Πίσω από τις «διαπραγματεύσεις» που προκαλεί η κυβέρνηση, αρνούμενη να εφαρμόσει συμφωνίες που η ίδια έχει προτείνει και υπογράψει, δεν υπάρχει τίποτε περισσότερο από την επιδίωξη παράτασης της παραμονής της στις καρέκλες της εξουσίας...
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Σε πρόσφατο άρθρο του στα Νέα, ο Γιώργος Παπαχρήστος –όχι αδίκως, όπως θα δούμε πιο κάτω– τους αποκάλεσε παπατζήδες. Όπως αυτούς τους αετονύχηδες που κάποτε «έλαμπαν» στην Ομόνοια και τους γύρω δρόμους, βγάζοντας μεροκάματο δια της απάτης –ολοφάνερης, για όποιον έχει κουκούτσι μυαλό.
Κάτι τέτοιο παρατηρείται και σήμερα στις σχέσεις της κυβέρνησης με την οικονομία και την πραγματικότητα της τελευταίας, όπως την βιώνει κάθε πολίτης τούτης της χώρας, που κάποιοι τον δουλεύουν ψιλό γαζί.
Ανακοινώθηκε προσφάτως, θριαμβευτικά, ότι η χώρα έχει πλεόνασμα για το 2016 περί τα 4 δισεκατομμύρια ευρώ. Κατά συνέπεια, όλα πάνε καλά στον καλύτερο των κόσμων, όπως θα έλεγαν οι Γάλλοι, άρα γιατί γκρινιάζουν αυτοί οι πανάθλιοι δανειστές, που μάς έδωσαν «μόνον» 260 δισεκατομμύρια ευρώ τα πέντε τελευταία χρόνια και μάς χάρισαν άλλα 100 δισεκατομμύρια με το περίφημο «κούρεμα»;
«Κούρεμα» που το εγχώριο πολιτικό σύστημα πέταξε στην θάλασσα –ή, για να το πούμε πιο απλά, το θυσίασε στον βωμό του πελατειακού κράτους, το οποίο, κατά τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ), είναι ένα από τα πιο αντιπαραγωγικά και αναποτελεσματικά του δυτικού κόσμου.
Περί ποίου πλεονάσματος λοιπόν γίνεται λόγος, όταν οι οφειλές των φορολογουμένων προς το Δημόσιο αυξήθηκαν μέσα στο 2016 κατά 12,2 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ υπάρχει πάνω από το κεφάλι μας η δαμόκλειος σπάθη του χρέους μας προς το σύστημα Target-2, για το οποίο ουδείς ομιλεί.
Όμως, σε μεγάλο βαθμό, από αυτό το σύστημα συμψηφισμών πληρωμών εξαρτώνται σε υπερθετικό βαθμό οι εισαγωγές μας –για την βιωσιμότητα των οποίων επίσης ουδείς κάνει λόγο.
Πέρα, όμως, από το πλεόνασμα, η κυβερνητική φιλολογία προβάλλει καθημερινά και το θέμα της αναπτύξεως. Μαθαίνουμε, έτσι, ότι για το 2017 θα έχουμε κάπου 2,7% ανάπτυξη αλλά πώς και με ποια μέσα αυτή θα προκύψει αποτελεί επτασφράγιστο μυστικό.
Για την ώρα, πάντως, αυτό που βλέπουμε δια γυμνού οφθαλμού είναι μηδενικές επενδύσεις, υπό το μηδέν γενική ρευστότητα στην οικονομία, άνοδο των «κόκκινων δανείων», συνέχιση της φυγής ταλαντούχων νέων στο εξωτερικό και, βεβαίως, συνεχή μετανάστευση επιχειρήσεων προς γειτονικές μας χώρες με ευνοϊκά φορολογικά καθεστώτα και χωρίς κεφαλαιακούς ελέγχους.
Βλέπουμε, επίσης, τις αποκρατικοποιήσεις να παραπαίουν –παρά, είναι αλήθεια, τις πολύ φιλότιμες προσπάθειες που καταβάλλει ο κ. Στέργιος Πιτσιόρλας, υφυπουργός Ανάπτυξης και πρώην πρόεδρος του ΤΑΙΠΕΔ.
Είναι χαρακτηριστικό, από την άποψη αυτή, ότι ο ίδιος ο υφυπουργός θεωρεί τις ιδιωτικοποιήσεις «μοχλό αλλαγής της ελληνικής οικονομίας και απαραίτητη προϋπόθεση εισόδου της σε αναπτυξιακή τροχιά».
Καλεί έτσι το κόμμα του να ξεπεράσει «παγιωμένες αντιλήψεις, που διαπερνούν ολόκληρο το πολιτικό σύστημα».
Το ερώτημα, όμως, είναι ποιοι επενδυτές θα αποφασίσουν να έλθουν και να επενδύσουν στην Ελλάδα, όταν η υπερφορολόγηση σπάει παγκόσμια ρεκόρ και η γραφειοκρατία έχει το ακαταλόγιστο.
Υπάρχει, ωστόσο, και ένα άλλο πολύ σοβαρό πρόβλημα, που είναι αυτό της πλήρους ελλείψεως εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας. Όποιο κεφάλαιο κύρους διέθετε η χώρα, τώρα έχει εξανεμιστεί, η δε αξιοπιστία της βρίσκεται και αυτή στα Τάρταρα. Αυτό δε το έλλειμμα αξιοπιστίας θα μεγαλώνει στον βαθμό που η Ελλάδα και η κυβέρνησή της θα διαπραγματεύεται συμφωνίες, μνημονιακές και άλλες, τις οποίες έχει …υπογράψει.
Αυτό είναι και το περιεχόμενο των περίφημων αξιολογήσεων. Οι εταίροι-δανειστές έρχονται να επαληθεύσουν και να αξιολογήσουν αν τηρούνται ή όχι συμφωνίες που έχει υπογράψει η χώρα. Τί έννοια έχει, λοιπόν, να υπογράφει μία κυβέρνηση μνημόνια, αυτά να εγκρίνονται από το ελληνικό Κοινοβούλιο με συντριπτική πλειοψηφία και στην συνέχεια η κυβέρνηση που τα έφερε να επαναδιαπραγματεύεται τους όρους της συμφωνίας που υπέγραψε;!
Δυστυχώς για την χώρα και την αξιοπιστία της, η «αναβλητικότητα» της κυβερνήσεως ως προς την εφαρμογή συμπεφωνημένων δείχνει ανθρώπους μικρόνοες και επικίνδυνους, οι οποίοι, μέσα από σκηνοθετημένες «διαπραγματευτικές» παραστάσεις δεν επιδιώκουν τίποτε περισσότερο από τού να κερδίζουν χρόνο. Κάθε τέτοια προσπάθεια, όμως, καταλήγει –όπως μπορεί να καταλάβει κάθε σκεπτόμενος πολίτης– σε συμφωνία χειρότερη από αυτήν που αρχικά υπεγράφη. Ο χρόνος λειτουργεί πάντα εις βάρος του δανειζόμενου.
Κατά συνέπεια, η διαρθρωτική κατάρρευση της οικονομίας επιταχύνεται και οι συνέπειές της θα είναι δραματικές γι αυτούς που θα παραλάβουν ερείπια. Μήπως, όμως, αυτό επιδιώκουν οι κυβερνώντες;
Μήπως θέλουν να αφήσουν πίσω τους «καμμένη γη», για να μπορούν στην συνέχεια να αντιπολιτεύονται εκ του ασφαλούς; Από ανθρώπους που προκαλούν δημοψήφισμα τασσόμενοι υπέρ του «όχι» και το μετατρέπουν σε «ναι» όταν βλέπουν ότι δεν τούς βγαίνουν τα κουκιά, όλα να τα περιμένει κανείς –προς τα χειρότερα, βέβαια.