Οι ξένες άμεσες επενδύσεις πηγαίνουν όπου είναι καλοδεχούμενες και όχι σε χώρες που θεωρούν ότι ο πλούτος παράγεται δια της αρπαγής
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Όχι, η Ελλάδα ούτε θέλησε, ούτε θέλει, αλλά ούτε και θα θελήσει να γίνει χώρα που θα καλοδέχεται τις επενδύσεις, όπως η Ιρλανδία για παράδειγμα. Γι αυτό και η ανάπτυξή της τον 21ο αιώνα θα είναι όνειρο απατηλό.
Το μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού δεν θέλει ξένες άμεσες επενδύσεις. Δεν τού πάνε. Οι λόγοι είναι ποικίλοι, κυρίως δε ιστορικοί. Στην βυζαντινή Ανατολή, η καινοτομία, το επιχειρείν, η παραγωγή, ήσαν «κακά» πράγματα –νοοτροπία που αναπαράγεται και φέρει σε μέγιστο βαθμό την ευθύνη της σημερινής κρίσης.
Τα διαθέσιμα διεθνή στοιχεία για τις επενδύσεις είναι αποκαλυπτικά και ασφαλώς μόνον θλίψη προκαλούν. Ιδιαίτερα δε όταν ακούει κανείς κάποιους πολιτικούς να κάνουν λόγο για «ανάπτυξη» μέσω παραγωγικών επενδύσεων. Στον τομέα αυτόν η Ελλάδα ποτέ δεν τα κατάφερε και δεν νομίζουμε ότι θέλει να τα καταφέρει…
Σύμφωνα με τα στοιχεία της UNCTAD, οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα αντιστοιχούν μόνον στο 8,5% της συνολικής εγκατεστημένης δραστηριότητας, ενώ στην γειτονική Τουρκία στο 21%, ο δε μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση φθάνει το 50%. Επίσης, η ελληνική πραγματικότητα μακράν απέχει και από τον παγκόσμιο μέσον όρο, που είναι 33,5%, δηλαδή τέσσερις φορές υψηλότερος από το αντίστοιχο ελληνικό ποσοστό.
Η διεθνής εμπειρία μάς λέει ότι, υπό κανονικές συνθήκες, οι επενδυτές διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών, που οδηγούν στην επιθυμητή βιώσιμη ανάπτυξη, προσελκύονται για να επενδύσουν από ανταγωνιστικά κόστη, από την ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού μίας κοινωνίας και τις δυνατότητες που αυτή προσφέρει.
Καθοριστικό ρόλο παίζει επίσης και η ποιότητα του διοικητικού περιβάλλοντος που υπάρχει σε μία χώρα, σε συνδυασμό με το σύστημα της απονομής της δικαιοσύνης και της προστασίας αυτών που αναλαμβάνουν επενδυτικούς κινδύνους.
Δυστυχώς, στην χώρα μας, διαχρονικά, οι ασκούμενες πολιτικές όχι μόνον δεν έχουν τέτοιον προσανατολισμό, αλλά αγνοούν και τα θεμελιώδη. Γι αυτό, η προσέλκυση σημαντικών ξένων επενδύσεων στην τρέχουσα φάση της ελληνικής οικονομίας δεν είναι εφικτή, με εξαίρεση τους τομείς του τουρισμού, των μεταφορών και των ενεργειακών υποδομών που ιδιωτικοποιούνται –για την ώρα θεωρητικά, όμως.
Ας σημειωθεί ότι η έρευνα της UNCTAD δείχνει ότι οι ξένες άμεσες επενδύσεις (DFI) κατανέμονται τυχαία ανά την υφήλιο, αλλά κατευθύνονται εκεί όπου τις περιμένει ένα ευνοϊκό πολιτικο-οικονομικό και κοινωνικό «οικοσύστημα». Με άλλα λόγια, οι DFI κατευθύνονται εκεί όπου υπάρχουν οι κατάλληλοι παραγωγικοί συντελεστές, υπό συνθήκες πολιτικής και οικονομικής ασφάλειας που εδράζονται σε ένα σοβαρό θεσμικό πλαίσιο.
Τα δε κριτήρια που κυριαρχούν στις αποφάσεις για πραγματοποίηση DFI είναι περισσότερο ιδιωτο-οικονομικά, παρά πολιτικά. Αυτό εξηγεί, εξάλλου, και την αδυναμία της σημερινής κυβέρνησης να προσελκύσει επενδύσεις από χώρες όπως η Ρωσία και το Ιράν με αμιγώς πολιτικά κριτήρια. Υπενθυμίζουμε τα φιάσκα των πρώτων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ την δεκαετία του 1980 στην προσπάθειά τους να φέρουν στην Ελλάδα επενδύσεις με πολιτικά κριτήρια.
Συνεπώς, κάποιοι που λένε πολλά και διάφορα για κινεζικές κρατικές και ιδιωτικές επενδύσεις στην χώρα μας, ας αναρωτηθούν πόσες από αυτές θα γίνουν και σε ποιους τομείς. Ως γνωστόν, έως το 2020 η Κίνα φιλοδοξεί να επενδύσει στον αναπτυγμένο κόσμο και όχι μόνον, περί τα 2 τρισεκατομμύρια δολλάρια.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο οικονομολόγος κ. Χρήστος Ιωάννου, αν ρίξει κανείς μια ματιά στον χάρτη του «νέου δρόμου του μεταξιού», αυτός ως προς το χερσαίο μέρος του δεν περνά από την Ελλάδα.
Ευτυχώς, όμως, η χώρα μας μπαίνει στο παιχνίδι μέσω του θαλάσσιου δρόμου ο οποίος, με εφαλτήριο την κινεζική επένδυση στον Πειραιά, συμπεριλαμβάνει την Ελλάδα.
Με αφετηρία λοιπόν το γεγονός αυτό, θα μπορούσε να εκπονηθεί μία φιλόδοξη πολιτική προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων, ικανών να προσφέρουν βιώσιμη ανάπτυξη και θέσεις εργασίας. Αλλά το ερώτημα είναι αν η κοινωνία, οι πολιτικοί και οι θεσμοί θέλουν κάτι τέτοιο. Πολύ φοβούμεθα ότι, την ώρα που ο κόσμος αλλάζει άρδην, οι παραπάνω παράγοντες όχι μόνον δεν καταλαβαίνουν τί συμβαίνει αλλά και δεν θέλουν να καταλάβουν –και ας λένε το αντίθετο σε συνέδρια και λοιπές συναντήσεις.