Η Ενωμένη Ευρώπη αργοπεθαίνει. Η ίδια δεν το αναγνωρίζει. Τα σημάδια του rigor mortis είναι, όμως, ήδη εμφανή!
Του Αντώνη Κεφαλά
Η αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ανταποκριθεί στις δύο μεγάλες προκλήσεις των ημερών μας είναι αυτή που την οδηγεί στην ουσιαστική διάλυση.
Η μία πρόκληση αφορά την συντονισμένη, ενιαία και συνεκτική αντιμετώπιση της κρίσης που έφερε ο κορωνοϊός. Ο μηχανισμός – με την έννοια του θεσμού, των αρμοδιοτήτων, των λειτουργιών και πρωτοκόλλων και του ανθρώπινου δυναμικού-- όφειλε να υπάρχει ήδη πριν την κρίση. Η περίφημη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, που έφτασε στο σημείο να ασχοληθεί με την υγιεινή του …κοκορετσιού, αυτό δεν το είχε προβλέψει.
Είδαμε, έτσι, τη μία χώρα να στρέφεται εναντίον της άλλης προκειμένου να διασφαλίσει η κάθε μία για τον εαυτό της υγειονομικό υλικό.
Η δεύτερη πρόκληση αφορά στην αμοιβαιότητα του χρέους. Η άρνηση της ομάδας Αυστρίας – Γερμανίας—Ολλανδίας – Φινλανδίας να δεχτεί την έκδοση ευρωομολόγου όταν η κρίση είναι εξωγενής και κανένας δεν φέρει την ευθύνη για τον προβλεπόμενο δημοσιονομικό εκτροχιασμό, δεν είναι απλά ανάλγητη. Είναι απάνθρωπη.
Ακόμη περισσότερο από την Γερμανία, η Ολλανδία σήμερα έχει αναδειχθεί ως το μαύρο πρόβατο της Ευρώπης.
Κρίση και ρευστότητα
Σύμφωνα με εκτιμήσεις που λαμβάνουν υπόψη τους τον ετεροχρονισμό της κρίσης ανάμεσα στα διάφορα κράτη καθώς και τον μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας ως προς στην εξέλιξη της πανδημίας, η ύφεση του 2020 προβλέπεται πλέον να είναι της τάξης του 10% το λιγότερο. Γενικά, επικρατεί η θέση πως τα ¾ του φετινού έτους θα είναι «χαμένα».
Τα μέτρα για την άμεση αντιμετώπιση της ύφεσης ανέρχονται το λιγότερο στο 15% του ΑΕΠ της κάθε χώρας. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) εκτιμά πως η ίδια χρειάζεται να παρέμβει με 1,5 τρισεκατομμύριο ευρώ. Χρήματα ελικοπτέρου (helicopter money) για να μην καταρρεύσουν οι οικονομίες.
Με τα οικονομικά δεδομένα πριν την κρίση καθώς και με τους θεσμικούς περιορισμούς, τα περισσότερα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είχαν περιθώριο για πιο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική. Παράλληλα, η νομισματική πολιτική είχε φτάσει στα όρια της – με αρνητικά επιτόκια και την επικράτηση της περίφημης «παγίδας ρευστότητας» που είχε προβλέψει από την δεκαετία του 1930 ο Keynes.
Η κρίση δημιούργησε –και θα δημιουργεί—έλλειψη ρευστότητας. Σχεδόν όλες οι οικονομικές και πολιτιστικές δραστηριότητες θα υποφέρουν. Την ρευστότητα αυτή προσφέρει η ΕΚΤ. Παράλληλα, χαλαρώνουν οι θεσμικοί περιορισμοί στην χρήση της δημοσιονομικής πολιτικής. Τα μέτρα που λαμβάνει η Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέρχονται σε 0,5 τρις. ευρώ.
Μέχρι εδώ υπάρχει συμφωνία.
Το πρόβλημα εστιάζεται στη δαπάνη που θα απαιτηθεί για να ξεκινήσει η οικονομία. Η χρηματοδότηση με ομόλογα θα αυξήσει το χρέος που ήδη αυξάνεται μέσω των πράξεων της ΕΚΤ.
Υπάρχει πλέον ο κίνδυνος δίπλα στην κρίση του κορωνοϊού να εμφανιστεί και κρίση χρέους –ιδιαίτερα για το Νότο, όπου η σχέση χρέους προς ΑΕΠ είναι ήδη πολύ υψηλή. Το λεγόμενο ευρωομόλογο δεν θα βάρυνε ένα κράτος αλλά όλη την Ε.Ε. – αυτή είναι η λεγόμενη αμοιβαιότητα.
Η έλλειψη εμπιστοσύνης
Σε διαδικτυακή συζήτηση που οργάνωσε το Delphi Economic Forum, ο γνωστός μας Jeroen Dijsselbloem δήλωσε ότι η Ολλανδία αντιτίθεται στην έκδοση ευρωομολόγου γιατί δεν έχει εμπιστοσύνη πως θα διαχειριστούν τα χρήματα οι χώρες του Νότου.
Τα θέματα με την Ελλάδα είναι γνωστά. Με την Ιταλία είναι η μαφία – που έχει γίνει μεγάλος παίκτης στην αγορά ακινήτων. Στην Μάλτα είναι η διαφθορά, στην Ουγγαρία ο Orban, στην Κύπρο η φορολογία – δεν υπάρχει τέλος στις «αντιρρήσεις».
Πέρα από το γεγονός ότι δεν υπάρχει «ένωση» χωρίς εμπιστοσύνη, προκύπτει το ερώτημα για το δικαίωμα της Ολλανδίας και της Γερμανίας να αναγορεύονται ηθικοί φύλακες της Ευρώπης. Η Γερμανία, ιδιαίτερα, είναι η τελευταία που έχει το δικαίωμα να μιλά για ηθική –μετά από δύο Παγκοσμίους Πολέμους που ξεκίνησε.
Η λύση που δεν είναι
Στα 240 δισ. ευρώ θα ανέλθει η συνεισφορά μέσω ESM –όπου η κάθε χώρα θα πάρει αυτό που της αναλογεί με βάση του ΑΕΠ—αλλά η συνολική θετική επίπτωση στην ευρωπαϊκή οικονομία θα είναι μικρότερη. Γιατί είναι σαφές ότι π.χ. οι Γερμανία και Ολλανδία δεν θα προστρέξουν στον Μηχανισμό. Περίπου 100 δισ. θα δοθούν μέσω του SURE (Support to mitigate Unemployment Risks and Emergencies) και 200 δισ. μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) για την χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Για την Ελλάδα μιλάμε για περίπου 8 δισεκατομμύρια ευρώ συνολικά.
Πρόκειται για αστεία ποσά. Μπροστά στην προοπτική του απόλυτου αδιεξόδου και της άμεσης σύγκρουσης, επιλέχτηκε μία λύση που δεν είναι
λύση.
Όσο για το μέλλον, η τόσο αόριστη αναφορά σε μελλοντικά μέτρα μόνο απαισιοδοξία προξενεί.
Το μεγάλο ερώτημα είναι γιατί δεν υιοθετείται ουσιαστική λύση.
Γιατί λύση υπάρχει: "War Bonds"
Δεν υπάρχει κανένας λόγος να ονομαστούν τα νέα ομόλογα ευρωομόλογα (Eurobonds). Μπορούν να ονομαστούν ομόλογα πολέμου (war bonds), ομόλογα ανασυγκρότησης (restructuring bonds) ή , ακόμη ομόλογα πανδημίας (pandemic bonds).
Εκδότης μπορεί να είναι η ίδια η ΕΚΤ μαζί με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΙΒ)—δηλαδή και οι δύο οργανισμοί προσφέρουν την εγγύηση τους.
Το κάθε κράτος θα ετοιμάσει ένα επενδυτικό σχέδιο ανασυγκρότησης σε συγκεκριμένη αναλογία με το ΑΕΠ – π.χ. στο 5% του ΑΕΠ. Αυτό το σχέδιο θα χρηματοδοτηθεί από τα ομόλογα. Η διάρκεια τους θα είναι 25ετής και θα φέρουν χαμηλό επιτόκιο.
Τα ομόλογα αυτά δεν θα λογίζονται στο χρέος της κάθε χώρας που τα λαμβάνει.
Βασικός όρος θα είναι ότι η εκτέλεση του επενδυτικού προγράμματος θα γίνεται μόνο με ΣΔΙΤ. Αυτό έχει σημασία διότι έτσι, αφενός προωθείται η ανάκαμψη του ιδιωτικού τομέα και, αφετέρου, διασφαλίζεται η κερδοφορία της επένδυσης.
Εφόσον η επένδυση θα είναι κερδοφόρα (κι αυτό διευκολύνεται από την μεγάλη διάρκεια ζωής του ομολόγου) τότε η αποπληρωμή τους γίνεται από την απόδοση της επένδυσης. Γι’ αυτό και η εγγύηση μπορεί να δοθεί άνετα—οπότε δημιουργείται μία.
Με τον τρόπο αυτόν, αντιμετωπίζεται το θέμα της εμπιστοσύνης που θέτει ο Βοράς, αποφεύγονται οι πληθωριστικές πιέσεις που φοβάται ειδικά η Γερμανία, δεν δημιουργείται νέα κρίση χρέους, επιταχύνεται η έξοδος από την κρίση και – μία από τις κυριότερες επιπτώσεις—εκσυγχρονίζονται οι υποδομές με έμφαση στις υποδομές υγείας, στην παιδεία, στα δίκτυα επικοινωνίας, στις μεταφορές και στα logistics.
Οι δαπάνες μπορούν να είναι ανελαστικές – συγκεκριμένο ποσό για κάθε δράση, προαποφασισμένο σε συνεννόηση της εθνικής και της ευρωπαϊκής νομενκλατούρας.
Ένα μικρό ποσοστό του συνολικού προϋπολογισμού μπορεί να κατευθυνθεί σε τρέχουσες ανάγκες – αλλά με αυστηρά όρια εποπτείας και χρονικής υλοποίησης.
Τέλος, επειδή η κάθε χώρα θα φτιάξει το δικό της πρόγραμμα, σε συνεννόηση πάντα με τις Βρυξέλλες, η εποπτεία αυξάνεται αλλά και η κάθε δράση είναι στοχευμένη στις ανάγκες της κάθε χώρας ξεχωριστά.
Με την τεχνογνωσία που υπάρχει το ομόλογο αυτό μπορεί να βγει στις αγορές μέσα σε ένα τρίμηνο – αν υπάρξει άμεση συνεργασία μίας ειδικής ομάδας που θα οριστεί στις Βρυξέλλες με τους αρμόδιους τραπεζικούς οργανισμούς.
Τα ομόλογα αυτά θα μπορούσαν μάλιστα να έχουν αυξημένη βαρύτητα στους υπολογισμούς των τραπεζών για την επάρκεια των κεφαλαίων τους.