Σε ποια κανονικότητα μπορεί να μπει μία χώρα όταν κυβερνάται από ανθρώπους που είναι οι πιο σκληροί εχθροί της;
Από τότε που, με χίλια βάσανα, ολοκληρώθηκε η δεύτερη αξιολόγηση, επιχειρηματίες, τραπεζίτες, εφοπλιστές και αρκετοί άλλοι τονίζουν όσο πιο δυνατά μπορούν ότι η Ελλάδα επανέρχεται στην «κανονικότητα».
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Πρόκειται για μία λέξη-κλειδί, την οποία προσφάτως χρησιμοποίησε και ο κύριος πρωθυπουργός αναφερόμενος στην ανάγκη η χώρα να προσελκύσει επενδύσεις και να στρέψει το βλέμμα της στο μέλλον.
Πηγαίνοντας ακόμα πιο μακρυά, ο κ. Αλέξης Τσίπρας, ειρωνευόμενος την αξιωματική αντιπολίτευση, είπε ότι η τελευταία ασκεί κριτική «σε ένα κόμμα που δεν υπάρχει».
Όλα όσα προηγούνται θα ήσαν πολύ ωραία, εξόχως θετικά και σίγουρα αισιόδοξα για το μέλλον της Ελλάδας αν δεν υπήρχαν κάποια προβλήματα, από τα οποία προκύπτουν και σοβαρά ερωτήματα.
Το πρώτο από αυτά έθεσε πολύ ορθά ο Γιάννης Πρετεντέρης στο Βήμα της Κυριακής, υπό τον τίτλο «Τα απομεινάρια μιας κρίσης», γράφοντας, μεταξύ άλλων:
«Η κρίση στην Ελλάδα έβγαλε δύο πρωταγωνιστές: τον Αλέξη Τσίπρα και τον Πάνο Καμμένο.Έκανε κι ένα αποπαίδι, την Χρυσή Αυγή, αλλά ευτυχώς δεν την κάλεσε στην διακυβέρνηση της χώρας. Οι άλλοι δύο συγκυβερνούν από το 2015. Αυτά τα δημιουργήματα της κρίσης άθροισαν περίπου 35% των ψήφων τον Μάϊο του 2012 και έκτοτε δεν έπεσαν κάτω από το 40% στις τέσσερις εθνικές εκλογές που ακολούθησαν.
Ο κολοφώνας ήταν το 61,5% τού «Όχι» στο δημοψήφισμα του 2015 –αποκορύφωμα του ανορθολογικού παροξυσμού μιας βαθιά διαταραγμένης χώρας.
»Σιγά-σιγά, όμως, ο παροξυσμός καταλάγιασε. Ίσως το μόνο ψήγμα αλήθειας στην τρέχουσα κυβερνητική ρητορική είναι ότι η χώρα επιστρέφει αργά σε μία κανονικότητα.
Χάρη στις θυσίες του ελληνικού λαού, αναμφισβήτητα. Χάρη στις προσπάθειες και παρά τις ολιγωρίες πολλών κυβερνήσεων. Αλλά και επειδή η φωτιά της κρίσης τα έκαψε όλα και δεν έμεινε τίποτε άλλο να καεί. «Νέα κατάσταση, νέα καθήκοντα», που έλεγε και ο Ζαχαριάδης.
»Το κεντρικό πολιτικό ερώτημα αυτής της εξέλιξης είναι προφανές: Μπορούν άραγε τα πολιτικά προϊόντα μιας διαταραχής να αποτελέσουν μέρος της κανονικότητας που θα τη διαδεχθεί; Ή μήπως θα μείνουν στην Ιστορία σαν τα απομεινάρια μιας κρίσης;
»Ομολογώ πως δεν διαθέτω απάντηση. Αντιλαμβάνομαι όμως την αγωνία του πρωθυπουργού και του υπουργού Άμυνας επειδή ούτε εκείνοι διαθέτουν. Πολλοί προκάτοχοί τους ρίσκαραν στις εκλογές μια καρέκλα, ένα αξίωμα ή μια κοινοβουλευτική θητεία. Εκείνοι ρισκάρουν την πολιτική τους ύπαρξη. Πώς θα επιζήσουν σε συνθήκες δημοκρατικής κανονικότητας και πολιτικής ομαλότητας; Πώς θα προσαρμοστούν; Πώς θα εξελιχθούν; Πώς θα ενσωματωθούν σε ένα σύστημα του οποίου τον θάνατο είχαν ορκιστεί;
Δεν θα είναι εύκολο, ούτε αυτονόητο. Και αυτό τους καθιστά σκληρούς, ανθεκτικούς και απρόβλεπτους.
»Η στρατηγική του πρωθυπουργού είναι εμφανής. Μπροστά στην κανονικότητα επιχειρεί να γίνει κανονικός ο ίδιος. Ίσως η πιο χαρακτηριστική φράση της παρουσίας του στην ΔΕΘ είναι ότι η αντιπολίτευση αντιπολιτεύεται ένα κόμμα “που δεν υπάρχει πια”. Ωραία. Αλλά τότε τί υπάρχει; Άγνωστο …».
Αυτά που γράφει ο Γιάννης Πρετεντέρης είναι το ένα σκέλος, ας πούμε το πολιτικο-ψυχολογικό. Ας έλθουμε όμως και στο τεχνο-οικονομικό, που έχει τεράστια σημασία. Παρά τις διαβεβαιώσεις ότι η Ελλάδα τον Αύγουστο του 2018 θα βγει από τα μνημόνια, κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου βέβαιο.
Πιο αναλυτικά, τον Ιούλιο στους ειδικούς λογαριασμούς της ΤτΕ έφτασαν τα 6,9 δισεκατομμύρια ευρώ για την αποπληρωμή χρέους, ενώ 800 εκατ. ευρώ θα διατεθούν για να πληρωθούν κρατικά «φέσια», με πολύ αυστηρούς πλέον όρους και υποχρέωση για κρατική συνδρομή σε αναλογία 33%.
Τα υπόλοιπα 800 εκατ. ευρώ του πακέτου της δεύτερης αξιολόγησης, που αφορούν επίσης σε πληρωμές οφειλών του κράτους, μπορούν να εγκριθούν έως τις 31 Οκτωβρίου 2017 αν και εφόσον η κυβέρνηση εκπληρώσει τους όρους που συμφωνήθηκαν και συνδέονται με την διοχέτευσή τους στην αγορά. Στο επίπεδο αυτό, όμως, υπάρχουν προβλήματα.
Έτσι, συνολικά –αν η κυβέρνηση μπορέσει να ολοκληρώσει το τρίτο μνημόνιο που υπέγραψε μετά τις απάτες που έκανε το πρώτο εξάμηνο του 2015– θα έχει τελικώς λαμβάνειν 2 δισεκατομμύρια ευρώ για σύνολο 7 δισεκατομμυρίων ευρώ κρατικών οφειλών προς τον ιδιωτικό τομέα, τις οποίες όμως έχει συμβατική υποχρέωση να αποπληρώσει με ίδιους πόρους.
Αυτό σημαίνει ότι οι ιδιωτικοποιήσεις αποτελούν πλέον μονόδρομο για τον κ. Αλέξη Τσίπρα και μόνον από αυτές θα μπορέσει να αντλήσει τα 6-7 δισεκατομμύρια ευρώ που θα τού χρειαστούν έως το τέλος Αυγούστου 2018. Έως τότε, εξάλλου, απομένουν και άλλες 4 αξιολογήσεις, που ένας Θεός γνωρίζει πώς θα γίνουν –αν βέβαια πραγματοποιηθούν.
Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, ενόψει μάλλον αναπόφευκτων εκλογών προς τον Σεπτέμβριο 2018, η περίφημη «επιστροφή στην κανονικότητα» είναι μία πολιτική πιρουέτα του διδύμου Τσίπρα-Καμμένου, συνεπικουρούμενου και από το ΠΑΣΟΚ της αρπαγής και της πνευματικής κατρακύλας.
Είναι, δηλαδή, μία νέα τακτική αξιοποίησης πολιτικού χρόνου μπας και, ως εκ θαύματος, κάτι αλλάξει στην πολύπαθη χώρα μας. Τί μπορεί να αλλάξει όμως από ανθρώπους που έφτυναν αλλαγές και μεταρρυθμίσεις;
«Όταν ο Τσίπρας μπορούσε να αλλάξει το παιχνίδι, δεν το έκανε. Τώρα κατεβαίνει στο γήπεδο του Μητσοτάκη, ξέπνοος και με τον αντίπαλο να προηγείται από τα αποδυτήρια. Δύσκολα πράγματα», έγραψε ο Γιάννης Πρετεντέρης.
»Κάποιοι επαίνεσαν την μεταστροφή της κυβερνητικής ρητορικής με το επιχείρημα ότι “ο Τσίπρας κλέβει την ατζέντα του Μητσοτάκη και τον αφήνει χωρίς αφήγημα”. Θυμίζει το “Γκολ εσείς; Σέντρα εμείς!”. Αφ’ ενός, επειδή η πολιτική δεν είναι Απόκριες να ντύνεται ο καθένας ό,τι γουστάρει. Κάθε πολιτικός κτίζει την αξιοπιστία του σε ένα συγκεκριμένο ρεπερτόριο.
Και ο “Τσίπρας-προστάτης των επενδύσεων” έχει ανάλογη αξιοπιστία με έναν “Μητσοτάκη-ακτιβιστή για τα δικαιώματα των φυλακισμένων”. Αφ’ ετέρου, επειδή ένα παλιό γνωμικό λέει πως δεν αλλάζεις ποτέ άλογο στην μέση του ποταμού. Και ο πρωθυπουργός προσπαθεί να αλλάξει όχι μόνον άλογο αλλά και ποτάμι.
»Επιχειρεί δηλαδή να ξεφύγει από την στρατηγική, την ρητορική και το ακροατήριο που τον έφεραν στην εξουσία, από “το κόμμα που δεν υπάρχει πια”, για να απευθυνθεί σε ένα άλλο ακροατήριο, το οποίο –αν υπάρχει– δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θέλει να τον ακούσει. Κυρίως όταν “τα καινούργια ρούχα του πρωθυπουργού” επιτείνουν την μομφή της αναξιοπιστίας και του καιροσκοπισμού που τον κυνηγάει».
Τί θα κάνει, λοιπόν; Θα συνεχίσει, ή θα προτιμήσει έναν πολύ επικίνδυνο δρόμο φυγής προς τα εμπρός; Στην περίπτωση αυτή, όποιοι για λόγους «κανονικότητας» θα έχουν επενδύσει στην χώρα μήπως αρχίσουν να κτυπούν το κεφάλι τους στον τοίχο;