Αντίστροφα μετράει ο χρόνος για 90 από τα 113 καυτά προαπαιτούμενα που θα πρέπει να καλύψει η κυβέρνηση προκειμένου να κλείσει η τρίτη αξιολόγηση μέχρι τα Χριστούγεννα.
Ο πραγματικός χρόνος έναρξης των διαπραγματεύσεων, όμως, ξεκινά από τον Σεπτέμβριο μετά τις γερμανικές εκλογές και όλα τα νέα μέτρα θα κριθούν και θα ψηφιστούν μέσα σε 100 ημέρες.
Το πρώτο ραντεβού με τους θεσμούς δρομολογείται για τα τέλη του Αυγούστου, ενδεχομένως και εκτός Ελλάδας.
Σύμφωνα με καλά ενημερωμένες πηγές και όπως δημοσιεύει το protothema.gr, η διαπραγματευτική ομάδα ίσως χρειαστεί να μεταβεί στις Βρυξέλλες για μία πρώτη επισκόπηση της κατάστασης.
Εκεί θα συμφωνηθεί και αν θα απαιτηθούν ακόμα δύο ή τρεις αξιολογήσεις για να υλοποιηθούν -όλα μαζί ή διαδοχικά μέσα στο 2018- τα επόμενα 20-23 προαπαιτούμενα με τα οποία θα ολοκληρωθεί το τρίτο μνημόνιο.
Στο στόχαστρο τα κοινωνικά επιδόματα
Η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα προετοιμάζεται για την επιστροφή των θεσμών γνωρίζοντας ήδη ότι στην ατζέντα των απαιτήσεών τους θα βρεθούν οι περικοπές στα προνοιακά, οικογενειακά, στεγαστικά και εκπαιδευτικά επιδόματα, καθώς και σαρωτικές αλλαγές στο Δημόσιο με αξιολόγηση και κινητικότητα χιλιάδων υπαλλήλων.
Στην κυβέρνηση φοβούνται μήπως ανοίξει η όρεξη στο ΔΝΤ για ακόμα μεγαλύτερες περικοπές στα κοινωνικά επιδόματα. Από την άλλη, ποντάρουν και στο ενδεχόμενο να βγει τελικά το Ταμείο από το ελληνικό πρόγραμμα στο οποίο μόλις μπήκε!
Καθώς όμως ο χρόνος μέχρι τις γερμανικές εκλογές και τον σχηματισμό κυβέρνησης στο Βερολίνο θεωρείται επικίνδυνος -ή και χαμένος- για τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων, στην κυβέρνηση υπολογίζουν να περάσουν από τη Βουλή όλα τα μέτρα τον Νοέμβριο ή ως τα μέσα Δεκεμβρίου.
Και επειδή τα περιθώρια θα είναι τότε στενά, ευελπιστούν να κλείσουν την τρίτη αξιολόγηση πριν από το τέλος της χρονιάς προτάσσοντας μόνο τα πιο «εύπεπτα» μέτρα και αγοράζοντας χρόνο ως και το 2018 – αφήνοντας τα δύσκολα για το τέλος του προγράμματος.
Περικοπές μισό δισ. για αρχή
Η επάνοδος των ελεγκτών θα συμπέσει με τη σύνταξη του προσχεδίου του νέου κρατικού προϋπολογισμού, στον οποίο θα ενσωματώνονται και δημοσιονομικά μέτρα 543 εκατ. ευρώ για να κλείσει το δημοσιονομικό κενό του 2018, το οποίο βλέπει η Κομισιόν.
Προσώρας, τουλάχιστον, στο οικονομικό επιτελείο δεν δείχνουν να ανησυχούν καν που το ΔΝΤ βλέπει τετραπλάσια «τρύπα» για το 2018 (προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% αντί 3,5% και απόκλιση 1,3% του ΑΕΠ από τον επίσημο στόχο, που σημαίνει πρόσθετα μέτρα 2 δισ. ευρώ).
Στην Αθήνα θεωρούν πως «δεν υπάρχει κίνδυνος να μας πουν “πάρτε κι άλλα μέτρα”».
Εκτιμούν ότι το ΔΝΤ δεν θα δώσει μάχη για το 2018 επειδή θα επιμείνει να εφαρμοστούν νωρίτερα (το 2019) οι περικοπές συντάξεων και αφορολογήτου.
Ανησυχούν δηλαδή ότι τον Απρίλιο ή τον Μάιο του 2018 θα αποκαλυφθεί ότι το 2019 όχι μόνο δεν θα ενεργοποιηθούν τα αντίμετρα, αλλά θα ζητηθούν και πρόσθετα μέτρα λιτότητας, «εφόσον ως τότε θα παραμένει μέσα το Ταμείο», όπως λένε, και σαν ευχή ενδεχομένως να έχει φύγει από μόνο του…
Μεγαλύτερες περικοπές
Αμεσα όμως και προτού καν επιστρέψουν οι ελεγκτές, ανακύπτουν ήδη αγκάθια σε ζητήματα που σχετίζονται με κοινωνικά επιδόματα που θα χρειαστεί να κοπούν.
Οι δανειστές απαιτούν μεγαλύτερες περικοπές σε κοινωνικά επιδόματα από τα τουλάχιστον 200 εκατ. ευρώ που έχει αποδεχθεί η κυβέρνηση από το 2018.
Και αυτό όχι μόνο με κατάργηση επιδομάτων ή ενσωμάτωσή τους στο Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης (ΚΕΑ), αλλά και με «καλύτερη στόχευση», σύμφωνα με τη διατύπωση των δανειστών, δηλαδή με εισοδηματικά κριτήρια και ανασχεδιασμό όλου του πλαισίου που θα σταθεί αιτία να χάσουν μαζικά τις παροχές αυτές χιλιάδες δικαιούχοι.
Την άποψη αυτή υιοθετεί και κυβερνητικός αξιωματούχος, αναφέροντας ότι «εκτός από την ανάγκη εξοικονόμησης κονδυλίων για τη χρηματοδότηση του ΚΕΑ, έχει αποδειχθεί ότι τα επίπεδα φτώχειας στη χώρα μας παραμένουν υψηλά ακόμα και μετά τη χορήγηση κοινωνικών επιδομάτων και παροχών». Επικαλείται δηλαδή την άποψη των δανειστών, ότι τα μέτρα στήριξης πάνε στον βρόντο, και άρα πρέπει να αλλάξει συνολικά το σύστημα παροχών.
Ετσι, λοιπόν, στον αέρα βρίσκονται πλέον τα επιδόματα τέκνων, πετρελαίου θέρμανσης και άλλες παροχές που δίνονταν έως τώρα σε ευπαθείς ομάδες. Μέχρι τον Νοέμβριο του 2017 -για να ισχύσουν από 1/1/2018- το «παζάρι» θα γίνεται για:
– τη μείωση των επιδομάτων τέκνων, ανεργίας και θέρμανσης
– τη συνολική μεταρρύθμιση του συστήματος οικογενειακών επιδομάτων
– τη μεταρρύθμιση των επιδομάτων αναπηρίας και αλλαγές στον προσδιορισμό της λειτουργικής ικανότητας του πάσχοντος να ασκεί δραστηριότητες
– την αλλαγή των παροχών αναπηρίας και κοινωνικής πρόνοιας
– τη μελέτη για τον εξορθολογισμό των εκπαιδευτικών επιδομάτων (προκειμένου να εφαρμοστούν από φέτος τον Οκτώβριο)
– τη νέα νομοθεσία των επιδομάτων στέγασης (με βάση συστάσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας)
– την επαναξιολόγηση των πολιτικών κοινωνικής ένταξης και κοινωνικής συνοχής
– την πλήρη χαρτογράφηση των κοινωνικών υπηρεσιών της χώρας και δημιουργία ενός οργανισμού για όλες τις παροχές κοινωνικής πρόνοιας.
Η κυβέρνηση δεν φαίνεται να μπορεί να μεταθέσει για αργότερα ούτε τις ευαίσθητες αλλαγές στο Δημόσιο. «Είναι περισσότερο ζητήματα εφαρμογής», θεωρούν στην κυβέρνηση, αν και αφορούν την κινητικότητα και την αξιολόγηση. Για τις ιδιωτικοποιήσεις όμως υπολογίζουν ότι θα μπορέσουν να μετατεθούν στην επόμενη αξιολόγηση, δηλαδή το 2018.
Τα επόμενα
Στην πρώτη επιτελική συνάντηση με τους δανειστές που σχεδιάζεται για τέλη Αυγούστου ή αρχές Σεπτεμβρίου θα τεθούν επί τάπητος τα μεγάλα ρίσκα που θα προκύψουν στη διάρκεια ολόκληρου του προγράμματος ως το καλοκαίρι του 2018. Συγκεκριμένα:
– Το πότε θα πρέπει να ξεκινήσουν επί ελληνικού εδάφους οι διαπραγματεύσεις. Ο χρόνος έναρξης παραμένει αβέβαιος γιατί μεσολαβούν και οι γερμανικές εκλογές, που σημαίνει ότι όλοι θα ψάχνουν ποιος κυβερνά το Βερολίνο – και όχι μόνο. «Δεν είναι σίγουρο αν πρέπει να γίνει πριν ή μετά, ούτε όμως και πόσο καιρό θα πάρει να σχηματιστεί κυβέρνηση», λένε στο Μαξίμου βλέποντας ότι και «στην Ολλανδία πέρασαν 5 μήνες από τις εκλογές και ακόμα δεν έχουν κυβέρνηση».
– Το ποιος θα είναι τότε υπουργός Οικονομικών: αν και είναι προνόμιο του Ελληνα πρωθυπουργού να αποφασίζει, στην Ευρώπη θέλουν να γνωρίζουν με ποιον θα συνομιλούν μην ξεχνώντας την περίπτωση Βαρουφάκη.
– Οι αξιολογήσεις: αν κλείσει η τρίτη αξιολόγηση έως το τέλος του χρόνου με την περίπου υλοποίηση 90 από τα 113 προαπαιτούμενα, πρέπει να συμφωνηθεί αν θα υπάρξουν ακόμη δύο αξιολογήσεις το 2018 -όπως εκτιμά η Αθήνα- ή μία και μοναδική στο τέλος του προγράμματος.
– Η εφαρμογή των δεσμεύσεων: η ψήφιση νόμων δεν αρκεί στους δανειστές, ούτε όμως ο Ελληνας υπουργός Οικονομικών εφησυχάζει. Ο κ. Τσακαλώτος έχει πει δημοσίως ότι οι καθυστερήσεις των υπουργών που παίζουν «κατενάτσιο» βάζουν σε κίνδυνο την έξοδο από το πρόγραμμα. Και η δουλειά των υπουργών Οικονομικών όλων των χωρών είναι «να σπάνε τα νεύρα» των άλλων υπουργών.
– Αν θα έχουμε «καθαρή έξοδο» από τα μνημόνια, όπως έχει πει ο πρωθυπουργός. Η Αθήνα πιστεύει πως «η απόφαση του Eurogroup γι’ αυτό προϊδεάζει». Δεν αρκεί αυτό όμως, αν δεν συμφωνηθεί ρητά με τους δανειστές και έτσι ο υπουργός Οικονομικών πρέπει να είναι πιο συντηρητικός -και από τον πρωθυπουργό ακόμα- μέχρι τέλους.
– Η υπόθεση Γεωργίου: θα πρέπει να ξεκαθαριστεί αν και σε ποιον βαθμό δημιουργεί πραγματικό πρόβλημα στη διαπραγμάτευση. Πολιτικά στην κυβέρνηση λένε ότι νοιάζονται για το ζήτημα και δεν ωφελείται η κυβερνηση από αυτή τη συζήτηση. Θεωρούν πως είτε το έλλειμμα ήταν 13% είτε 16%, έτσι κι αλλιώς είχε χαθεί η μπάλα και η χώρα θα έμπαινε σε μνημόνιο αφού, όπως είπε και ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρης Παπαδημούλης, «όταν έχεις πυρετό, σπάνια φταίει το θερμόμετρο»…
– Τα capital controls: ο οδικός χάρτης έχει ανακοινωθεί από την κυβέρνηση, αλλά δεν δίνει ημερομηνίες και θα πρέπει να συμφωνήσουν και οι δανειστές. Εκεί έχουμε το αντίθετο πρόβλημα από ό,τι στα άλλα μέτρα του μνημονίου. «Σκληρή» είναι η ΕΚΤ, ενώ το ΔΝΤ είναι οι «καλοί». Μπαίνει ένα στοίχημα σε αυτό το σημείο: θα φύγουν κεφάλαια ή όχι.
– Η έκδοση ομολόγων: αν και οι δανειστές είχαν συστήσει «όχι βιασύνες», στην κυβέρνηση σκέφτονται μια σειρά εξόδων στις αγορές ομολόγων, άλλες για να πάρουμε λεφτά, άλλες για reprofiling του χρέους. Και αυτός ο «οδικός χάρτης» πρέπει να επικυρωθεί από τους θεσμούς.