Όσο πλησιάζει η λήξη της θητείας της κυβέρνησης, τόσο οξύνεται η πόλωση και η απομάκρυνση του πολιτικού συστήματος από την πολιτική.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια, ότι γενικότερα τα κόμματα σχεδιάζουν την πορεία της χώρας βασιζόμενα στην ανάλυση και στην γνώση της πραγματικότητας και των δυνατοτήτων της σε βάθος χρόνου σε εθνικό, ευρωπαϊκό και πλανητικό επίπεδο.
Του Χρίστου Αλεξόπουλου
Ακόμη περισσότερο δεν συνειδητοποιούν τις αρνητικές επιπτώσεις αυτής της πρακτικής στην βιωσιμότητα της κοινωνίας και την ευθύνη τους απέναντι στις μελλοντικές γενιές.
Επικεντρώνουν την επικοινωνιακή τους δραστηριοποίηση στην αξιοποίηση του συναισθήματος και του θυμικού με έντονο εθνικό επικάλυμμα και στην καλλιέργεια αυταπατών σε σχέση με το μέλλον, ώστε να αναλάβουν την διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας.
Γι’ αυτό υπόσχονται είτε «καθαρή έξοδο από την μνημονιακή περίοδο της κρίσης» είτε «καλύτερες μέρες, γιατί το αξίζουμε».
Και στις δύο περιπτώσεις οι πολίτες ωθούνται στην απομάκρυνση από την δημοκρατική λειτουργία, η οποία προϋποθέτει την ενεργοποίηση του ορθολογισμού για την κατανόηση της πραγματικότητας και την διαμόρφωση πολιτικής στάσης, που βασίζεται στην γνώση των επιπτώσεων των επιλογών τους ως προς την διακυβέρνηση της χώρας. Γι’ αυτό και ο τόπος πορεύεται «με βάρκα την ελπίδα», ότι ο επόμενος διαχειριστής της κυβερνητικής εξουσίας θα πραγματώσει τις ονειρικές φαντασιώσεις, που καλλιεργεί ο εκφερόμενος πολιτικός λόγος.
Είναι δε αξιοσημείωτο, ότι αυτό το πλήθος των «υποσχέσεων» για το μέλλον διοχετεύεται στην μαζοποιημένη πλέον κοινωνία στηριζόμενο στην προϋπόθεση, ότι η χώρα μπορεί να υπερβεί την οικονομική κρίση και την γενικότερη παρακμή, χωρίς να συγκρουσθεί το πολιτικό σύστημα με τις κοινωνικές παθογένειες (διαφθορά, η οποία αποτελεί δομικό στοιχείο της ελληνικής κοινωνίας, επίσης αργή διαχείριση του χρόνου κ.λ.π.), ενώ ταυτοχρόνως δεν συνδέει την πορεία στο μέλλον με τις συνθήκες, που διαμορφώνονται σε πλανητικό επίπεδο.
Γι’ αυτό και το πολιτικό σύστημα δεν ασχολείται με την σε βάθος μελέτη και ανάλυση της πραγματικότητας σε ευρωπαϊκό και γενικότερα σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ακόμη ο τρόπος σκέψης έχει εσωστρεφή προσανατολισμό και δεν αντιμετωπίζει τα προβλήματα στις πλανητικές τους διαστάσεις, ώστε να διευκολύνει την βιώσιμη διαχείριση της πορείας προς το μέλλον.
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η στάση του συνόλου των κομμάτων στον τομέα της παραγωγής ενέργειας. Επιμένουν στην αξιοποίηση των ορυκτών καυσίμων, παρά το υψηλό ηλιακό και αιολικό δυναμικό, που διαθέτει η χώρα.
Ουδείς ενδιαφέρεται για την ποιότητα ζωής των πολιτών και τις επιβλαβείς επιπτώσεις της ρύπανσης του περιβάλλοντος και της κλιματικής αλλαγής (π.χ. στον τομέα της υγείας και την οικονομική του διαχείριση) ακόμη και εκτός εθνικών ορίων.
Επί της ουσίας αυτή η πολιτική δεν διαφέρει από τις επιλογές της κυβέρνησης του Donald Trump στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, η οποία αποφάσισε την αποχώρηση αυτής της χώρας από την συμφωνία, που υπεγράφη στο Παρίσι για το κλίμα. Ο προσανατολισμός και των δύο στην προοπτική του έχει επιβλαβείς παρενέργειες στις κοινωνίες της παγκόσμιας κοινότητας.
Οι αντιφάσεις των πολιτικών επιλογών σε υπερεθνικό επίπεδο, σε συνδυασμό με την αδυναμία των πολιτών να βιώνουν την πραγματικότητα δυναμικά σε βάθος χρόνου και να μην εξαντλούν την προσέγγιση της στη διάρκεια της δικής τους ζωής, διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για την διόγκωση της διακινδύνευσης σε πλανητικό επίπεδο.
Αυτό αφορά και στην ελληνική κοινωνία, η οποία αδυνατεί να υπερβεί τα όρια του χρόνου, που θέτουν η βιολογική διάρκεια του ατόμου, η δυνατότητα νοητικής προσέγγισης του μέλλοντος από τον πολίτη και η μη γνώση του γίγνεσθαι πέρα από την ροή και επεξεργασία πληροφοριών, που τον ενδιαφέρουν και είναι σε θέση να καταλάβει.
Για παράδειγμα, ο υπερπληθυσμός και οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής οδήγησαν την πολιτική ηγεσία της Κίνας στην απόφαση να αξιοποιηθεί η γεωμηχανική για την κάλυψη αναγκών διαφόρων περιοχών, ώστε να «βελτιωθούν» οι συνθήκες ζωής των τοπικών κοινωνιών.
Συγκεκριμένα επετράπη να εκπέμπονται χημικές ουσίες (αργυρούχο ιώδιο) στην ατμόσφαιρα για να προκαλέσουν βροχή (υψίπεδα του Θιβέτ). Επίσης αλλάζουν την γήινη επιφάνεια για να οικοδομούν πόλεις (τινάζουν βουνά στον αέρα, ώστε να γίνεται το έδαφος επίπεδο). Το θέμα είναι, πως θα αντιδράσει η φύση.
Οι επιπτώσεις αυτών των δραστηριοτήτων βέβαια δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε από τους Κινέζους ούτε από τους πολίτες της παγκόσμιας κοινότητας. Με αυτό τον τρόπο όμως η πολιτική μετατρέπεται σε εργαλείο διαχείρισης αρνητικών για την βιωσιμότητα του πλανητικού περιβάλλοντος και του ανθρώπου εξελίξεων και νομιμοποίησης τους.
Με την ίδια λογική όλοι καυτηριάζουν το φαινόμενο της πείνας, αλλά κανείς δεν ενεργοποιείται αποτελεσματικά για την διάσωση 400.000 παιδιών στο Κονγκό, τα οποία πάσχουν από πολύ βαρύ υποσιτισμό και αντιμετωπίζουν την απειλή του θανάτου (έκθεση της Unicef).
Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι, ότι ουδείς αντιδρά στην απόφαση του Donald Trump να τερματίσει την χρηματοδότηση του προγράμματος της NASA για την προστασία του κλίματος, το οποίο παρακολουθούσε τις επιβλαβείς για το κλίμα εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και μεθανίου και ήλεγχε την περιεκτικότητα των αερίων στην ατμόσφαιρα.
Απεναντίας προβάλλεται από το μιντιακό σύστημα η δραστηριότητα του αμερικανού πρέσβη, ο οποίος εκθειάζει την πολιτική της Ελλάδας στον ενεργειακό τομέα μιλώντας για μετατροπή της χώρας σε ενεργειακό κόμβο με την εξόρυξη ορυκτών καυσίμων, στην οποία συμμετέχουν και αμερικανικές εταιρείες. Οι παρενέργειες των πολιτικών αποφάσεων στο κλίμα και στο περιβάλλον σε πλανητικό επίπεδο είναι αμελητέο μέγεθος.
Τελικά η ανθρώπινη οντότητα περιθωριοποιείται, ενώ σταδιακά παγιώνεται μια μορφή πολιτικής διαχείρισης της πραγματικότητας, η οποία εξαντλείται στην αξιοποίηση των πολιτών για την λειτουργικότητα των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων, ώστε να αποδίδουν οικονομικά. Στο μέτρο που ο ανθρώπινος παράγων δεν υπηρετεί επαρκώς αυτούς τους στόχους, υπάρχει τώρα και η δυνατότητα αξιοποίησης της τεχνητής νοημοσύνης για την υποκατάσταση του.
Με την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και εργαζομένων οι δυνατότητες αποκόμισης οικονομικού αλλά και πολιτικού οφέλους μεγιστοποιούνται. Το παράδειγμα της ακολουθούμενης πολιτικής από την Κίνα σε κράτη της Αφρικής, όπου μεγάλες εκτάσεις μισθώνονται και αξιοποιούνται για την καλλιέργεια προϊόντων διατροφής για τις ανάγκες του κινεζικού λαού. Σε μεγάλο ποσοστό μάλιστα οι εργαζόμενοι στα χωράφια είναι κινέζοι. Ο τοπικός πληθυσμός δεν επωφελείται από αυτή την πρακτική.
Η ανθρωπότητα σταδιακά περνάει σε μια νέα εποχή, στην οποία δεν ωφελούν οι εθνικές περιχαρακώσεις. Γι’ αυτό οι εθνικές κυβερνήσεις και το πολιτικό σύστημα γενικότερα επιβάλλεται να κινούνται βασιζόμενα σε μια υπερεθνικών διαστάσεων στρατηγική.
Αυτό δεν αφορά μόνο στους μεγάλους γεωπολιτικούς «παίκτες», αλλά στο σύνολο των κρατικών οντοτήτων, ώστε οι διακρατικές σχέσεις να βασίζονται στη γνώση των «κανόνων του παιχνιδιού». Εξάλλου σταδιακά η παγκόσμια κοινότητα θα αναγκασθεί να προχωρήσει στην ανάπτυξη μιας μορφής παγκόσμιας διακυβέρνησης.
Η προετοιμασία των πολιτικών συστημάτων και των κοινωνιών για αυτής της έκτασης εξελίξεις πρέπει να αρχίσει, όσο γίνεται ενωρίτερα.
Χώρες μάλιστα, οι οποίες βρίσκονται σε ιδιαιτέρως κρίσιμη γεωπολιτική θέση, όπως η Ελλάδα, δεν πρέπει να χάνουν χρόνο. Αντί να αναλώνεται το πολιτικό σύστημα σε στείρες αντιπαραθέσεις, καλό και χρήσιμο για την κοινωνία είναι η άμεση αλλαγή του τρόπου σκέψης και η απελευθέρωση από εθνικιστικές και εσωστρεφείς λογικές.
Ακόμη πιο σημαντικός είναι ο στρατηγικός σχεδιασμός της Ελλάδας, διότι είναι και μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μάλιστα του σκληρού της πυρήνα, της Ευρωζώνης. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα πρέπει να δώσει απαντήσεις σε μια σειρά ερωτημάτων ζωτικής σημασίας.
Ποιος είναι ο ρόλος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική;
Ποιες είναι οι επιπτώσεις των γεωπολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα, όχι μόνο τώρα αλλά στη δυναμική προβολή της πορείας της στο μέλλον;
Ποια πολιτική προωθεί η Ελλάδα για τον ευρωπαϊκό γεωπολιτικό ρόλο;
Πληροί η Ευρωπαϊκή Ένωση τις προϋποθέσεις για την ανάληψη γεωπολιτικού ρόλου, ο οποίος λαμβάνει υπόψη του τις εθνικές ιδιαιτερότητες και δυνατότητες των κρατών μελών;
Υπάρχει συναίνεση σε πολιτικό επίπεδο για την διεθνή δραστηριοποίηση της Ελλάδας;
Πως ισορροπεί η εθνική στρατηγική με την ευρωπαϊκή;
Ποιος είναι ο βαθμός ενημέρωσης των πολιτών, ώστε να κατανοούν την πολιτική στάση της Ελλάδας σε διεθνές επίπεδο;
Υπάρχει κοινωνική συναίνεση για την διεθνή δραστηριοποίηση της Ελλάδας;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα θα συμβάλλουν στον εκσυγχρονισμό του τρόπου σκέψης και της πολιτικής διαχείρισης της πραγματικότητας, ενώ θα προσδώσουν στην κοινωνία σύγχρονη δυναμική, η οποία είναι απαραίτητη για την έξοδο της από την στασιμότητα, που την χαρακτηρίζει και τον αναγκαίο λειτουργικό σχεδιασμό του μέλλοντος.