Πέρα από τους τακτικισμούς και τις ρητορικές κενολογίες, η ελληνική βιομηχανία έχει ανάγκη από συγκεκριμένες αποφάσεις, σταθερό περιβάλλον και λιγότερη γραφειοκρατία.
Το ότι υπάρχει ακόμα στην Ελλάδα βιομηχανία, είναι ένα θαύμα –αυτό που πέτυχαν κάποιοι ηρωϊκοί βιομήχανοι και επιχειρηματίες, καθημερινά καθυβριζόμενοι από τα πολιτικά κέντρα του ζόφου και της παρακμής.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Γιατί αποτελεί θαύμα η ύπαρξη βιομηχανίας στην χώρα μας; Πολύ απλά, διότι οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις, ακολουθώντας τις συμβουλές των Ξενοφώντα Ζολώτα, Άγγελου Αγγελόπουλου και Κυριάκου Βαρβαρέσου, που και οι τρεις ήσαν σοσιαλιστές, υιοθέτησαν για την Ελλάδα το σοβιετικό μοντέλο βιομηχανικής παραγωγής, με κύριο άξονά του την εσωτερική ζήτηση και κατανάλωση.
Με την βοήθεια έτσι και του κατά 90% κρατικοποιημένου τραπεζικού συστήματος και την αρωγή της Νομισματικής Επιτροπής και των ελέγχων τιμών από το υπουργείο Εμπορίου, δημιουργήθηκε στην χώρα ένα παραγωγικό εξάμβλωμα, το οποίο σήμερα προσπαθεί να βγει από τα αδιέξοδά του, χωρίς κανείς από το πολιτικό σύστημα να θέλει κάτι τέτοιο. Και τούτο διότι οι παραγωγικές στρεβλώσεις που έγιναν στην χώρα αποτέλεσαν το υλικό πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε κάτι επίσης στρεβλό, το πελατειακό κράτος, αδιάβροχο σε οποιαδήποτε μεταρρύθμιση.
Σήμερα, η ελληνική μεταποίηση είναι παγιδευμένη και σοβαρότατα μάλιστα. Από την μία πλευρά, αντιμετωπίζει σοβαρή κρίση ζητήσεως στην εσωτερική αγορά και, από την άλλη, έχει απέναντί της σοβαρά χρηματοδοτικά προβλήματα, ένταση του ανταγωνισμού, ταχύτατες μεταβολές στον ρόλο του παγίου κεφαλαίου και υψηλό ενεργειακό κόστος.
Ωστόσο, ένα από τα σοβαρότερα θέματα που αντιμετωπίζει η βιομηχανία μας είναι η απουσία βιομηχανικής πολιτικής από το 1973 και μετά. Θα έλεγε κανείς ότι ο συναγερμός της ενεργειακής κρίσης τού 1973 κανέναν δεν αφύπνισε στην Ελλάδα. Στο βιβλίο του Κράτος και Επιχειρήσεις στην Ελλάδα, η ιστορία της Αλουμίνιον Ελλάδος ο καθηγητής Κώστας Κωστής πολύ εύστοχα επισημαίνει:
«Από το 1961 μέχρι το 1974 ήταν σαφείς οι πολιτικές προτεραιότητες για την ενίσχυση της βιομηχανίας και τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας. Αντιθέτως, μετά το 1974, το ελληνικό κράτος παρέμεινε προσκολλημένο στην ήδη ξεπερασμένη την εποχή εκείνη αντίληψη για την αξιοποίηση του φυσικού πλούτου της χώρας, αδιαφορώντας για την υποστήριξη επιχειρηματικών σχημάτων στον χώρο της μεταποίησης που θα παρήγαν υψηλότερη προστιθέμενη αξία και τεχνολογικά θα ήσαν διεθνώς ανταγωνιστικά.
Στην λογική αυτή, η πολιτική στήριξης της βιομηχανίας, ασφαλώς υπό ορισμένες προϋποθέσεις, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί κατ’ ανάγκην ανορθολογική ή σπάταλη. Αντ’ αυτού, από τις αρχές της δεκαετίας τού 1990, εγκαταλείπεται κάθε παραγωγική αντίληψη για την ελληνική οικονομία και όλο το βάρος πέφτει πλέον στον τριτογενή τομέα και στην προσαρμογή των ονομαστικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας στις απαιτήσεις της Συνθήκης του Μάαστριχτ.
»Το όραμα της εκβιομηχάνισης ξεθώριασε στην Ελλάδα μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα και μάλλον άδοξα, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του την βαρύτητα που είχε για το ελληνικό κράτος από το 1930 μέχρι το 1990 περίπου. Έδωσε την θέση του στο ιδανικό της κατανάλωσης, το οποίο δεν οδήγησε πολύ μακρυά την χώρα. Στις σημερινές συνθήκες, δεν είναι δυνατόν να επιστρέψει κανείς στο μεταποιητικό πρότυπο της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Το ζητούμενο μάλλον είναι πώς θα δημιουργηθούν τα εφαλτήρια για ένα καινούργιο πρότυπο ανάπτυξης. Και από το πρότυπο αυτό, η ελληνική βιομηχανία δεν μπορεί να απουσιάζει, ακόμη και εάν ο ρόλος της θα είναι περιορισμένος σε σχέση με εκείνον που οραματίζονταν όσοι έφτιαξαν την μεταπολεμική Ελλάδα».
Στο πλαίσιο της λογικής αυτής, ο ΣΕΒ, από την εποχή των Οδυσσέα Κυριακόπουλου και Δημήτρη Δασκαλόπουλου έως σήμερα που πρόεδρός του είναι ο Θεόδωρος Φέσσας, καταβάλλει προσπάθειες ώστε το παραγωγικό πρότυπο της χώρας να αλλάξει, αλλά και η ελληνική βιομηχανία να είναι παρούσα στον απαραίτητο μετασχηματισμό.
Υποστηρίζει έτσι –προς όσους θέλουν να ακούσουν και να καταλάβουν– ότι στην παρούσα οικονομική φάση δεν αρκεί μόνο η αύξηση των εξαγωγών. Χρειάζεται ταυτόχρονα και μείωση των εισαγωγών. Η χώρα χρειάζεται επιχειρήσεις που θα διεισδύσουν ακόμη περισσότερο σε ξένες αγορές και, βεβαίως, θα κατακτήσουν μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής αγοράς.
Όντως απαιτείται ένα νέο παραγωγικό πρότυπο, το οποίο όμως δεν μπορεί να προκύψει μόνον από επιδοτήσεις του κράτους για νέες καινοτόμες επιχειρηματικές δραστηριότητες σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Εάν δεν ενθαρρυνθούν νέες ιδιωτικές επενδύσεις σε παραγωγικές δομές και αν δεν στραφεί η βιομηχανία μας προς νέες κατευθύνσεις, ώστε η ανάκαμψη να γίνει αυτοτροφοδοτούμενη, η χώρα θα συνεχίσει να υπόκειται σε αστάθμητους παράγοντες αμφιβόλου αποτελεσματικότητας.
Όπως αναφέρει ο ΣΕΒ στην τελευταία εβδομαδιαία ανακοίνωσή του, η οικονομία ανακάμπτει εντελώς ευκαιριακά λόγω αύξησης της ζήτησης που προκαλείται από τον τουρισμό και κάποιες εξαγωγές. Παρόλα αυτά, στο επίπεδο της απασχόλησης και των αμοιβών εργασίας η κατάσταση ελάχιστα βελτιώνεται. Αυτό συμβαίνει, όπως κατ’ επανάληψιν έχουμε τονίσει, λόγω της αβεβαιότητας στην διατήρηση της ζήτησης, καθώς το παραγωγικό πρότυπο παραμένει εσωστρεφές και άρα χαμηλών εξαγωγικών επιδόσεων.
Ως εκ τούτου, η ανάκαμψη είναι υποτονική καθώς δεν ενισχύεται η πλευρά της προσφοράς (διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, κερδοφόρες ιδιωτικές επενδύσεις, φιλικό προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλον, κ.α.) και η παραγωγή παραμένει καθηλωμένη.
Επιπροσθέτως, υποστηρίζει ο ΣΕΒ, η ανάκαμψη αυτή μπορεί να αποδειχθεί ασταθής και ενδεχομένως να έχει και ημερομηνία λήξης εάν και εφόσον οι εξωγενείς παράγοντες πάψουν να επενεργούν με την ίδια ένταση στην ελληνική οικονομία και οι μεταρρυθμίσεις σε κράτος και οικονομία σταματήσουν ή παλινδρομήσουν προς τα πίσω.
Στην ελληνική μεταποίηση (χωρίς πετρελαιοειδή) και την γεωργία, άνω τού 60% και 50% αντιστοίχως των εξαγωγών σε αξία είναι ενδιάμεσα αγαθά, ενώ παρόμοια ποσοστά των εισαγωγών σε αξία είναι τελικά αγαθά. Οι ευκαιρίες, δηλαδή, για την παραγωγή προστιθέμενης αξίας (εισοδημάτων) από την μεταποίηση στην Ελλάδα είναι τεράστιες.
Ωστόσο, κανείς από το πολιτικό προσωπικό δεν είναι αποφασισμένος να τις αξιοποιήσει, γιατί αυτό θα μπορούσε να χαλάσει την σούπα του πελατειακού συστήματος. Για μια φορά, όμως, καιρός είναι στην χώρα αυτή η μωρία να μπει στην γωνία.