Μία στις έξι επιχειρήσεις διαθέτει την οικονομική δυνατότητα να εξυπηρετήσει ομαλώς τα δάνειά της, αλλά επιλέγει να μην το κάνει, εμφανίζοντας χαρακτηριστικά στρατηγικού κακοπληρωτή, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος.
Η ΤτΕ διενήργησε την πιο εκτεταμένη μελέτη που έχει γίνει στη χώρα, για τα μη εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά δάνεια. Το δείγμα έφθασε στις 13 χιλιάδες επιχειρήσεις, περιλαμβάνοντας όλες όσες έχουν υπόλοιπα δανείων μεγαλύτερου του 1 εκατ. ευρώ την περίοδο 2010-15. Το εν λόγω δείγμα είχε στο τέλος του 2015 συνολικό υπόλοιπο δανείων περίπου 57 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 19 δισ. περίπου ήταν μη εξυπηρετούμενα.
Η μελέτη εξέτασε κατά πόσον υπήρχε καθυστέρηση εξυπηρέτησης των δανείων τους για διάστημα μεγαλύτερο των 90 ημερών (μη εξυπηρετούμενα δάνεια) και, εφόσον το διαπίστωνε, προχωρούσε στη διερεύνηση της αιτίας. Αν δηλαδή οφειλόταν σε αντικειμενική δυσκολία, ή ήταν αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής.
Ένα από τα κριτήρια ήταν η συσχέτιση πιστοληπτικής διαβάθμισης της επιχείρησης με την εξυπηρέτηση ή μη των δανείων της. Για την ομογενοποίηση των δεδομένων, χρησιμοποιήθηκε μια κοινή κλίμακα πιστωτικής αξιολόγησης, βάσει της οποίας διαχωρίστηκε το δείγμα σε επιχειρήσεις που είχαν υψηλή πιστοληπτική διαβάθμιση (μικρή πιθανότητα αθέτησης) και χαμηλή διαβάθμιση (υψηλή πιθανότητα αθέτησης).
Δημιουργήθηκε και μια τρίτη κατηγοριοποίηση για τις επιχειρήσεις εκείνες που είχαν δάνεια από περισσότερες από μία τράπεζες και η μέση πιστοληπτική αξιολόγηση από όλες τις τράπεζες δεν επέτρεπε την εύκολη κατάταξή τους στις ανωτέρω δύο κατηγορίες.
Οι επιχειρήσεις που ταξινομήθηκαν στην κατηγορία υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης και δεν εξυπηρετούσαν τα δάνειά τους κρίθηκαν ως στρατηγικοί κακοπληρωτές, ενώ για εκείνες που ταξινομήθηκαν στην κατηγορία χαμηλής διαβάθμισης η μη αποπληρωμή κρίθηκε ότι ήταν αποτέλεσμα αντικειμενικής δυσκολίας.
Για τις επιχειρήσεις που είχαν ταξινομηθεί στην τρίτη κατηγορία διαβάθμισης, κριτήριο διαχωρισμού σε στρατηγικούς κακοπληρωτές ή μη αποτέλεσε η συναλλακτική τους συμπεριφορά, δηλαδή το αν εξυπηρετούσαν τα δάνειά τους σε τουλάχιστον μία τράπεζα και αθετούσαν τις υποχρεώσεις τους στις υπόλοιπες.
Όπως προκύπτει από τη μελέτη, μία στις έξι επιχειρήσεις, κατά μέσο όρο, εμφανίζει χαρακτηριστικά στρατηγικού κακοπληρωτή.
Μπαταχτσήδες επιχειρήσεις με υψηλή κερδοφορία!
Με βάση τη μελέτη, ένας από τους παράγοντες που επηρεάζουν την πιθανότητα εμφάνισης συμπεριφοράς στρατηγικού κακοπληρωτή είναι η… υψηλή κερδοφορία. Όσον και αν φαίνεται καταρχήν παράδοξο, οι επιχειρήσεις που εμφανίζουν υψηλή κερδοφορία εμφανίζουν κατά 62% αυξημένη πιθανότητα στρατηγικής αθέτησης των δανειακών τους υποχρεώσεων.
Άλλοι παράγοντες που ωθούν επιχειρήσεις να μην εξυπηρετούν ομαλώς τα δάνειά τους ενώ διαθέτουν ικανή οικονομική και περιουσιακή θέση είναι ο υψηλός δανεισμός και η χαμηλή αξία των υποθηκών που έχουν εγγράψει οι τράπεζες επί περιουσιακών τους στοιχείων.
Ίδια συμπεριφορά φαίνεται να έχουν και οι επιχειρήσεις μεσαίου μεγέθους και ηλικίας. Ενδεικτικά, φαίνεται ότι οι μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις έχουν 30% μεγαλύτερη πιθανότητα από τις μικρού ή μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις να γίνουν στρατηγικοί κακοπληρωτές.
Το ποσοστό των στρατηγικών κακοπληρωτών στο σύνολο των δανειοληπτών με δάνεια σε καθυστέρηση φαίνεται να διατηρείται σχετικά σταθερό σε όλη τη διάρκεια της περιόδου 2010-2015, εξέλιξη ωστόσο που οφείλεται στο γεγονός ότι η αύξηση του ποσοστού των στρατηγικών κακοπληρωτών στο σύνολο των δανειοληπτών αντισταθμίστηκε από το συνεχώς μεγαλύτερο ποσοστό των δανειοληπτών με αντικειμενική αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων τους, ως αποτέλεσμα των συνθηκών ύφεσης και έλλειψης ρευστότητας.
Οι κλάδοι με τους περισσότερους στρατηγικούς κακοπληρωτές
Τα ανωτέρω ευρήματα δεν διαφοροποιούνται ουσιωδώς ως προς τη γεωγραφική κατανομή, ενώ όσον αφορά την κλαδική κατανομή, χωρίς να υπάρχουν πολύ μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των κλάδων.
Φαίνεται ότι συγκριτικά μεγαλύτερο ποσοστό στρατηγικών κακοπληρωτών εμφανίζεται σε κλάδους που σχετίζονται με τις κατασκευές και την αγορά ακινήτων, αλλά και σε εκείνους της βιομηχανίας, των πληροφοριών και επικοινωνιών, καθώς και των διοικητικών και υποστηρικτικών υπηρεσιών.