Το ευρώ δημιούργησε μία ζώνη σταθερότητας στην Ευρώπη, η οποία προστάτευε τις χώρες μέλη της ευρωζώνης από νομισματικές διακυμάνσεις και αποτελούσε σημαντικό εργαλείο οικονομικής ανάπτυξης...
Του Χανς-Βέρνερ Σεν*
Τον τελευταίο καιρό, η φιλολογία ότι η Γερμανία είναι ο μεγάλος κερδισμένος του ευρώ και της λειτουργίας της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη. Οι στόχοι της φιλολογίας αυτής είναι προφανείς: επιδιώκουν να αποδυναμώσουν τις γερμανικές θέσεις για την οικονομική διακυβέρνηση της Ευρώπης, η οποία σήμερα είναι αποφασιστική για την επιβίωση του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος. Γι’ αυτό τον λόγο, καλόν είναι κάποια πράγματα να ξεκαθαρίσουν.
Από την στιγμή που οι εταίροι της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) απεφάσιζαν, κάπου στα τέλη της δεκαετίας τού ’70, ότι η Ευρώπη έπρεπε να διατηρεί νομισματικές ισορροπίες αν ήθελε να ενδυναμώσει την ενιαία εσωτερική αγορά της, η καθιέρωση του ευρώ ήταν πλέον θέμα χρόνου.
Σίγουρα δε το εγχείρημα αυτό δεν ήταν ό,τι καλύτερο για τους εμπορικούς ανταγωνιστές της Ευρώπης. Έβλεπαν όντως με κακό μάτι την οικονομική και νομισματική ένωση και είχαν αρκετούς λόγους να θέλουν να την υπονομεύσουν. Παρόλα αυτά, σε κάποια φάση της ολοκλήρωσης της νομισματικής ένωσης –και όχι της οικονομικής– το ευρώ έγινε πραγματικότητα.
Η Γερμανία επωφελήθηκε έτσι από το ευρώ όπως κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Το ευρώ δημιούργησε μία ζώνη σταθερότητας στη Ευρώπη και προστάτευσε τα κράτη μέλη από τις νομισματικές διακυμάνσεις. Χάρη στο ευρώ, ο πληθωρισμός έπεσε χαμηλότερα από οποτεδήποτε στα 50 χρόνια ύπαρξης του γερμανικού μάρκου. Το ευρώ ενίσχυσε το εμπόριο και συνέβαλε σημαντικά στην διαδικασία πολιτικής ολοκλήρωσης της Ευρώπης. Όμως, βοήθησε πράγματι την Γερμανία περισσότερο από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες;
Είναι προφανώς πολυάριθμοι όσοι το νομίζουν αυτό –της Γαλλίδας γενικής διευθύντριας του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, συμπεριλαμβανομένης. Καταλήγουν στο συμπέρασμα αυτό βασιζόμενοι κυρίως στο ύψος του εμπορικού πλεονάσματος της Γερμανίας και στις ρωμαλέες γερμανικές εξαγωγές.
Προκειμένου μάλιστα να μειωθεί το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας, σκοπεύουν να την εξαναγκάσουν να …αυξήσει τους μισθούς της.
Όμως, κάνοντάς το, δείχνουν πως εξ ορισμού οι εξαγωγές εμπορευμάτων συνεπάγονται και εξαγωγές κεφαλαίων. Και τα κεφάλαια είναι το ελιξίριο της ζωής του καπιταλιστικού συστήματος. Όπου ρέει, η οικονομία ανθεί. Όπου διαρρέει, η οικονομία ασθενεί. Είναι άρα λάθος να ταυτίζουμε εξαγωγές και εμπορικό κέρδος.
Επί πολλά χρόνια πριν ξεσπάσει η κρίση η Γερμανία υπέστη μία πρωτοφανή αιμορραγία κεφαλαίων, που διοχετεύθηκαν στις οικονομίες της νοτιοδυτικής περιφέρειας της Ευρώπης, τις αγγλοσαξωνικές χώρες και την Γαλλία.
Αυτή η μετάγγιση πόρων επέτρεψε να πυροδοτηθεί μία άνευ προηγουμένου συγκυριακή τόνωση πολλών εθνικών οικονομιών που επεκτάθηκε στην οικοδομική δραστηριότητα και πέραν αυτής, εις βάρος της κεφαλαιοποίησης της γερμανικής οικονομίας.
Από την δημιουργία του ευρώ, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, η Γερμανία ήταν ο δεύτερος στον κόσμο παραγωγός κεφαλαίων μετά την Κίνα.
Η μερίδα του λέοντος αυτών των κεφαλαίων επενδύθηκαν σε άλλες χώρες και όχι στην Γερμανία.
Την περίοδο 1995-2014, το 70% των γερμανικών αποταμιεύσεων (φυσικών προσώπων, επιχειρήσεων και κράτους) επενδύθηκε στο εξωτερικό έναντι μόλις 30% που επενδύθηκε στην Γερμανία.
Εκείνα τα χρόνια, η Γερμανία ήταν η χώρα με τον μικρότερο καθαρό δείκτη επενδύσεων σε όλα τα κράτη μέλη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ) και παρουσίαζε τον δεύτερο χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης στην Ευρώπη.
Όσον αφορά το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, η Γερμανία –ακόμα και μόνη η Δυτική Γερμανία– εξακολουθούσε να υστερεί της Γαλλίας. Αυτό όμως κάποιοι το παραβλέπουν ή το ξεχνούν.
Η τόνωση των εθνικών οικονομιών της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Ισπανίας, της Γαλλίας (σε μικρότερο βαθμό) που δημιούργησε αυτή η εξαγωγή γερμανικών κεφαλαίων πυροδότησε στις χώρες αυτές την ταχεία ανάπτυξη της οικοδομικής τους δραστηριότητας.
Οι εργαζόμενοι στον κλάδο αυτόν εύρισκαν εργασία και ξόδευαν τους μισθούς τους στην απόκτηση διαφόρων καταναλωτικών αγαθών. Οι ιδιοκτήτες ακινήτων απολάμβαναν την ταχεία αύξηση των περιουσιών τους, πράγμα που τους ενεθάρρυνε να αντλούν περαιτέρω επενδυτικά κεφάλαια, μέσω δανεισμού.
Όλα αυτά προκάλεσαν υψηλούς ρυθμούς πραγματικής ανάπτυξης, αλλά και πληθωριστική υπερθέρμανση που έπληξε την ανταγωνιστικότητα των κρατών αυτών και δημιούργησε ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών τους.
Αλλά τα ελλείμματα αυτά δεν ήταν παρά το φυσιολογικό αντιστάθμισμα των μαζικών εισαγωγών κεφαλαίων στο έδαφός τους. Ιδιαίτερα δε στην Ελλάδα, η κατανάλωση πήγε στα ύψη χωρίς κανένα αντίκρυσμα για την παραγωγή της χώρας. Και αυτό είναι τραγικό.
Στην Γερμανία συνέβη το ανάποδο. Οι εξαγωγές κεφαλαίων προκάλεσαν τον μαρασμό της εσωτερικής αγοράς και την πτώση της τιμής των ακινήτων.
Οι μισθοί αυξήθηκαν ελάχιστα, πολύ λιγότερο απ’ ό,τι στους εταίρους της Γερμανίας. Από το 1995 έως το 2014, οι πραγματικές τιμές στην Γερμανία υποτιμήθηκαν κατά 24% σε σχέση με τους ευρωπαίους εταίρους της. Η υποτίμηση αυτή οδήγησε σε εμπορικά πλεονάσματα.
Τα πλεονάσματα αυτά ήσαν ασφαλώς μία καλοδεχούμενη αποζημίωση σε μία οικονομία που περνούσε δύσκολες ώρες. Σε καμμία όμως περίπτωση δεν ήταν αποτέλεσμα της ισχύος της Γερμανίας –αλλά μόνον της αδυναμίας της, λόγω της αιμορραγίας κεφαλαίων που υφίστατο επί χρόνια.
Στο σημείο αυτό βρίσκεται το λάθος στην ανάλυση όλων αυτών που λένε ό,τι τούς συμφέρει για την γερμανική οικονομία και την πορεία της τα 14 τελευταία χρόνια –ενίοτε δε το κάνουν και με κεκαλυμμένη πρόθεση δόλου.
Οι εξαγωγές κεφαλαίων δεν οφείλονται αποκλειστικά στο ευρώ. Τα τελευταία χρόνια μού δόθηκε πολλές φορές η ευκαιρία να τονίσω το πρόβλημα της μη ελκυστικότητας της Γερμανίας ως επενδυτικού προορισμού, λόγω κυρίως της υπερβολικής ανελαστικότητας της γερμανικής αγοράς εργασίας ή της κοινωνικής της πολιτικής.
Αυτή η αδυναμία της οξύνθηκε ιδιαίτερα με την έλευση του ευρώ, αφού μαζί με το ευρώ δημιουργήθηκε και μία ενιαία ευρωπαϊκή κεφαλαιακή αγορά που εκμηδένισε τις –πριν το ευρώ πολύ σημαντικές– διαφορές στα επιτόκια δανεισμού.
Τα κεφάλαια μπορούσαν πλέον να διασχίσουν ανεμπόδιστα και ακίνδυνα τα σύνορα, για να χρηματοδοτήσουν παραγωγικές επενδύσεις στο εξωτερικό. Αυτό ήταν ένα φοβερό πλεονέκτημα για τις χώρες-εισαγωγείς κεφαλαίων.
Οι Γερμανοί επενδυτές επωφελήθηκαν επίσης –ή, τουλάχιστον, έτσι νόμιζαν.
Αλλά οι γερμανικές επιχειρήσεις, που η παραγωγικότητά τους και το ύψος των μισθών τους εξαρτιόταν ως επί το πλείστον από τις επενδύσεις στην Γερμανία, υπέστησαν επώδυνες απώλειες, που έθεσαν σε μεγάλους κινδύνους αυτή καθ’ αυτή την γερμανική κοινωνία.
Η κρίση υπερχρέωσης της Ευρώπης αποδεικνύει πως οι προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν εκείνη την περίοδο ήταν εκτός πραγματικότητας. Πολλοί Γερμανοί επενδυτές τελικά θα χάσουν τα λεφτά τους. Αυτό τους οδηγεί ήδη να σκέφτονται διαφορετικά. Οι διαφοροποιήσεις στα επιτόκια δανεισμού επανέρχονται στα προηγούμενα επίπεδα –και τα κεφάλαια τοποθετούνται εκ νέου όλο και συχνότερα στην Γερμανία.
Η χώρα γνωρίζει άνθηση της οικοδομικής της δραστηριότητας, ενώ για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια οι ρυθμοί ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας είναι οι υψηλότεροι στην ευρωζώνη.
Με συμμετρικό τρόπο, η Γερμανία γνωρίζει σήμερα μία κατάσταση ανάλογη με εκείνην που γνώριζε η νοτιοδυτική Ευρώπη επί 15 χρόνια. Ενώ οι υπερχρεωμένες χώρες γνωρίζουν οικονομική στασιμότητα, η Γερμανία βιώνει οικονομική άνθηση.
Αυτός είναι ο λόγος που τα επόμενα χρόνια οι μισθοί και οι τιμές στην Γερμανία θα αυξηθούν ταχύτερα απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Και έτσι θα μειωθεί η ανταγωνιστικότητα της γερμανικής οικονομίας και τα εμπορικά της πλεονάσματα, όπως ακριβώς επιθυμεί η Κριστίν Λαγκάρντ. Αν αυτό όμως πρέπει να γίνει υπό συνθήκες πληθωρισμού ή όχι είναι κάτι που εντάσσεται στις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και η τελευταία έχει αρκετές φορές παραβεί τον καταστατικό της χάρτη τους τελευταίους μήνες.
Ιδιαίτερα δε στην περίπτωση της Ελλάδας –αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία, που ερμηνεύει και τα βαθύτερα αίτια της ελληνικής κρίσης. Μία κρίση παραγωγικής προσφοράς κυρίως, που είναι λάθος να ερμηνεύεται με τα γνωστά κεϋνσιανά κριτήρια.