Καθώς όπως όλα δείχνουν, η κυβέρνηση μειοψηφίας του Αλέξη Τσίπρα πολύ δίσκολα θα καταφέρει να επιβιώσει μέχρι την Άνοιξη, αφήνοντας στην επόμενη κυβέρνηση και στον Κυριάκο Μητσοτάκη ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο.
Μάλιστα, είναι κάτι περισσότερο από εμφανές πως η απερχόμενη κυβέρνηση επιλέγει συνειδητά να προωθήσει συγκεκριμένα ζητήματα, για τα οποία πιστεύει πως θα τη σώσουν από την εξαφάνιση και να αφήσει το βαρύ φορτίο για την επόμενη κυβέρνηση.
Πιο πρόσφατο παράδειγμα της συγκεκριμένης στρατηγικής αποτελεί η περίφημη Συνταγματική Αναθεώρηση του ΣΥΡΙΖΑ. Με έναν τρόπο, ήταν και ένα ώριμο αίτημα. Όμως, παρότι η σχετική συζήτηση ανακοινώθηκε ως μεγάλη συζήτηση με την κοινωνία, στο τέλος είχαμε μια έντονα κομματική διεργασία, σε μια διαδικασία σχεδόν εξπρές, χωρίς προσπάθεια διαμόρφωσης συναίνεσης γύρω από τις υπό αναθεώρηση διατάξεις.
Στην πραγματικότητα, αυτό που ήθελε να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι να διαμορφώσει μια συνθήκη για την επόμενη Βουλή όπου θα συζητιούνται στην τελική αναθεωρητική διαδικασία μόνο όσα άρθρα έχει προκρίνει και την ίδια στιγμή θα εκβιάζει την επόμενη κυβερνητική πλειοψηφία για την κατεύθυνση της αναθεώρησης, εφόσον το πιο πιθανό είναι και οι δικές του ψήφοι να είναι απαραίτητοι για τη διαμόρφωση της αναγκαίας ενισχυμένης πλειοψηφίας.
Έτσι, η επόμενη κυβέρνηση θα πρέπει να χειριστεί μια αναθεωρητική διαδικασία, που άλλοι σχεδίασαν και με άλλες προτεραιότητες και σίγουρα όχι με τη λογική του διακομματικού και συναινετικού διαλόγου που είναι η βάση μιας πετυχημένης αναθεώρησης.
Ένα ακόμα ιδιαιτέρως ακανθώδες ζήτημα για τον Κυριάκο Μητσοτάκη θα είναι η διαχείριση της συμφωνίας των Πρεσπών.
Παρότι η κυβέρνηση είχε η ίδια πολιτικό κόστος, όπως τουλάχιστον δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, από την επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, την ίδια στιγμή η τακτική της να κλείσει το θέμα η ίδια, ακόμη και προεκλογικά, παρά τις αντιρρήσεις της αντιπολίτευσης, σημαίνει ότι μεταφέρει στην επόμενη κυβέρνηση το βάρος της εφαρμογής μιας συμφωνίας που δεν περιορίζεται απλώς στην αλλαγή των πινακίδων στα σύνορα, αλλά περιλαμβάνει και τον αγώνα δρόμου για να κατοχυρωθεί η ονομασία Βόρεια Μακεδονία erga omnes, τα ζητήματα της κατοχύρωσης εμπορικών σημάτων και γεωγραφικών ονομασιών προϊόντων, αλλά και την πραγματική αντιμετώπιση των όποιων αλυτρωτικών τάσεων εμφανιστών.
Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση Τσίπρα, παρότι προσπαθεί να πείσει ότι είναι πετυχημένη ως προς το πεδίο της οικονομίας, ετοιμάζεται να μεταφέρει πολύ μεγάλες εκκρεμότητες στην επόμενη κυβέρνηση.
Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η υπόθεση της ΔΕΗ. Το γεγονός ότι κατέστη άκαρπος ο διαγωνισμός για την πώληση των λιγνιτικών μονάδων, ένα κρίσιμο βήμα που περιλαμβάνεται στα βασικά προαπαιτούμενα για τα οποία έχει δεσμευτεί η χώρα μας έναντι των ευρωπαίων εταίρων μας, σημαίνει ότι ουσιαστικά μια κρίσιμη «ωρολογιακή βόμβα» για την οικονομία απλώς μεταφέρεται στην επόμενη κυβέρνηση, που από πολύ χειρότερη αφετηρία θα πρέπει να χειριστεί ένα ζήτημα που συνδυάζει την επιβίωση μιας πολύ μεγάλης επιχείρησης, το μέλλον της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και την ανάγκη συμμόρφωσης με το ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Ίδια και πιθανότατα χειρότερη κατάσταση επικρατεί στο θέμα των κόκκινων δανείων.Την ώρα που η κυβέρνηση Τσίπρα προσπαθεί με κάθε τρόπο να εξασφαλίσει μια συμφωνία που να της επιτρέπει να λέει ότι «προστατεύει την πρώτη κατοικία», σε ό,τι αφορά τα στεγαστικά αλλά και τα επιχειρηματικά δάνεια που περιλαμβάνουν την υποθήκευση της πρώτης κατοικίας, δεν κάνει το ίδιο με το συνολικότερο πρόβλημα των «κόκκινων δανείων».
Γιατί το πρόβλημα των «μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων» είναι συνολικότερο, αφορά το σύνολο του τραπεζικού συστήματος και η λύση του απαιτεί πολιτική αποφασιστικότητα για την εφαρμογή του, ιδίως όταν θα χρειαστεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να αναλάβει και το δημόσιο την ευθύνη του ως προς την εξασφάλιση της μεσοπρόθεσμης επιβίωσης και ανάπτυξης του τραπεζικού συστήματος ως αναγκαίας συνθήκης για την ανάπτυξη.
Επίσης, η επόμενη κυβέρνηση θα πρέπει να πληρώσει το λογαριασμό για επιλογές της προηγούμενης τόσο όσον αφορά το ζήτημα των αναδρομικών όσο την πολιτική προσλήψεων, με αρκετές χιλιάδες διορισμών που είτε έχουν ήδη δρομολογηθούν, είτε πρόκειται να δρομολογηθούν το αμέσως επόμενο διάστημα και που αντικειμενικά θα έχουν ένα σημαντικό οικονομικό κόστος.
Είναι προφανές ότι επειδή καμιά κυβέρνηση δεν θα θελήσει να αντιστρέψει αποφάσεις για θέματα όπως τα αναδρομικά και δεν θα θελήσει να ακυρώσει δρομολογημένους διορισμούς, αυτό που θα συμβεί, δεδομένων των εξοντωτικών πρωτογενών πλεονασμάτων στα οποία δεσμεύτηκε η κυβέρνηση Τσίπρα, είναι η επόμενη κυβέρνηση να πρέπει να αναζητήσει περικοπές σε άλλες εξίσου σημαντικές πλευρές των κοινωνικών δαπανών.
Πάνω από όλα, ο Αλέξης Τσίπρας αφήνει στην επόμενη κυβέρνηση μια οικονομία με όλα τα μέτωπα ανοιχτά, μια οικονομία όπου επιτεύχθηκαν ρυθμοί ανάπτυξης, αλλά δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα διατηρηθούν εάν επιδεινωθεί η διεθνής οικονομική συγκυρία.
Αρκεί να αναλογιστούμε ότι ούτε αναπτυξιακή κλαδική στρατηγική επεξεργάστηκε η κυβέρνηση, πέραν της εναπόθεσης όλων των ελπίδων σε κλάδους όπως ο τουρισμός (που όμως μπορεί να έχει κάποια κάμψη το επόμενο διάστημα), ούτε καν εξασφάλισε την πραγματική «έξοδο στις αγορές», ώστε να μην κινδυνεύει η χώρα να βρεθεί ξανά στην ανάγκη για προσφυγή στο «μηχανισμό στήριξης», με όλες τις επιπτώσεις που θα έχει αυτό και τις οποίες τις πληρώσαμε ακριβά το προηγούμενο διάστημα.