ να διαβάσουμε στα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία, Reuters, Bloomberg κ.α, ότι το 2010 θα χρεοκοπούσαμε.
Το ξέραμε, το κρύβαμε στα υπόγεια του νού, αλλά τότε που ήλθε ‘απ έξω’, ήλθε σαν σοκαριστικό νέο. Όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Η Ελλάδα είναι ο χώρος όπου συγκρούεται ο παλιός με τον νέο κόσμο της ‘συμβολικής ανταλλαγής’.
Η πειθαρχία και ο ισοσκελισμός εσόδων/ εξόδων, αντικαθιστά βίαια, εδώ και 7 χρόνια, την υπερχείλιση των επιθυμιών, την υπερέκθεση στην δαπάνη, στην αγορά εμπειριών με δόσεις, με λογιστικές πληρωμές που υποθηκεύουν το μέλλον.
Στην ουσία ‘συμπιεζόμαστε’ στα ασφυκτικά όρια μιας εντελώς νέας αντίληψης για το χρήμα, το χρέος, την κατανάλωση, την αποταμίευση. Και πιο συγκεκριμένα, επιβιώνουμε εντός ενός νέου σύμπαντος της Αξίας, εντός μιας μεγάλης ‘μετάλλαξης’ που επήλθε στην Οικονομία, λόγω πολλών παραμέτρων όπως της εμφάνισης του διαδικτύου στην ζωή μας και της υψηλής προσβασιμότητας στο νέο ‘αντικείμενο α’, που θα έλεγε ο Lacan, στο νέο σύμβολο ταυτότητας και αυτοπροσδιορισμού: την πληροφορία.
Έτσι λοιπόν, κάποτε πληροφορηθήκαμε για το ανεξέλεγκτο Χρέος. Και μείναμε εκεί. Αποδεχθήκαμε ότι θεριεύει και μας απειλεί και δεν είδαμε ότι μια μεγάλη ‘συμβολική ανταλλαγή ’ συνέβη στα πρώτα χρόνια των Μνημονίων.
Αυτή καθ αυτή η μετατροπή του δημοσίου χρέους της χώρας απο ‘απρόσωπο μέγεθος’ (δηλαδή ομόλογα που τα κατέχει ο μεγάλος Άλλος, οι »Αγορές») σε ‘ορισμένο μέγεθος’ (υπερεθνικό/ θεσμικό/διακρατικό, από ΕΕ-ΔΝΤ, συνοδευόμενο με μνημόνια/ συμβάσεις/υποχρεώσεις), ήταν στην πραγματικότητα ένα πέρασμα απο τον ‘αφηρημένο Νόμο των Αγορών’( την αέναη κυκλοφορία λογιστικού χρήματος )στον ‘συμβολικό Νόμο της Οικονομίας’, δηλαδή στην κλασική δανειακή σύμβαση με εμπράγματες εξασφαλίσεις, όπως η δημόσια περιουσία, αλλά και με υποθήκη μόχθου/εργασίας/αξιοπρέπειας των πολιτών.
Η έκδοση ομολόγων και η προσφυγή στις Αγορές, αποτελεί μια αφηρημένη δανειακή εξάρτηση, μια κλασική χρηματοδότηση, τοκοφόρα μεν για τους δανειστές αλλά χωρίς πρόσθετα βάρη για το κράτος-εκδότη και για τους πολίτες του.
Ο ‘συμβολικός Νόμος’ των Μνημονίων όμως, φέρει μέσα του την Θυσία: τα μέτρα δηλαδή των πολλών δις εδώ και 7χρόνια,ως αντίτιμο για την αποφυγή του Θανάτου, δηλαδή την χρεοκοπία. Στην ουσία είχαμε μια ‘συμβολική ανταλλαγή’ που κατέστησε το συλλογικό υποκείμενο Ελλάδα μόνιμα εξαρτημένο απο ένα επίσης υπερεθνικό υποκείμενο( ΕΕ-ΔΝΤ), αφήνοντας έτσι –προσωρινά – τον μεγάλο Άλλο( Αγορές).
Κάθε δανειακή σύμβαση από τότε μεταξύ Ελλάδας –δανειστών, ενσωματώνει πλέον μια νέα ‘συμπτωματολογία’ θυσιαστικού χαρακτήρα, που αντικαθιστά ,υποτίθεται λυτρωτικά,το ‘σύμπτωμα’ τόσων ετών: την ευμάρεια με δανεικά. Σύμπτωμα που αποτυπώθηκε ιστορικά με την επιθυμία υπερχρέωσης, ατομική/ συλλογική.
Στην χώρα μας, κάθε είδους υπερχρέωση ατομικού μας λογαριασμού στην ουσία σήμαινε την αυτόματη υπερχρέωση του ‘μεγάλου λογαριασμού’, του Κράτους υποτίθεται. Αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για αυτόν τον αρχέγονο λογαριασμό του πρωταρχικού Χρέους, της πρωταρχικής Ενοχής του καθενός.
Όλο αυτό το σκηνικό της κρίσης στην χώρα σχετίζεται με την ερμηνευτική του Χρέους, ενός ‘δορυφόρου θανάτου’ όπως λέει ο Baudrillard, σε ένα δια-οικονομικό σύμπαν όπου νιώθεις την αίσθηση της απειροστής, της ατέρμονης δορυφορικής τροχιάς των επιθυμιών (άμεσα σχετιζόμενη με την δορυφορική τροχιά του Χρέους στα τερματικά των αγορών)
Όπως καταλαβαίνει κανείς, οι έννοιες άλλαξαν. Πρέπει σαν λαός να δουλέψουμε πάνω σε αυτό. Πρέπει να ‘διαβάσουμε’ την εποχή. Η ‘ανταλλακτική’ αξία και η σημασία της εμπορευματικής της χρήσης, έχει αντικτασταθεί απο μια σημαίνουσα αλυσίδα επιλογών εντός της διαδικτυακής οικονομίας, μια αλυσίδα που ταξινομεί, βαθμολογεί και αξιολογεί επιθυμίες, μεταφέροντας προσδοκία – και οχι αξία -στα εμπορεύματα και στις υπηρεσίες: rating, ranking, accept, like, follow, κ.α, αποτελούν σηματοδότες( signals) για την κυκλοφορία, την ροή επιθυμιών.
Οφείλουμε να στοχαστούμε πάνω σε αυτό ώστε η καθημερινότητα μας, ο μικρόκοσμος μας που άλλαξε ραγδαία, να μην σκεπάζεται συνεχώς από τις αναμνήσεις των χρόνων ευμάρειας. ‘ Πόσο χρήμα κυκλοφορούσε τότε…’, λένε καθημερινά σχεδόν όλοι, αναφερόμενοι στις δεκαετίες ’80, ’90 αλλά και στην δεκαετία του 2000.
Και όμως: η Επιθυμία είναι που κινούσε το Χρήμα .Και έθρεφε την απενοχοποιημένη κατανάλωση. Την ίδια ώρα που η Οικονομία περιστρεφότανε γύρω από το θανάσιμο ταγκό μεταξύ τραπεζών- Δημοσίου και εμείς χορεύαμε στους ρυθμούς ενός βαλς με το ‘εύκολο’ κέρδος, το γρήγορο χρήμα, τις αμοιβές χωρίς όρια και φυσικά την ανέμελη υπερχρέωση, την απώθηση στο μέλλον.
Όχι μόνο οικονομολόγοι αλλά και φιλόσοφοι όπως ο Καστοριάδης στο βιβλίο του ‘Η Ανορθολογικότητα του Καπιταλισμού’ και ο Baudrillard στο ‘ L’ echange symbolique et la mort’, έγραφαν για την εντροπία και την αυτοσυντήρηση του οικονομικού συστήματος μέσω της συνεχούς υπερκατανάλωσης και υπερχρέωσης. Αυτό κάναμε εμείς.
Συντηρούσαμε το σύστημα χωρίς να ξέρουμε ότι όταν μια Οικονομία θρέφεται απο τις ροές επιθυμίας και όχι από την επεκτεινόμενη υπεραξία και την ανταγωνιστικότητα στην παραγωγή, δεν μπορεί απλά και μόνο με την υπερεκθετική αύξηση της κατανάλωσης, να στηρίξει μια βιώσιμη μεγέθυνση, ένα ‘υγιές’ ΑΕΠ.
Χαθήκαμε μέσα στην ετυμολογία των όρων της Οικονομίας. Οι δανειστές το γνωρίζουν αυτό. Γνωρίζουν τον οικονομικό μας αναλφαβητισμό. Και ξέρουν ότι πρέπει να μας δίνουν δανεικά για να θρέφεται το Σύμπτωμα.
Μόνο που αυτή η ‘ συμβολική ανταλλαγή’, αυτό το δούναι και λαβείν με χρήμα και θυσίες, κρύβει αργόσυρτο θάνατο. Από την εποχή της ακόρεστης Επιθυμίας, από την εποχή που δεν ξέραμε ότι κάθε υπεραξία μας αποσπάται απο τις Αγορές( με τα κουπόνια των ομολόγων) βρεθήκαμε εντός μιας ασυνείδητης συνθήκης, μιας μόνιμης έλλειψης της απόλαυσης, εντός μιας συνεχούς απώλειας της Επιθυμίας.
Και δυστυχώς ,το Συμβολικό, αυτό το σκηνικό μόνιμης επιτροπείας από τους Άλλους, δεν μας αφήνει να βλέπουμε την ‘πραγματική ανταλλαγή’: αυτή της εργασίας με την ευτελή αμοιβή. Αυτή η ανταλλαγή είναι κάτι σαν τον νέο απόκρυφο μισθό του μανιακού χρηματοπιστωτισμού.
Είναι το αποτέλεσμα του ακατανόητου, του αόρατου από ολους εμάς ‘μυστικισμού του χρήματος’. Μοιάζουν με κοινωνικά ιερογλυφικά, αλλά αυτά είναι πλέον τα σημαίνοντα : τα πλεόνασματα. Με αυτά πρέπει να ζήσουμε…