«Η τιμή του είναι 120 ευρώ. Θα σας το αφήσω, όμως, στα 100 εάν κόψουμε μiα απόδειξη για 50 ευρώ, τα οποία και μπορείτε να πληρώσετε με κάρτα, όπως θέλετε. Τα υπόλοιπα 50 ευρώ στο χέρι». Η στιχομυθία αυτή μεταξύ του υπεύθυνου καταστήματος με ανδρικά είδη και πελάτη στα νότια προάστια της Αττικής προ ημερών περιγράφει την επινοητικότητα των επαγγελματιών ώστε να συνεχίσουν να φοροαποφεύγουν, παρά την πίεση που δέχονται για την υιοθέτηση των POS (τερματικά αποδοχής καρτών) και τους ελέγχους κλιμακίων της ΑΑΔΕ που το τελευταίο διάστημα ολοένα αυξάνονται, αναφέρει το moneypress.gr.
«Πολλοί πλέον επιλέγουν να εμφανίζεται μια μικρή συναλλαγή προκειμένου να καλυφθούν στην περίπτωση ενός ελέγχου που μπορεί να μοιράσει τσουχτερά πρόστιμα», εξηγεί στο «business stories» καταστηματάρχης που θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία του. Οπως λέει, με τη μέθοδο αυτή μπορεί να παρακαμφθεί ακόμα και το μέτρο που προωθείται σήμερα, να διασυνδεθούν την επόμενη χρονιά οι ταμειακές μηχανές και τα POS των καταστημάτων με την ΑΑΔΕ. Το τελευταίο μεθοδεύεται από την Ανεξάρτητη Αρχή, καθώς από τους ελέγχους που διενεργήθηκαν το καλοκαίρι διαπιστώθηκε ότι σε μεγάλο βαθμό υπήρχαν επιχειρήσεις, κυρίως στον χώρο της εστίασης και της αναψυχής, που ναι μεν δέχονταν συναλλαγές με πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες, ωστόσο δεν έκοβαν την ανάλογη απόδειξη λιανικής.
«Οι πιο τολμηροί πάλι, που εξακολουθούν να είναι πάρα πολλοί, συνεχίζουν να προωθούν την επιλογή της πληρωμής σε μετρητά χωρίς να κόβουν το παραμικρό παραστατικό», σημειώνει ο καταστηματάρχης. Το κίνητρο, όπως εξηγεί, είναι μεγάλο, ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον υπερφορολόγησης: «Γλιτώνουν άμεσα τον ΦΠΑ και επιπρόσθετα εμφανίζουν χαμηλότερο εισόδημα, βάσει του οποίου θα φορολογηθούν αλλά και θα υπολογιστούν οι ασφαλιστικές τους εισφορές». Στην περίπτωση πάλι που αισθανθούν ότι κινδυνεύουν να εντοπιστούν από τις Αρχές, τότε θα υιοθετήσουν την πρώτη πρακτική, «εμφανίζοντας απλά μέρος της συναλλαγής».
Προς το παρόν, πάντως, οι περισσότεροι σπεύδουν να συμμορφωθούν με την υποχρέωση εγκατάστασης POS, αφού τα πρόστιμα που ήδη πέφτουν είναι τσουχτερά. Μόλις την περασμένη εβδομάδα η Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας του Καταναλωτή ανακοίνωσε ότι τα ελεγκτικά κλιμάκιά της επέβαλαν συνολικά πρόστιμα ύψους 208.500 ευρώ σε 2.127 ελέγχους που διενήργησαν έως τις 20 Σεπτεμβρίου για την κατοχή και χρήση του συστήματος POS από τις επιχειρήσεις που υποχρεούνται. Η συντριπτική πλειοψηφία αφορούσε ελέγχους σε εμπορικές επιχειρήσεις (1.025) και επιχειρήσεις εστίασης (631). Ακολούθησαν επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, όπως συνεργεία, κομμωτήρια, σχολές οδηγών, γυμναστήρια κ.λπ. (249), αρτοποιεία-ζαχαροπλαστεία (144) και παντοπωλεία (78). Υπενθυμίζεται ότι το πρόστιμο για τη μη εγκατάσταση POS φτάνει τα 1.500 ευρώ, το οποίο μειώνεται στο μισό εφόσον πληρωθεί εντός μηνός από την ημερομηνία επιβολής του.
Μάλιστα πηγές από την ΑΑΔΕ λένε ότι μέχρι το τέλος της χρονιάς θα υπάρξει επέκταση της υποχρέωσης εγκατάστασης POS σε δεκάδες επαγγέλματα. Μάλιστα στις συζητήσεις που γίνονται στο υπουργείο Οικονομικών γίνεται μεταξύ άλλων και αναφορά στα ταξί και τα περίπτερα. Βέβαια είναι άλλο να γίνει εγκατάσταση POS και άλλο η χρήση του. Είναι ενδεικτικό πως ολοένα περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις εμφανίζονται να έχουν εγκαταστήσει POS. Την ίδια ώρα όμως εμφανίζονται να κάνουν λιγότερο τζίρο μέσα από αυτά. Συγκεκριμένα, στην εξαμηνιαία έρευνα της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ) για το οικονομικό κλίμα που είχε δημοσιοποιήσει τον περασμένο Απρίλιο φάνηκε ότι αν και 8 στις 10 επιχειρήσεις είχαν εγκαταστήσει POS, εντούτοις ούτε το 30% του τζίρου τους δεν γινόταν μέσα από τα τερματικά μηχανήματα.
Τότε η διοίκηση της ΓΣΕΒΕΕ είχε αποδώσει σε μεγάλο βαθμό το φαινόμενο στο εξής: οι πολύ μικρές επιχειρήσεις διαθέτουν περιορισμένη ρευστότητα και επομένως χρειάζονται τα μετρητά άμεσα αφού μέσω POS τα χρήματα μπορεί να παραμένουν δεσμευμένα έως και τρεις εργάσιμες ημέρες. Παράλληλα, αγκάθι αποτελεί και το ζήτημα των προμηθειών που ζητούν οι τράπεζες για κάθε συναλλαγή.
Σε κάθε περίπτωση αλγεινή εντύπωση προκάλεσε το γεγονός ότι στη νέα έρευνα για το οικονομικό κλίμα που συνέταξε η ΓΣΕΒΕΕ τρεις μήνες μετά, το καλοκαίρι, το συγκεκριμένο κομμάτι, της διείσδυσης και του τζίρου που γίνεται μέσω POS, παραλείφθηκε.