Εγκεφαλική πάρεση ( ΕΠ) είναι ένας σύνθετος όρος που περιγράφει μία ομάδα παθήσεων που έχουν σαν κοινό την έκπτωση της κινητικής ικανότητας ορισμένων μυϊκών ομάδων. Η πάθηση οφείλεται σε βλάβες στον εγκεφαλικό ιστό στα σημεία που ελέγχεται η κίνηση των σκελετικών μυών του σώματος. Οι βλάβες αυτές, επισημαινει ο Μηνάς Καπετανάκης, MD, PhD c, Παιδίατρος - ειδικός Παιδονευρολόγος, Διδάκτωρ Παιδονευρολογίας στο Πανεπιστήμιο Lund Σουηδίας και μέλος της Παιδονευρολογικής Εταιρίας Σουηδίας, συνήθως επέρχονται στην προγεννητική περίοδο, στην περιγεννητική περίοδο δηλαδή αμέσως πριν και αμέσως μετά τον τοκετό ή στην πρώιμη νεογνική περίοδο.
Στην Ελλάδα περίπου 2,4 στα 1.000 παιδιά πλήττονται από την πάθηση αυτή. Ανάλογα με το ποια περιοχή του εγκεφάλου έχει πληγεί έχουμε διαφορετικές μορφές ΕΠ. Οι πιο συνηθισμένες μορφές είναι η ετερόπλευρη ΕΠ όταν μόνον η μία πλευρά του σώματος έχει πληγεί, η αμφοτερόπλευρη διπληγική μορφή όπου τα δύο πόδια και σε μικρότερο βαθμό τα δύο χέρια έχουν πληγεί και η τετραπληγική μορφή όπου τα χέρια και τα πόδια έχουν πληγεί σε μεγάλο βαθμό.
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος ελέγχει την μυϊκή κίνηση αλλά και τον μυϊκό τόνο στους σκελετικούς μύες, στέλνοντας ηλεκτρικά σήματα που ρυθμίζουν την τάση σε αυτούς. Στην ΕΠ υπολείπονται τα ανασταλτικά ηλεκτρικά ερεθίσματα από το κεντρικό νευρικό σύστημα και το αποτέλεσμα είναι ότι κάποιοι μύες έχουν μη φυσιολογικά αυξημένη μυϊκή τάση, το φαινόμενο αυτό ονομάζεται σπαστικότητα.
Τα παιδιά με ΕΠ εμφανίζουν απορρύθμιση στην τάση των μυών που κάμπτουν και εκτείνουν γύρω από την ίδια άρθρωση. Συγκεκριμένα στα πόδια βλέπουμε κάμψη και έσω στροφή στο ισχίο επίσης, κάμψη στην κνήμη και έκταση στην ποδοκνημική άρθρωση.
Αν το παιδί δεν κάνει διατατικές ασκήσεις στους μύες αυτούς είτε ενεργητικά είτε παθητικά, δηλαδή έκταση και απαγωγή στα ισχία, έκταση στα γόνατα και κάμψη στις ποδοκνημικές ενδέχεται οι μύες που έχουν αυξημένη τάση να βραχυνθούν. Η μυϊκή βράχυνση αυτού του είδους ονομάζεται σύγκαμψη (contracture) και δημιουργεί δυσκαμψία ή και ακαμψία στην συγκεκριμένη άρθρωση.
Αν το πρόβλημα αυτό δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα υπάρχει κίνδυνος παθολογικής ανάπλασης του σκελετού, συγκεκριμένα στα ισχία αυτό σημαίνει ότι σταδιακά η κοτύλη βγαίνει έξω από την άρθρωση της λεκάνης - εξαρθρώνεται.
Πως αντιμετωπίζεται η Εγκεφαλική Πάρεση
Δεν υπάρχει τρόπος θεραπείας για τα αίτια που προκαλούν την ΕΠ δηλαδή για τις βλάβες που έχουν προκληθεί στον εγκεφαλικό ιστό οι οποίες είναι μόνιμες. Όμως μπορούμε με προσεκτική παρακολούθηση της ανάπτυξης του παιδιού να ελαχιστοποιήσουμε τις συνέπειες αυτών. Αυτό πρέπει να συμβαίνει σε συνάρτηση με τους γονείς και τους ειδικούς που ασχολούνται με την πάθηση αυτή. Η θεραπευτική προσέγγιση κάθε παιδιού είναι ξεχωριστή για κάθε περίπτωση και εξαρτάται από το μέγεθος της κινητικής μειονεξίας στο κάθε παιδί και τις ικανότητες που αυτό έχει. Η θεραπευτική προσέγγιση συμπεριλαμβάνει όλες τις πτυχές της ΕΠ.
Ένα μέρος της θεραπείας αφορά την πρώιμη αντιμετώπιση της σπαστικότητας για να αποφευχθούν οι συγκάμψεις.
Η φυσιοθεραπευτική αντιμετώπιση αφορά ενεργητική κινησιοθεραπεία, μυϊκή ενδυνάμωσηκαι παθητική μυϊκή διάταση. Επίσης χρησιμοποιούνται ορθώσεις (μια μορφή νάρθηκα) για να επιτευχθεί η σωστή θέση και διάταση σε συγκεκριμένους μύες για παράδειγμα ορθώσεις που χρηιμοποιούνται την νύχτα ή ορθοστάτες που προκαλούν διάταση σε πολλαπλές μυϊκές ομάδες.
Εάν παρουσιαστεί σύγκαμψη πρέπει συνήθως το παιδί να χειρουργηθεί με μυϊκή επιμήκυνση.
Η ανάπτυξη μυϊκής βράχυνσης ή σύγκαμψης αποφεύγεται με την φυσιοθεραπεία και με μεθόδους που μειώνουν την σπαστικότητα.
Με την νευροχειρουργική παρέμβαση και την επέμβαση στην οσφυϊκή μοίρα που ονομάζεται ριζοτομή ελαττώνεται η σπαστικότητα στα κάτω άκρα με την επιλεκτική διατομή νεύρων που ευθύνονται για την σπαστικότητα στα κάτω άκρα.
Επίσης υπάρχουν φάρμακα που μειώνουν την σπαστικότητα, αυτά δίνονται από το στόμα ή μέσω αντλίας και καθετήρα που προκαλεί έγχυση του φαρμάκου στον νωτιαίο σωλήνα.
Η σπαστικότητα μειώνεται επίσης με την έγχυση αλλαντικής τοξίνης (botulinum toxin - Bo-tox, Botox) σε σπαστικούς μύες.
Όπως βλέπουμε υπάρχουν διάφορες μέθοδοι για να μειωθεί η σπαστικότητα και η ανάπτυξη συγκάμψεων στα παιδιά με ΕΠ. Είναι για τo λόγο αυτό απαραίτητο να επιλέγεται η σωστή μέθοδος αντιμετώπισης για κάθε παιδί, ξεχωριστά.
Η επιλογή μεθόδου αντιμετώπισης της κινητικής μειονεξίας και της σπαστικότητας του παιδιού με ΕΠ γίνεται πάντα μετά από διάλογο μεταξύ της οικογένειας και του θεράποντα παιδονευρολόγου.
Η αλλαντική τοξίνη
Η αλλαντική τοξίνη είναι ένα φάρμακο που δρα αναστέλλοντας τα νευρικά ερεθίσματα μεταξύ νευρώνα και μυός. Το φάρμακο δρα τοπικά μόνον στον μυ στον οποίο εγχύεται. Με την έγχυση ο συγκεκριμένος μυς χαλαρώνει και έτσι οι διατατικές ασκήσεις διευκολύνονται με αποτέλεσμα ο μυς να διατηρεί το εύρος κινητικότητας και το μήκος του και με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η βράχυνση ή αλλιώς σύγκαμψη στο μυ αυτό.
Η αλλαντική τοξίνη είναι συχνά η πρώτη επιλογή για την μείωση της μυϊκής τάσης σε σπαστικούς μύες. Βασική προϋπόθεση για να χρησιμοποιηθεί η αλλαντική τοξίνη είναι να μην υπάρχει ήδη μυϊκή βράχυνση δηλαδή σύγκαμψη στους μύες που θα γίνει η έγχυση. Σημαντικό για την χρήση της αλλαντικής τοξίνης είναι η θεραπεία να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για λειτουργική βελτίωση στο παιδί.
Οι πιο συνηθισμένοι μύες στους οποίους γίνεται έγχυση botox είναι οι μύες των κάτω άκρων συγκεκριμένα της γαστροκνημίας και του μηρού. Κάποιες φορές γίνεται επίσης έγχυση σε μύες του άνω άκρου. Η αλλαντική τοξίνη δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε παιδιά ηλικίας κάτω των 2 ετών.
Η έγχυση γίνεται με ένεση μέσα στον μυ αφού πρώτα έχει χρησιμοποιηθεί τοπική αναισθησία σε μορφή αλοιφής στην περιοχή πάνω από τον μυ στον οποίο θα γίνει η έγχυση. Εαν το παιδί είναι ανήσυχο χορηγούνται επίσης ηρεμιστικά φάρμακα βραχείας δράσης πριν την έγχυση.
Το αποτέλεσμα της έγχυσης της αλλαντικής τοξίνης γίνεται εμφανές μετά από 1-5 ημέρες η μυϊκή χάλαση -χαλάρωση, διαρκεί περίπου 3-4 μήνες κάποιες φορές έως και 6 μήνες. Μετά πιθανότατα να χρειαστεί να γίνει ξανά έγχυση αλλαντικής τοξίνης.
Την περίοδο που η αλλαντική τοξίνη είναι ενεργή και έχει προκαλέσει την επιθυμητή μυϊκή χάλαση είναι πολύ σημαντικό να γίνεται τακτική φυσιοθεραπεία κάποιες φορές σε συνδυασμό με ορθώσεις ή γύψο που θα χρησιμοποιηθεί για μερικές εβδομάδες.
Η εντατική θεραπεία μετά την έγχυση της τοξίνης με σκοπό την επιμήκυνση του μυός είναι κομβικής σημασίας για να υπάρξει καλό αποτέλεσμα.
Βασική προϋπόθεση για να δουλέψει η θεραπεία είναι η εντατική φυσικοθεραπεία και ενίοτε η χρήση ορθώσεων η και γύψων.
Κάποιες φορές παρατηρείται μικρότερη από την επιθυμητή δράση από την τοξίνη. Σε τέτοια περίπτωση μπορεί να δοθεί μεγαλύτερη δόση μετά από 3 μήνες. Μπορεί το πρόβλημα αυτό να οφείλεται στο ότι η μετά της έγχυσης θεραπεία δεν ήταν η επιθυμητή.
Παρενέργειες
Κάποιες φορές το παιδί μπορεί να νιώσει πόνο στο σημείο της έγχυσης της αλλαντικής τοξίνης για μερικές ημέρες. Σε κάποιες περιπτώσεις το παιδί μπορεί να εμφανίσει συμπτώματα που θυμίζουν λοίμωξη του άνω αναπνευστικού και πιο συγκεκριμένα γρίπη αυτό συμβαίνει σπάνια, συγκεκριμένα σε 1 στα 100 παιδιά.
Η μείωση της σπαστικότητας που επέρχεται μετά την έγχυση της αλλαντικής τοξίνης προκαλεί μυϊκή αδυναμία στους μύες που έχουν θεραπευθεί. Για το λόγο αυτό πρέπει όταν λαμβάνεται η απόφαση να γίνει έγχυση αλλαντικής τοξίνης η επιλογή των μυών να είναι τέτοια που να μην θέτει σε κίνδυνο την κινητική ικανότητα του παιδιού.