Την προεκλογική του εκστρατεία συνεχίζει με ομιλίες, συναντήσεις και περιοδείες ανά την Τουρκία ο πρόεδρος της χώρας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, διανθίζοντάς την με αιχμές εθνικισμού κατά το δοκούν.
Το βράδυ της Δευτέρας, κατά τη διάρκεια συνάντησής του με πρεσβευτές, ο Ερντογάν επέλεξε να επιτεθεί στους Ελληνοκύπριους, επιρρίπτοντάς τους για ακόμα μία φορά την ευθύνη για τη μη επίλυση του Κυπριακού.
«Με τα καπρίτσια των Ελληνοκυπρίων δεν μπορούμε να προχωρήσουμε σε επόμενα βήματα» φέρεται να δήλωσε ο τούρκος πρόεδρος, ο οποίος επιχειρεί αποποίηση των ευθυνών της Τουρκίας για το Κυπριακό από το δημοψήφισμα του 2004 και μετά. Δηλώσεις οι οποίες έγιναν κατά τη διάρκεια του βραδινού φαγητού του «iftar» που ακολουθεί τη νηστεία του Ραμαζανιού, αναφέρει το in.gr.
Ο Ερντογάν από αυτή τη βδομάδα και μέχρι τις εκλογές θα περιοδεύει κάθε βδομάδα σε δέκα πόλεις, με στόχο την ενίσχυση της δημοτικότητάς του, ενώ πρόκειται να χορηγήσει και έκτακτο – προεκλογικό – επίδομα 1.000 λιρών στους συνταξιούχους.
Ωστόσο, πίσω από τις δηλώσεις και τις όποιες κινήσεις εντυπωσιασμού και προσπάθειας αποπροσανατολισμού του Ερντογάν προς τους τούρκους ψηφοφόρους, υπάρχει η αγωνία της οικονομίας, η οποία βρίσκεται μπροστά σε ενδεχόμενη ισχυρή κρίση.
Δεν μπορεί άλλωστε να θεωρηθεί τυχαίο ότι και ο υπουργός Οικονομίας και ο υπουργός Οικονομικών της χώρας είναι εκτός εκλογικών λιστών.
Ακόμα και αν η τουρκική οικονομία να παρουσίασε εξωπραγματικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2017, αυτό δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται απόλυτα στην πραγματικότητα και η «φούσκα» απειλεί να «σκάσει» και να ανησυχεί τον Ερντογάν.
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, η Τουρκία σημείωσε αύξηση στο ΑΕΠ της κατά 7,4%, το 2017, ενώ την ίδια στιγμή παρουσιάζει έναν από τους ισχυρότερους ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης – επίσης για το 2017 – φτάνοντας το 6,7% , με τα νούμερα αυτά να τη φέρνουν στη δεύτερη θέση μαζί με την Ινδία μεταξύ των χωρών της G-20.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, η Τουρκία αποτελεί εξαίρεση στην μείωση της δυνητικής ανάπτυξης στην Ευρώπη και την Κεντρική Ασία, που παρουσιάζει έναν χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας και αρνητικές δημογραφικές τάσεις, δεδομένου ότι στη γείτονα την περίοδο 2013 – 2017 μπήκε σημαντικός αριθμός νέων στο εργατικό δυναμική, ενώ ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας συνεχίζει να αυξάνεται συνεχώς, γεγονός, που υποστηρίζει μια θετική προοπτική για δυνητική ανάπτυξη.
Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι η ανάπτυξη στηρίχθηκε σημαντικά από δημοσιονομικά κίνητρα που είχαν στόχο την επιτάχυνση της ανάκαμψης από τις οικονομικές επιπτώσεις της αποτυχημένης απόπειρας πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου του 2016.
Ωστόσο, το 2018 οι προβλέψεις φέρνουν την ανάπτυξη στην Τουρκία να μετριάζεται περίπου στο 3,5%, καθώς οι ενέσεις των δημοσιονομικών μέτρων του 2017 εξασθενούν και ο ρυθμός ανάπτυξης προβλέπεται να ανέλθει σε 4% το 2019 και 2020.
Η στήριξη της οικονομίας σε επιχειρήσεις και ιδιαίτερα στον κατασκευαστικό τομέα αποτέλεσε στρατηγική επιλογή του Ερντογάν καθώς συνέχισε να επενδύει στο χτίσιμο ενός στρατού από υποστηρικτές.
Το τεχνητό «φούσκωμα» της τουρκικής οικονομίας το 2017 στηρίχθηκε σε μία πιστωτική ρευστότητα στη χώρα που ενίσχυσε την οικονομία με διάφορα χρηματοπιστωτικά εργαλεία (δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν την «βουτιά» στον τουρισμό μετά την επιβολή κατάστασης εκτάκτου ανάγκης αλλά και της καταστολής που ακολούθησε το πραξικόπημα με τις καθημερινές συλλήψεις, τις αναίτιες διώξεις, το φάντασμα του γκιουλενισμού να πλανάται και τη χώρα να βυθίζεται στον τρόμο του Ερντογάν.
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του Ερντογάν είναι η τουρκική λίρα. Το εθνικό νόμισμα της χώρας βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση χάνοντας έως και 1,6% της αξίας της σε μία μέρα, καταρρίπτοντας το ένα ιστορικό χαμηλό μετά το άλλο, έχοντας χάσει σχεδόν το 40% της αξίας της από τις αρχές του 2015, γεγονός που έχει άμεσο αντίκτυπο τόσο στην αγοραστική δύναμη των τούρκων πολιτών όσο και των επιχειρήσεων και δεν είναι τόσο εύκολα διαχειρίσιμο.